Εκτός, όμως, από το πολύμορφο θηρίο του εβραϊκού Γνωστικισμού, στην ρωμαϊκή εποχή εμφανίζονται και άλλες παραθρησκευτικές ομάδες, που συνδυάζουν φιλοσοφία και αποκρυφισμό. Αρχικά, εμφανίζεται ο νεοπυθαγορισμός, από τον Ρωμαίο φιλόσοφο Νιγίδιο Φίγουλο (Nigidius Figulus), που ζει τον 1ο αι. π.Χ.
Οι νεοπυθαγόρειοι χρησιμοποιούσαν την πλατωνική και πυθαγόρεια φιλοσοφία στην θεωρία, αλλά στην πράξη ασχολούνταν με την ανατολική μαγεία και ειδικότερα με νεκρομαντείες, με υπνωτιστικές ενέργειες και με προσκλήσεις ψυχών, μέσω των οποίων υποτίθεται ότι αναζητούσαν την θέληση των θεών. Γνωστός νεοπυθαγόρειος μάγος ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανεύς.
Κατά τον 2ο αι. μ.Χ. ο νεοπυθαγορισμός συνδέεται με τον μεσοπλατωνισμό και τον Γνωστικισμό, από τον φιλόσοφο Νουμήνιο, που ζει στην Απάμεια της Συρίας. Και η σύγχυση φιλοσοφικών και αποκρυφιστικών ρευμάτων ολοκληρώνεται τον 3ο αι. μ.Χ., όταν εμφανίζονται δύο νέες θρησκευτικές τάσεις, ο ερμητισμός και ο νεοπλατωνισμός.
Ο νεοπλατωνισμός είναι η τελική φάση της παρακμής της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας. Θεμελιωτής του είναι ο ελληνομαθής Αιγύπτιος φιλόσοφος Πλωτίνος, που είχε διαδόχους του τον Φοίνικα Πορφύριο, που έγραψε το έργο «Κατά Χριστιανῶν λόγοι», και τον Σύριο Ιάμβλιχο, ο οποίος ήταν οπαδός της θεουργίας, δηλαδή της τελετουργικής μαγείας των αρχαίων Αιγυπτίων.
Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι ήταν φανατικοί εχθροί του Χριστιανισμού. Είχαν ταυτίσει την ελληνική φιλοσοφία με την δαιμονολατρεία και πρακτικά δεν διέφεραν από τα σημερινά μέντιουμ. Οπαδός του νεοπλατωνισμού ήταν και ο παρανοϊκός αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος ήταν ένας μορφωμένος σατανιστής.
Αποφασιστικό πλήγμα στον νεοπλατωνισμό έδωσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος τον 6ο αιώνα δίνει εντολή να κλείσει η νεοπλατωνική Ακαδημία της Αθήνας, η οποία δεν είχε καμία σχέση πρακτικά με την αρχαία πλατωνική Ακαδημία, αλλά είχε καταντήσει σχολή που δίδασκε μαγεία και αστρολογία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ιστορικού-αρχαιολόγου Διόδωρου Ράμμου «Από την Συναγωγή στην Μασονία, Ελληνική φιλοσοφία και εβραϊκός Γνωστικισμός».