Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου βρίσκεται στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σερράχη, δυτικὰ τοῦ χωριοῦ τῆς Ὀρούντας. Στὰ ἀνατολικά της ἁπλώνεται μεγάλη συστάδα ἀπὸ εὐκαλύπτους, ποὺ δεσπόζει τῶν παλαιῶν ἐλαιώνων τῆς περιοχῆς, καθὼς καὶ ἀμυγδαλιές, ὀπωροφόρα καὶ χαρουπιές. Πρὸς τὰ βόρεια φαίνεται ἐπιβλητικὴ ἡ ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου, ἐνῶ στὰ νοτιοδυτικὰ προβάλλει μεγαλοπρεπὴς αὐτὴ τοῦ Τροόδους.
Ἡ Μονὴ εἶναι ἄγνωστο πότε ἱδρύθηκε, καθὼς δὲ μᾶς εἶναι γνωστὲς γραπτὲς πηγὲς γιὰ τὴν πρώιμη ἱστορία της. Τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ 15ου-ἀρχὲς 16ου αἰώνα, ἀλλά, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνασκαφικὰ ἀποτελέσματα, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πρόσφατων ἐργασιῶν συντήρησής του βρέθηκαν θεμέλια πρωιμότερης οἰκοδομικῆς φάσης, ποὺ δὲν ἔχει χρονολογηθεῖ. Ἔτσι, ἡ Μονὴ προϋπῆρχε τοῦ 15ου αἰώνα. Σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση, λειτουργοῦσε ὡς ἀνδρικὴ μέχρι καὶ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
Τὰ κτήρια τῆς Μονῆς εἶναι πλινθόκτιστα καὶ ἡ ἐσωτερικὴ αὐλὴ λιθόστρωτη. Εἰσερχόμενος ὁ προσκυνητὴς στὴ αὐλή, βλέπει στὰ ἀνατολικὰ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς, τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Πρόκειται γιὰ μονόκλιτο θολωτὸ ναὸ μετὰ τρούλλου, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὸ μικρό του μέγεθος, ἀποπνέει μιὰ ἱεροπρεπὴ μεγαλοπρέπεια. Εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λιθόκτιστος μὲ πέτρα τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐξωτερικὰ ἐπενδυμένος μὲ ὡραίους πελεκητοὺς πωρόλιθους. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ μόνο τὸ ξύλινο προστέγασμα τῆς κεντρικῆς δυτικῆς εἰσόδου, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ νεώτερη προσθήκη. Τέσσερις ἀντηρίδες, ἀνὰ δύο στὴ βόρεια καὶ νότια ὄψη, ἀντιστηρίζουν ἐσωτερικὰ εὑρισκόμενες ἁψίδες. Τὴ δυτικὴ εἴσοδο τοῦ ναοῦ κοσμεῖ λιθανάγλυφο λιοντάρι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας. Κάτω ἀπὸ τὸ ἀνάγλυφο ὑπάρχει ἐγχάρακτη ἡ χρονολογία 1733, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο πολὺ πιθανὸν ἔγιναν ἔργα συντήρησης τοῦ ναοῦ.
Στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ δεσπόζει τὸ ἁπλὸ τέμπλο μὲ τὶς παλαιὲς εἰκόνες καὶ τὰ ἁγιογραφημένα βημόθυρα. Στὰ δεξιά του εἶναι τὸ ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι μὲ τὴν ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο σώζεται σπάραγμα τοιχογραφίας μὲ φυτικὸ διάκοσμο τοῦ 16ου αἰώνα, ποὺ μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ναὸς κάποτε ἦταν ἁγιογραφημένος. Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, σὲ νεώτερο προσκυνητάρι, βρίσκεται ἡ πρώτη ἱστορηθεῖσα βυζαντινὴ εἰκόνα τοῦ ἐξ Ὀρούντης νέου Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου. Στὸν βόρειο τοῖχο σώζεται ἐπιγραφή, ποὺ ἀναφέρει ὅτι τὸ 1913 ἡ ἐκκλησία ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ΄(ἔγινε δεύτερο ἐγκαίνιο διότι κατὰ τὴν Τουρκοκρατία βεβηλώθηκε απὸ τοὺς Τούρκους).
Σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση, ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς Μονῆς εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν πολυτάραχη ἱστορία τοῦ νησιοῦ μας. Τὶς περιπέτειές της περιγράφουν παραστατικὰ θρύλοι καὶ παραδόσεις, ποὺ διασώθηκαν ὡς σήμερα ἀνάμεσα στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις αὐτές, ἡ Μονὴ διὰ μέσου τῶν αἰώνων ὑπέστη πολλὲς λεηλασίες καὶ ἐπιδρομὲς κατακτητῶν. Κατὰ τὴν Τουρκοκρατία οἱ Τοῦρκοι ἐρήμωσαν τὸν χῶρο καὶ σκότωσαν τὸν τελευταῖο ἡγούμενο, ρίχνοντάς τον σὲ ἕναν ἀλακατόλακκο δυτικὰ τῆς Μονῆς. Οἱ Τοῦρκοι παρέμειναν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὴ Μονή, χρησιμοποιώντας την γιὰ τὴ φύλαξη τῶν προβάτων τους καὶ καλλιεργώντας τὰ κτήματά της. Στὴ συνέχεια, τὴν πούλησαν στὸν μοναχὸ Παΐσιο ἀπὸ τὸ Νικητάρι. Αὐτὸς τὴ δώρισε στὴ Μητρόπολη Κυρηνείας, στὴν ὁποία μέχρι τὸ 1973 ὑπαγόταν ἡ σημερινὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου. Ἡ Μητρόπολη Κυρηνείας ἐνοικίαζε τὴν κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς σὲ χωρικούς. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ ἱερομόναχος Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὰ Χαντριά, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε στὸν χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ σχολεῖο καὶ δίδασκε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα στὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ Μονὴ μεταβιβαζόταν ἀπὸ τὸν ἕναν ἐνοικιαστὴ στὸν ἄλλο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδοθεῖ στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου.
Τὸ 1973, μὲ τὴ δημιουργία νέων Μητροπόλεων στὴν Κύπρο, ἡ Μονὴ περιῆλθε στὴ δικαιοδοσία τῆς νεοσύστατης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου. Το 1994 ἄρχισε ἡ ἀνακαίνισή της μὲ πρωτοβουλία τῶν κατοίκων τῆς Ὀρούντας. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἐργάστηκαν στὸν χῶρο ἀφιλοκερδῶς καί, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων, ἔκοψαν πλινθάρια, κουβάλησαν πέτρες ἀπὸ τὸν ποταμὸ καὶ κατασκεύασαν δεσμίδες καλαμιῶν γιὰ τὶς στέγες. Μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἐργασιῶν, μικρὸ τμῆμα τῆς Μονῆς εἶχε ἀναπαλαιωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχικὸ οἰκοδόμημα.
Τὸ 1998 τὴν ἀποπεράτωση τοῦ ἔργου ἀνέλαβε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, μὲ σκοπὸ τὴν ἀναβίωση τῆς Μονῆς ὡς κοινοβίου μοναζουσῶν. Στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος ἀνέφερε καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία, ἡ λειτουργικὴ καὶ ἡ φιλανθρωπικὴ ζωή, αὐτὰ εἶναι τὰ κύρια μέσα τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιδρᾶ ἀναγεννητικὰ πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Μεγάλη εὐλογία καὶ βοήθεια γιὰ ἐμπέδωση αὐτοῦ τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἐπάνδρωση τῶν Μονῶν τῆς Μητροπόλεώς μας μὲ μοναχοὺς καὶ μοναχές. Ἡ μεγαλύτερή μου χαρὰ ἀλλὰ καὶ αἴσθηση πνευματικῆς ἀσφάλειας γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Μητροπόλεώς μας θὰ εἶναι ἡ ἵδρυση καὶ ἡ λειτουργία τέτοιων ἀσκητικῶν κέντρων.»
Αὐτή, ἄλλωστε, ἦταν καὶ ἡ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου πρὸς τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου, ὅταν ἐκεῖνος τὸν γνώρισε ὄντας ἀκόμα νέος φοιτητής· «Νὰ κάνετε βάσεις πνευματικές», τοῦ εἶπε, «καὶ αὐτὲς οἱ βάσεις θὰ διώξουν τὶς βάσεις. Τὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου εἶναι πνευματικό. Τώρα ἐφαρμόζεται ὁ πνευματικὸς νόμος. Ὅταν φτιάξετε μοναστήρια, τότε οἱ βάσεις τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς κατοχῆς θὰ ἐξαφανιστοῦν.»
Χάριτι Θεοῦ, οἱ πνευματικὲς βάσεις ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ δημιουργοῦνται. Ἡ πάλαι ποτὲ ἐρειπωμένη καὶ εγκαταλελειμμένη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνασυστάθηκε. Τὴν 4η Ἰουνίου 2001, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προνοίᾳ τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου, ἐγκαταβίωσε στὴ Μονὴ ἀδελφότητα πέντε μοναζουσῶν μὲ προϊσταμένη τὴ μοναχὴ Ἰουστίνη. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα ἐπαναλειτουργίας τῆς Μονῆς μετὰ ἀπὸ διάστημα δύο αἰώνων, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθιερώθηκε ὡς δεύτερη πανήγυρις τῆς Μονῆς.
Ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἡμέρας δὲν ἦταν τυχαία, καθὼς ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Χωρὶς τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ σὲ μία διδαχή του, «κανεὶς δὲ σώζεται, οὔτε μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Διότι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται μέσω τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγώνα, ἀλλάζει τὶς ψυχές, φέρνοντάς τις ἀπὸ τὴ φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο στὴν πνευματικὴ ζωή, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς.»
Ἡ νέα ἀδελφότητα διέμενε ἀρχικὰ στὰ παλαιὰ κτήρια τῆς Μονῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἦταν ἐπαρκῆ γιὰ τὶς ἀνάγκες της. Ἔτσι, ἐκπονήθηκαν ἀρχιτεκτονικὰ σχέδια γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς Μονῆς. Τὰ σχέδια προνοοῦσαν τὴ δημιουργία μιᾶς δεύτερης αὐλῆς, ἡ ὁποία χωροθετεῖτο στὴ νοτιοανατολικὴ γωνιὰ τοῦ ἀρχαίου Μνημείου. Οἱ νέες πτέρυγες σχεδιάστηκαν μὲ βασικὴ ἀρχὴ τὴν ἐναρμόνιση τοῦ νέου μὲ τὸ παλαιὸ καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ χαρακτήρα τοῦ ὑφιστάμενου ἀναπαλαιωμένου μοναστηριοῦ. Γιὰ τὰ νέα κτήρια χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακὰ ὑλικὰ, πέτρα, ξύλο, πλινθάρι καὶ ὅμοιες τεχνικὲς κατασκευῆς μὲ τὰ παλαιά.
Ἀνοικοδομήθηκαν δύο νέες πτέρυγες, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν ἕνα παρεκκλήσιο, ἀφιερωμένο στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὰ κελλιὰ τῶν μοναζουσῶν καὶ κάποια ἐργαστήρια. Τὰ νέα οἰκοδομήματα ἔδωσαν στὴν ἀδελφότητα τὴ δυνατότητα νὰ ἐξασκήσει διακονήματα, ὅπως τὴν ἁγιογραφία, τὴν ἱερορραπτική, τὴν κατασκευὴ παραδοσιακῶν γλυκῶν καὶ θυμιάματος, τὴν ἀποξήρανση καὶ συσκευασία ἀρωματικῶν φυτῶν καὶ βοτάνων, καὶ ταυτόχρονα διασφάλισαν τὶς πολύτιμες γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ συνθῆκες ἡσυχίας.
Ἡ ἀναβίωση τῆς Μονῆς ἀποτελεῖ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου καὶ τῶν προσευχῶν τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς περιοχῆς γιὰ πολλὰ χρόνια παρακαλοῦσαν τὸν Ἅγιο Νικόλαο, νὰ δοῦν τὸ μοναστήρι του νὰ λειτουργεῖ καὶ πάλι. Ἔρχονταν στὴν ἐρειπωμένη Μονή του, ἄναβαν τὸ καντήλι, προσεύχονταν. Κάποιοι τὸν ἔβλεπαν κιόλας νὰ περπατᾶ κοντὰ στὸν ναό του, στὸ «σπίτι του», ὅπως ἔλεγαν. Καὶ πραγματικὰ ὁ Ἅγιος τοὺς ἀξίωσε νὰ βιώσουν τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία τῆς ἀνασύστασης τῆς ἀρχαίας Μονῆς του.
Ἡ ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκατάλειψης, δὲν εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση. Εἶναι ἕνα γεγονός, ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας. Εἶναι ἕνα πνευματικὸ ἄνοιγμα, ἕνα πνευματικὸ ἀγκάλιασμα πρὸς ὅλη τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, πρὸς ὅλη τὴν κοινωνία. Οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, βρίσκουν στὴ Μονὴ παρηγοριὰ καὶ ἀνάπαυση. Βρίσκουν ἕνα χῶρο πνευματικῆς ἀσφάλειας καὶ ἡσυχίας, ποὺ τόσο ἔχουν ἀνάγκη στὸν σημερινὸ θορυβώδη κόσμο. Ἐπισκέπτονται τὴ Μονὴ γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ νὰ «ἀφήσουν» στὸν ναό του τὰ προβλήματα καὶ τὶς θλίψεις τους, ἀλλὰ καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὶς εὐχαριστίες τους. Μετέχουν στὶς Θεῖες Λειτουργίες καὶ τοὺς Ἑσπερινούς. Ἔρχονται στὶς Παρακλήσεις, στὶς ἀγρυπνίες, ἐξομολογοῦνται στοὺς Πνευματικούς, ποὺ στέλνει στὴ Μονὴ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου. Ἀγωνίζονται πνευματικά, καὶ ὁ ἀγώνας τους, ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή τους, τὸ ζωντανὸ παράδειγμά τους ὠφελοῦν πολὺ τὴν ἀδελφότητα.
Καθόλα αὐτὰ τὰ ἔτη, πιστοὶ ἀπ’ ὅλη τὴν Κύπρο προστρέχουν στὴ Μονὴ γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐλάβειά τους καὶ νὰ προσπέσουν καὶ σὲ ἕναν ἄλλο θαυματουργὸ Ἅγιο, τὸν νέο Ἱερομάρτυρα Φιλούμενο, τοῦ ὁποίου ἡ τιμὴ συνδέθηκε μὲ τὴ Μονή. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος καταγόταν ἀπὸ τὸ παρακείμενο χωριὸ τῆς Ὀρούντας καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ 1979, στὸ προσκύνημα τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακὼβ στὴ Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης. Τὸ 1999, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται καὶ τὰ πρῶτα στοιχεῖα γιὰ τὸν Βίο του. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς παραδόθηκαν στὴν τότε νεοσύστατη ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία ἀνετέθη ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἔρευνας, ἡ συγγραφὴ καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ἔκδοσης τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη ἔκδοση πραγματοποιήθηκε τὸ 2003 καὶ ἡ δεύτερη ἐπηυξημένη τὸ 2013. Ἐκδόθηκε, επίσης, καὶ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου.
Παράλληλα, στὴ Μονὴ προγραμματίστηκε καὶ ἡ ἀνοικοδόμηση ἱεροῦ ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀποτελεῖ καὶ μιὰ ὀφειλετικὴ τιμὴ πρὸς αὐτόν, ἀφοῦ πλέον ἔχει καθιερωθεῖ ὡς ὁ δεύτερος προστάτης καὶ ἔφορος τῆς Μονῆς. Ὁ ναὸς θὰ εἶναι λιθόκτιστος, σταυροειδὴς μὲ τροῦλλο καὶ θὰ ἀνεγερθεῖ, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ ἐποπτεία τοῦ Τμήματος Ἀρχαιοτήτων, νοτιοδυτικὰ τῶν παλαιῶν κτισμάτων τῆς Μονῆς. Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ ναοῦ θὰ οἰκοδομηθεῖ καὶ παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στὴν Παναγία τὴν Ἰαματική.
Τὸ 2001, ὅταν ἄρχιζε ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶπε στὴ Γερόντισσα: «Μὴν ἀγωνιᾶτε γιὰ τὰ κτήρια. Αὐτά, εὔκολα ἢ δύσκολα θὰ οἰκοδομηθοῦν. Ἂν εἶναι καὶ λίγο στραβά, δὲν πειράζει! Τὸ σημαντικὸ δὲν εἶναι ἂν θὰ οἰκοδομήσετε κτήρια στὴ Μονή, ποὺ καὶ αὐτὸ βέβαια θὰ γίνει, ἀλλὰ ἂν θὰ οἰκοδομήσετε Χριστὸν ἐντὸς τῆς καρδίας σας.» Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ καθημερινός μας ἀγώνας, ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν, ἀλλά καὶ κάθε πιστοῦ: νὰ δεῖ τὰ λάθη καὶ τὰ πάθη του καὶ διὰ τῆς μετανοίας νὰ καθαρίσει τὴν καρδία του, ὥστε ὁ Κύριος νὰ βρεῖ τρόπο καὶ τόπο καὶ νὰ σκηνώσει ἐντός του.
Ταπεινὰ εὐχόμαστε, οἱ προστάτες Ἅγιοι τῆς Μονῆς, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος, νὰ χαρίζουν στὴν ἀδελφότητα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται, βεβαίαν πίστη, ὥστε νὰ δίνουμε μία ζωντανὴ μαρτυρία Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἐν Χριστῷ μαρτυρία βιώνεται ποικιλοτρόπως: Βιώνεται ὡς ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀσθένειες, ὡς ἀγώνας σκληρὸς πρὸς τὰ πάθη ποὺ μᾶς πολεμοῦν, ὡς αὐτοθυσία, ὡς ἀπάρνηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὡς ἀκλόνητη ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, ἔργῳ καὶ λόγῳ.
Πανηγυρίζει την 6η Δεκεμβρίου
και του Αγίου Πνεύματος
Καθηγουμένη Ιουστίνη Μοναχή