Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι

Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*

Το Ακάκι αποτελεί την μεγαλύτερη κοινότητα της ελέυθερης περιοχής της Μητροπόλεως Μόρφου και έχει την δική του ιστορία και χριστιανική παράδοση. Στο τοπωνυμικό του Σίμωνα Μενάρδου αναφέρεται ότι το χωριό πήρε τό όνομά του από κάποιον βυζαντινό αξιωματούχο, ονομαζόμενο Ακάκιο.

Αρχαιολογικά ευρήματα και παλαιές εικόνες, που προέρχονται από διάφορες περιοχές μεταξύ του Ακακίου και της Αυλώνας, μαρτυρούν ότι το χωριό προέκυψε από την ένωση ποικίλων οικισμών, που υπήρχαν στα βυζαντινά χρόνια γύρω από τις δύο αυτές κοινότητες.

Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, από τον 10ο μέχρι και τον 12ο αιώνα, το Ακάκι ακμάζει και μεγαλουργεί. Κατά την Φραγκοκρατία, φαίνεται ότι είχε επιλεγεί ως ο τόπος της θερινής κατοικίας του Φράγκου βασιλέως, γεγονός που αναφέρεται και στο χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά. Μέχρι σήμερα σώζονται ερείπια του παλατιού του βασιλέως Πέτρου, αλλά και άλλων κτισμάτων της εποχής. Το Ακάκι αναφέρεται και ως τόπος κυνηγίου για αγριόπαπιες, ενώ φαίνεται ότι φημιζόταν τόσο για τα πολλά του νερά όσο και για τους μύλους του.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Φράγκοι φεουδάρχες του Ακακίου φαίνεται ότι εξισλαμίσθηκαν, σε αντίθεση με τους Ελληνορθοδόξους που παρέμειναν πιστοί στον Χριστιανισμό. [1] Κατά την παράδοση, την εποχή αυτή οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του χωριού υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν τον ναό του Σταυρού [2] στους εξισλαμισθέντες Φράγκους, οι οποίοι τον μετέτρεψαν σε τζαμί. Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ βρίσκεται μεταξύ του ναού της Παναγίας της Χρυσελεούσης και του τεμένους αυτού.

Η Ανάληψις του Κυρίου, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κ. Λοΐζου Λεωνίδου, κατά την Τουρκοκρατία, εξαιτίας των περιορισμών που οι Τούρκοι επέβαλαν στους Χριστιανούς του χωριού, ο ναός του Αρχαγγέλου χαλάστηκε˙ παρέμεινε, όμως, μέρος των θεμελίων του. Γύρω στο 1850, οι Τούρκοι αποφάσισαν να χτίσουν ένα τζαμί στον χώρο, όπου βρισκόταν ο ναός του Αρχαγγέλου, για να δώσουν στην κοινότητα τουρκικό χαρακτήρα. Οι χριστιανοί του χωριού θορυβήθηκαν. Τρία αδέλφια, οι Καττιρζιής, Μαρκαντώνης και Γιακουμὴς Χατζηγιάννη, γνωρίζοντας ότι ένας τουρκικός νόμος απαγόρευε να χτίζεται τζαμί δίπλα σε εκκλησία και το αντίθετο και θέλοντας να αποτρέψουν τους Τούρκους να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, παραχώρησαν τον χώρο και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση το κτίσιμο του ναού του Αρχαγγέλου. Στην προσπάθειά τους να ολοκληρωθεί γρήγορα το κτίσιμο του ναού, εάν ήταν δυνατόν μέσα σε μία νύχτα, ώστε να προλάβουν τους Τούρκους και να ματαιώσουν τα σχέδιά τους, βοηθούσαν και οι ίδιοι στις εργασίες, χρησιμοποιώντας ό,τι υλικά μπορούσαν εύκολα να βρουν. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιος χριστιανός κάτοικος του χωριού προσέφερε για το κτίσιμο του ναού τα κομμένα πλινθάρια, τα οποία προόριζε για το σπίτι του.

Πράγματι με την βοήθεια του Αρχαγγέλου ο ναός κτίστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ματαιώνοντας τα σχέδια των Τούρκων για την ανέγερση του τζαμιού. Το πρόχειρα αυτό κτισμένο παρεκκλήσιο μας κληροδότησαν οι απλοί άνθρωποι της εποχής εκείνης. Γύρω στο 1962 η τότε εκκλησιαστική επιτροπή επιθυμούσε την πλήρη αναδόμηση του ναού τελικά, όμως, προέβη σε μία μικρή ανακαίνισή του.

Στις προτεραιότητες της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τέθηκαν εξ αρχής η ανακαίνιση των ναών και των παρεκκλησίων, η συντήρηση των εικόνων και των ιερών σκευών και γενικά ο ευπρεπισμός των οίκων του Κυρίου. Στην προσπάθειά μας αυτή εργάστηκαν με ευλάβεια Μητροπολίτης, ιερείς, εκκλησιαστικοί επίτροποι και ο πιστός λαός. [3]

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών εντάσσεται και η απόφασή μας για την ανακαίνιση του παρεκκλησίου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το οποίο είχε πολλές φθορές. Η προσπάθεια για αναδόμηση του ναού που επιχειρήθηκε προ πεντηκονταετίας δεν συμφωνούσε με την βυζαντινή αρχιτεκτονική. Μετά από μελέτη και προβληματισμό καταλήξαμε ότι η αναδόμηση του ήδη υπάρχοντος ναού ήταν αδύνατη και η όποια προσπάθειά μας θα ήταν αποτυχής, διότι στα θεμέλιά του υπήρχε φθαρμένος πορόλιθος, που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα υγρασίας στον ναό.

Κύριος παραστάτης στο έργο μας στάθηκε εξ αρχής ο δωρητής του ναού, ο κ. Ανδρέας Χατζηγιάννης, υιός του ιεροψάλτη κ. Νικολάτζη και δισέγγονος ενός από τους τρεις πρωτεργάτες στο κτίσιμο του ναού το 1850. Σε συνεννόηση μαζί του αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση ενός νέου ναού στον χώρο του παρεκκλησίου, αφιερωμένου στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, αντάξιου της πρωτοκαθεδρίας του στον ουρανό.

Ο θεμέλιος λίθος του νέου παρεκκλησίου τέθηκε ανήμερα του Ευαγγελισμού το 2003 και ως αρχιτέκτονας του έργου ανέλαβε ο κ. Μάριος Πελεκάνος. Ο ναός, ο οποίος κτίστηκε αποκλειστικά με πέτρα, είναι μονόχωρος, σταυροειδής με οκταγωνικό τρούλλο και τοίχους με πλάτος ενός μέτρου. Διακρίνεται για την ισορροπημένη κλίμακα και την αρμονία του. Ο περίγυρος χώρος καλύφθηκε περιμετρικά με πλακίδια ρωμαϊκού τύπου, τα οποία ο δωρητής εισήγαγε από την Ιταλία.

Σημαντικό ρόλο στην ανέγερση του ναού διαδραμάτισε με τις εισηγήσεις του ο Ρώσσος Αρχιμανδρίτης της Μητροπόλεώς μας π. Αμβρόσιος, καλός γνώστης, όχι μόνο της τέχνης της αγιογραφίας, αλλά και της αίσθησης του βυζαντινού κάλλους. Ο π. Αμβρόσιος αγιογράφησε τον ναό ακλουθώντας μία τεχνική, γνωστή στον Μεσαίωνα πριν τον 16ο αι., δηλαδή χρησιμοποίησε οργανικό ασβεστοκονίαμα, ζωντανό και ενεργό και γαιώδη χρώματα. Το έργο έχει ιστορική σημασία για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της. [4]

Ο Παντοκράτωρ, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Τα θέματα των αγιογραφιών αφορούν στις Δεσποτικές εορτές και παραστάσεις αγίων, ενώ στο πίσω μέρος του ναού εικονίζονται τα εννέα τάγματα των ουρανίων δυνάμεων. Ιδιαίτερη θέση έχει η παράσταση του «ἐν Χώναις» θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η ανάμνηση του οποίου αποτελεί και την ημέρα της εορτής του παρεκκλησίου στις 6 Σεπτεμβρίου. Στον τρούλλο δεσπόζει η μορφή του Παντοκράτορα, ενώ μοναδικού κάλλους δημιούργημα είναι και το μαρμάρινο εικονοστάσιο κατασκευασμένο με μάρμαρο Πεντέλης. Ένθεν και ένθεν του εικονοστασίου υπάρχουν δύο μαρμάρινα προσκυνητάρια, στα οποία θα τοποθετηθούν εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Το εικονοστάσιο κατασκεύασε εξ ολοκλήρου ο συνεργάτης του π. Αμβροσίου, ο Γάλλος ορθόδοξος γλύπτης κ. Αλεξάντερ ντε Λουί, ο οποίος βοήθησε και στην αγιογράφηση του τρούλλου.

Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην ολοκλήρωση του ναού οφείλεται ακριβώς στην προσπάθειά μας να ακολουθήσουμε, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τους κανόνες της ορθόδοξης ναοδομίας. Η πέτρα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ναού, η αγιογράφηση του ναού με το οργανικό ασβεστοκονίαμα και η κατασκευή του μαρμάρινου εικονοστασίου με βάση πρωτοχριστιανικά σχέδια, τον καθιστούν πρότυπο για την Εκκλησία της Κύπρου. Ένας ναός κτίζεται αρχιτεκτονικά, πνευματικά και θεολογικά. Ἡ αρχιτεκτονική που είναι αποκομμένη από την θεολογία δεν ωφελεί.

Επιθυμούμε να δώσουμε στην κοινότητα του Ακακίου πυρήνες πνευματικής ζωής. Σε κάθε περιοχή να υπάρχει ένας τόπος λατρείας, όπου να μπορούν οι μανάδες να παίρνουν τα παιδιά τους, οι παππούδες και οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους να ανάβουν ένα κερί, ένα καντήλι, να προσεύχονται ήσυχα, να βρίσκουν τον ρυθμό της ψυχής τους που πολλές φορές αποσυντονίζεται λόγω του έντονου άγχους της καθημερινότητας. Τα παρεκκλήσια και τα εξωκκλήσια, όπως η Αγία Παρασκευή στο Ακάκι και η Μάνα των Παίδων στο Μένοικο, είναι μείζονος σημασίας για την πνευματική ορθόδοξη ζωή των πιστών της περιοχής της πεδινής Μόρφου.

Μία πνευματική βάση της περιοχής αυτής είναι και η Μονή του Αγίου Νικολάου στην Ορούντα. Οι βάσεις αυτές, όπως μας προείπε κάποτε ένας όσιος γέροντας του εικοστού αιώνα, θα διώξουν τις άλλες βάσεις, εννοώντας όχι μόνο τις στρατιωτικές, άλλα και αυτές που μας οδηγούν στην πνευματική αυτοκτονία. Η κάθε κοινότητα πρέπει να έχει τα δικά της πνευματικά εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά είναι τα παρεκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, όπου οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκουν την μεγάλη αγκαλιά του Χριστού, το πνευματικό οξυγόνο για την καρδία, που ζωογονείται με το σώμα και το αίμα του Κυρίου, δηλαδή με την συμμετοχή των πιστών στην Θεία Ευχαριστία.

Θα ήθελα και με αυτήν την ευκαιρία να ευχαριστήσω τους κτήτορες του ναού, Ανδρέα και Μαρία Χατζηγιάννη, οι οποίοι με την δωρεά τους κατά πρώτον επιδίωξαν την δόξα του Θεού, δεύτερον έδειξαν έμπρακτα την βοήθεια προς τους συνανθρώπους μας και τρίτον φανέρωσαν την έγνοια τους για την ιστορία που αφήνουμε στις επόμενες γενιές και στον τόπο μας.

Το Άγιον Μανδήλιον, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Η χαρά μου για την οικοδόμηση του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ οφείλεται και στο γεγονός ότι το σπίτι όπου μεγάλωσα στην Άνω Ζώδια βρισκόταν δίπλα από τον μεγάλο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στον ναό αυτό η ψυχή μου συνέλαβε τις πρώτες ιερατικές κλήσεις. Ο Αρχάγγελος δεν είναι μόνο ο άγιος του χωριού μου˙ είναι και ο ουράνιος προστάτης της ψυχής μου. Είναι θλιβερό που ο Αρχάγγελος της Ζώδιας έχει πλέον μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος και που έχει καταστραφεί το εικονοστάσιό του και όλες σχεδόν οι τοιχογραφίες του. Αισθάνομαι ότι το έργο της Μητροπόλεώς μας για ανακαίνιση και ευπρεπισμό των ναών θα συνεχιστεί στις κατεχόμενες εκκλησίες μας. Αυτό θα είναι αποτέλεσμα της θέλησης του Θεού και όχι των ανθρώπινων διαπραγματεύσεων.


[1] Από τους εξισλαμισθέντες αυτούς Φράγκους δημιουργήθηκε η μικρή κοινότητα των Τουρκοκυπρίων του Ακακίου.

[2] Κατά την Φραγκοκρατία, φαίνεται ότι οι Φράγκοι, στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τον καθολικισμό, μετέτρεψαν τον ναό του Σταυρού σε φραγκικό, προσθέτοντας φραγκικά στοιχεία, κυρίως στην βόρεια είσοδό του.

[3] Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, μόνο στην κοινότητα του Ακακίου, εκτός από το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων, ανακαινίσθηκαν η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας, ο ναός της Μεταμορφώσεως, το εξωκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής με την αρωγή του κ. Χατζηγιάννη και κτίστηκε το σχολικό παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου με την φροντίδα του π. Κωνσταντίνου Κακουρίδη. Στα άμεσα σχέδια της Μητροπόλεώς μας είναι και η συμπλήρωση των έργων για την ανακαίνιση του ναού της Παναγίας της Χρυσελεούσης, με την αρωγή και πάλι του κ. Ανδρέα Χατζηγιάννη.

[4] Η τέχνη του παραπέμπει στις απαράμιλλης καλαισθησίας τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής της Παναγίας του Άρακα στα Λαγουδερά, που θεωρείται το ύψιστο αριστούργημα της βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο.

*Πρόλογος στο: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι, εκδ. Θεομόρφου, σ. 9-15.