Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ
Ἡ κατὰ τὸ πρόσφατο παρελθὸν θεωρηθεῖσα ὡς ἁγία Ἀρίστη καὶ καθιερωθεῖσα νὰ ἑορτάζεται στὶς 20 Ὀκτωβρίου, εἶναι ἡ ἀναφερόμενη στὰ Μαρτύρια καὶ συναξάρια τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου, ποὺ ἑορτάζει στὶς 20 Ὀκτωβρίου. Ἡ διάκονος (διακόνισσα) Ἀρίστη, σύμφωνα μὲ τὶς ἀναφορὲς τῶν ἐν λόγῳ ἁγιολογικῶν πηγῶν, ποὺ προφανῶς διακονοῦσε στὴ μεγαλούπολη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ὅπου καὶ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀρτέμιος, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωσή του, ζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ποὺ τὸν θανάτωσε, δηλαδὴ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361-363), τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ κήδευσε μὲ τὴν πρέπουσα τιμή, ἀπέθεσε σὲ γλωσσόκομο (λάρνακα) καὶ τὸ ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη, σκοπεύοντας νὰ ἀνεγείρει ἐκεῖ ναὸ πρὸς τιμή του. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, τὸ τίμιο τοῦτο λείψανο κατατέθηκε στὸν ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὴν Ὀξεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἑορταζόταν ἐφεξῆς ἡ σύναξή του.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἀρχαιότερο Μαρτύριο (BHG 169y) τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου ἀναφέρεται στὴν ἐνάρετη πολιτεία τῆς διακόνου Ἀρίστης («Οὗ (ἁγίου Ἀρτεμίου) τὸ μακάριον καὶ ἅγιον σῶμα ἐξῃτήσατο παρὰ τοῦ βασιλέως Ἰουλιανοῦ γυνή τις εὐσεβὴς καὶ φοβουμένη τὸν Θεόν, Ἀρίστη διάκονος…»), ἀλλὰ δὲν εἶναι γνωστὸ κατὰ πόσον ἔχει ποτὲ ἐνταχθεῖ στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Προφανῶς ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς αὐτὲς στὸ πρόσωπο τῆς διακόνου Ἀρίστης ἀφορμώμενος κάποιος ἄγνωστος τὴ θεώρησε αὐθαίρετα ὡς ἁγία, ὅπως καὶ αὐθαίρετα καθόρισε τὴν ἡμέρα μνήμης της ὡς τὴν εἰκοστὴ Ὀκτωβρίου, κατὰ τὴν ὁποία τιμᾶται ὁ μεγαλομάρτυς Ἀρτέμιος, τοῦ ὁποίου, ὅπως εἴδαμε, κήδευσε καὶ ἀνακόμισε τὸ ἰερὸ λείψανο.
Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, καθόσο γνωρίζουμε, ὑπῆρξε καὶ μία ἄλλη πρόταση γιὰ τὸν ἐορτασμὸ ὅσων φέρουν τὸ ὄνομα Ἀρίστη, μέσῳ τῆς ἀναγωγικῆς θεώρησης τοῦ ζητήματος. Ἡ Θεοτόκος δικαίως θεωρεῖται ὡς ἡ ἀρίστη τῶν γυναικῶν, καὶ ἔτσι εἶναι δυνατὸς ὁ ἑορτασμὸς τῶν φερωνύμων γυναικῶν κατὰ μία ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου.
Περαιτέρω, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἑορτασμοῦ τῶν γυναικῶν μὲ τὸ ὄνομα Ἀρίστη καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα μνήμης κάποιου ἁγίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ παραπλήσιο ἑτυμολογικὰ ὄνομα, δηλαδὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀριστίων ἢ Ἀρίστων. Καὶ ὑπάρχουν τέτοιοι ἅγιοι, δηλαδὴ ποὺ φέρουν τὰ ὀνόματα αὐτά. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια σύντομα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἁγίους μὲ τὰ ὀνόματα αὐτά.
1. Ἀριστίων. Ἀποστολικὸς ἄνδρας στὴν Κύπρο. Ἔζησε κατὰ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό του γίνεται στὸ κυπριακὸ ἁγιολογικό ἔργο τοῦ 5ου αἰώνα, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου». Ἐκεῖ ἀναγράφεται ὅτι ἦταν ὑπηρέτης σὲ εἰδωλoλατρικὸ ναὸ στὸν Κρομμυακίτη (σήμ. Κορμακίτη) τῆς Κύπρου μαζὶ μὲ τὸν Τίμωνα, ὅπου καὶ τοὺς συνάντησαν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος κατὰ τὴ δεύτερη ἔλευση καὶ ἱεραποστολική τους πορεία στὴ νῆσο (περὶ τὸ ἔτος 49). Ἐπειδὴ ὁ Βαρνάβας θεράπευσε θαυματουργικὰ τὸν ἀσθενὴ τότε Τίμωνα, ὁ Ἀριστίων —ὅπως καὶ ὁ Τίμων— πίστευσε στὸν Χριστὸ καὶ ἀργότερα ἔγινε ἀκόλουθος τοῦ Μάρκου στὶς ἀποστολικές του περιοδεῖες στὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τιμῆς Πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων.
Βιβλιογραφία: «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου» (BHG 225), στό: R. A. Lipsius et M. Bonnet, Acta Apostolorum Apocrypha, Pars Alterius, Vol. I (Appendix), σ. 297 (§14) κ. ἑξ.
2. Ἀριστίων. Ἐπίσκοπος τῆς Μικρᾶς Ἀλεξανδρείας καὶ ἱερομάρτυς (154-167). Ὁ ἅγιος Ἀριστίων ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα καὶ ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πόλης Μικρᾶς Ἀλεξανδρείας στὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (ἀρχαία Ἰσσός, γνωστὴ σήμερα ὡς Ἀλεξανδρέττα). Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μὲ παρρησία, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλης του καὶ καταδικάσθηκε στὸν διὰ πυρὸς θάνατο. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 3 Σεπτεμβρίου.
Βιβλιογραφία: Μακάριος Σιμωνοπετρίτης, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 1, (ἐκδ.) Ἴνδικτος, Ἀθῆναι ²2011, σ. 84.
3. Ἀρίστων. Ὅσιος στὴν Κύπρῳ. Ἄγνωστα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο του, καθὼς ἐλλείπουν ἀναφορὲς στὸ πρόσωπό του στὶς ποικίλες γνωστὲς ἀγιολογικές πηγές. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἔζησε κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ πάντως πρὶν ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα, ὁπόταν χρονολογεῖται ἡ πρωιμότερη γνωστὴ τοιχογραφία του. Εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἀνήκει στὴν ὁμάδα τῶν τριακοσίων ὁσίων, οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στὴν Κύπρο ἀπὸ ἄλλες παραμεσόγειες χῶρες (Συρία, Παλαιστίνη, κ.ἀ.) καὶ τελειώθηκαν ἀσκητικὰ σ᾽ αὐτή. Mᾶς εἶναι γνωστὸς ἀπὸ δύο βυζαντινὲς τοιχογραφίες του στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Σωζομένου τῆς Ποταμιᾶς, κοντὰ στὴ Λευκωσία. Ἡ μία, ἡ ἀρχαιότερη, ποὺ χρονολογεῖται στὸν 10ο αἰώνα, ἀποκολλήθηκε πρόσφατα μαζὶ μὲ ἄλλες ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο γιὰ προστασία καὶ βρίσκεται σήμερα στὸ Μουσεῖο Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ´ στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή, στὴ Λευκωσία. Ἡ ἄλλη βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἀνωτέρω σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Σωζομένου (βλ. Εἰκ. 1), καὶ χρονολογεῖται περίπου στὸν 13ο αἰώνα. Εἶναι πιθανὸν καὶ εὔλογο ὁ ὅσιος τοῦτος Ἀρίστων νὰ ὑπῆρξε συνασκητὴς τοῦ ἐν λόγῳ ὁσίου Σωζομένου, ἀφοῦ καὶ στὶς δύο ἀνωτέρω τοιχογραφίες ἀπεικονίζονται μαζί, καθὼς καὶ μὲ ἄλλους τιμώμενους στὴν Κύπρο ὀσίους. Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τιμῆς Πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων.
Βιβλιογραφία: Andreas and Judith Stylianou, The painted Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine art, A.G.Leventis Foundation, Nicosia ²1997, σσ. 512-513.
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ ποικίλες ἁγιολογικὲς πηγές, καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς νήσου εἶχαν κατὰ τὸν ἴδιο διωγμὸ ὁδηγηθεῖ σιδηροδέσμιοι καὶ ἐγκλεισθεῖ σὲ φυλακὲς στὴ Σαλαμίνα γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς τους πίστης. Ἀπ᾽ αὐτοὺς μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἅγιοι Γελάσιος ἀρχιεπίσκοπος Σαλαμῖνος, Θεόδοτος ἐπίσκοπος Κυρηνείας, Πάππος ἐπίσκοπος Χύτρων καὶ Φιλωνίδης ἐπίσκοπος Κουρίου. Ἑπομένως, ὁ Ἀρίστων δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος μίας τῶν πόλεων τούτων.
Στὶς φυλακὲς τῆς Σαλαμῖνος ἦταν κρατούμενοι κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ὁ ἱερομάρτυς Φιλωνίδης, ἐπίσκοπος Κουρίου, καθὼς καὶ οἱ μάρτυρες Ἀριστοκλῆς πρεσβύτερος, Δημητριανὸς διάκονος καὶ Ἀθανάσιος ἀναγνώστης, οἱ ὁποῖοι στὴ συνέχεια μαρτύρησαν. Νὰ ἐπισημάνουμε ἐδῶ ὅτι, ἐφόσον ἦσαν κρατούμενοι οἱ ἀνωτέρω ἐπίσκοποι στὴ φυλακή, καθὼς καὶ οἱ ἀνωτέρω τρεῖς κληρικοί, σημαίνει ὅτι εἶχε ἤδη ἐφαρμοσθεῖ καὶ τὸ 2ο ἔδικτο (edictum) διωγμοῦ τῶν ἰδίων αὐτοκρατόρων (θέρος 303), ποὺ διέταζε τὴ σύλληψη καὶ φυλάκιση ὅλων τῶν ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν.
Τελικά, ὁ Ἀρίστων ἀπολύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά. Στὴν ἀπορία τοῦ συναξαριογράφου, «οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ῥυσθείς», κρίνοντας ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Θεοδότου ἐπισκόπου Κυρηνείας, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε ὅτι μία πιθανὴ ἐκδοχὴ εἶναι νὰ ἀπολύθηκε τῶν δεσμῶν τὸ ἔτος 313, μὲ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (Edictum Mediolani). Μετὰ λοιπὸν τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὶς φυλακὲς τῆς Σαλαμῖνος, ὁ Ἀρίστων συνέγραψε μᾶλλον ἕνα Μαρτύριο τοῦ ἱερομάρτυρος Φιλωνίδου, ἐπισκόπου Κουρίου, παρὰ κάποιο σύντομο συναξάριό του, καὶ ἴσως καὶ ἕνα τῶν ὡς ἄνω τριῶν μαρτύρων (Ἀριστοκλῆ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ), μὴ σωζόμενα ἢ λανθάνοντα σήμερα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀρύονται τὰ ἐπίτομα συναξάριά τους στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τιμῆς Πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων Ἁγίων.
Βιβλιογραφία: Ἰωακείμ, Φώτιος, Ἀρχιμανδρίτης, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος-5ος αἰ.). Μεταπτυχιακὴ Διπλωματικὴ ἐργασία στὴν εἰδίκευση Πατερικῆς Γραμματείας καὶ Ἁγιολογίας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., μὲ σύμβουλο καθηγητὴ τὸν κ. Συμεὼν Πασχαλίδη [Collecta Academica XXVI], (ἐκδ.) «Ostracon Publishing», Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 157-160.
Στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Παναγίας Ἀμασγοῦ στὸ Μονάγρι Λεμεσοῦ σώζεται τοιχογραφία τοῦ 12ου αἰώνα, ποὺ ἀπεικονίζει ἕνα ἅγιον Ἀρίστωνα ὡς ἐπίσκοπο (βλ. Εἰκ. 2), ὁ ὁποίος ταυτίζεται πιθανώτατα πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπο Ἀρσινόης, καθότι ἀκριβῶς δίπλα ὑπάρχει τοιχογραφία τοῦ ἀνωτέρω ἐπίσης ἐπισκόπου Ἀρσινόης ἁγίου Νίκωνος. Τοῦ ἁγίου Ἀρίστωνος Ἀρσινόης σώζονται περαιτέρω δύο παλαιὲς φορητὲς εἰκόνες του, ἡ μία τοῦ 15ου (βλ. Εἰκ. 3) καὶ ἡ ἄλλη τοῦ 16ου αἰώνα, ἀποκείμενες σήμερα στὸ Μουσεῖο τοῦ ἐπισκοπείου Ἀρσινόης στὸ χωριὸ Περιστερῶνα τῆς Πάφου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 22 Φεβρουαρίου, ὁπόταν καὶ τελεῖται πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία στὸν αὐτόθι καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος.
Βιβλιογραφία: Γιὰ τὴν ἀναφορὰ στὸ Ἐγκώμιον τοῦ ἁγίου Ἀρκαδίου βλ. στό: Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Συγγράμματα, (ἐκδ.) Ι. Μ. Ἁγίου Νεοφύτου, τόμ. Γ´, σ. 310. Γιὰ τὶς εἰκόνες: Andreas and Judith Stylianou, The painted Churches of Cyprus.Treasures of Byzantine Art, A.G.Leventis Fountation, Nicosia ²1997, σ. 273 (τοιχογραφία)· Φούλιας, Ανδρέας-Χατζηχριστοδούλου, Χριστόδουλος, Εκκλησιαστικά μνημεία της Πόλης Χρυσοχούς, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Πάφου/Ἐπισκοπὴ Ἀρσινόης, Λευκωσία 2021, σσ. 20, 22.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Τὰ Μαρτύρια βλ. στὸ ἔργο BHG ἀρ. 169y, 169z, 170-172c. Στὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως (ἔκδοση Delehayé, 152.20-153.3), παραδόξως φέρεται ὡς διάκονος Ἀρίστης, δηλαδὴ ὡς ἄνδρας. Προκρίνεται ὅμως ἡ ἀρχαιότερη μαρτυρία τῶν Μαρτυρίων τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, ὅπου καταγράφεται ὡς γυναίκα διάκονος (διακόνισσα).
2 Ὄχι ὅμως μὲ τὰ παράγωγα ἢ σύνθετα παραπλήσια ὀνόματα ἁγίων, ὅπως Ἀριστάκης, Ἀριστοκλῆς, Ἀριστοκλειανός, Ἀρίσταρχος καὶ Ἀριστείδης.
3 Γιὰ τοὺς ἐφεξῆς ἐν Κύπρῳ ἁγίους ἔχουμε δημοσιεύσει σχετικὰ λήμματα στὴ Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια (ΜΟΧΕ), τόμ. 3, Στρατηγικὲς Ἐκδόσεις Ε.Π.Ε., Ἀθήνα χ. ἡμ. [2012;].