Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Ἐπιπλέον, μοῦ θύμισε τὴν πατρίδα μου, γιατὶ ἔμοιαζε μὲ πρωτινοὺς παλαιοὺς Κυπρίους παπᾶδες, γι’ αὐτὸ καὶ ἤθελα νὰ μείνω κοντά του. Γιὰ ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια εἶχα τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, ὡς φοιτητής, νὰ ζήσω τὴ δική του «κρητικὴ» καλογερικὴ ἐλευθερία καὶ ἱερωσύνη, ποὺ ἦταν μιὰ συνεχὴς ἱκεσία, εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ θυσία πρὸς τὸν ἀδελφό μας χωρὶς δεύτερη σκέψη. Κοντὰ στὸν Γέροντα εἶχα τὴν εὐλογία νὰ μαθητεύσω στὴν καθημερινότητα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ διακονία τῶν λεπρῶν, τῶν πλέον ἀπομονωμένων καὶ ξεχασμένων ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀδελφῶν μας. Μὲ ἄλλες λέξεις, ἔζησα τὴ ζωὴ ἑνὸς δεύτερου ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ, ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος, ὅταν τοῦ τὸ ἔλεγαν, αὐτὸς ἀντέλεγε· «Ὄχι, αὐτὸς εἶναι ἅγιος. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἅγιος»! Ἀλλ’ ὅμως, ζώντας κοντά του βίωσα τὸν «κρυφὸ ἅγιο τῶν Ἀθηνῶν», ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε γι᾽ αὐτὸν ὁ ὅσιος Πορφύριος.
Σύντομη βιογραφία τοῦ Γέροντος Εὐμενίου
Τὸ 1951, κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σωφρόνιος, καὶ τὸ 1954 κατατάσσεται στὸν στρατό, καθὼς τότε ἡ στρατιωτικὴ θητεία ἦταν ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς μοναχούς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς του θητείας παρουσίασε πυρετό, ποὺ δὲν ὑποχωροῦσε, καὶ εἶχε τὰ πρῶτα συμπτώματα τῆς λέπρας.
Τὸ 1957, μεταφέρθηκε στὸ Λεπροκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὸ 1947 εἶχαν ἤδη ἀνακαλυφθεῖ κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία τῆς λέπρας, ποὺ εἶχε ἔγκαιρα διαγνωσθεῖ στὸν Γέροντα, σὺν τῷ χρόνῳ θεραπεύθηκε. Παρόλο τοῦτο, παρέμεινε στὸ Λεπροκομεῖο, θεραπευμένος πιά, γιὰ νὰ διακονεῖ τοὺς λεπρούς.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ὁσίου Νικηφόρου στὸ Λεπροκομεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου πρὸς τὸν ἴδιο, ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος ἔκανε Γέροντά του τὸν Ὅσιο καὶ βοηθήθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ αὐτόν, καθότι τότε ἦταν ἀκόμη νέος καὶ ἄπειρος. Καθὼς περνοῦσε ὁ καιρός, ἡ ἁγιασμένη βιοτὴ τῶν δύο αὐτῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ φτάνει στ’ αὐτιὰ πολλῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων πού, ὅταν ἐπισκέπτονταν τοὺς λεπρούς, ἐπιδίωκαν νὰ συναντηθοῦν καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἁγίους γιὰ ψυχική τους ὠφέλεια.
Μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τὸ 1964, ὁ Γέροντας Εὐμένιος συνέχισε, ὡριμότερος πλέον πνευματικά, νὰ διακονεῖ τοὺς λεπροὺς μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 23 Μαΐου 1999.
«Κύπριε, Κύπριε, ἔλα ἐδῶ πίσω»
Ὁπόταν, μιὰ μέρα πάω καὶ τὸν βρίσκω καὶ τοῦ λέω· «Γέροντα, ἐξομολογεῖς»; «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ναί», μοῦ ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἔνρινη φωνή του. «Γίνεται νά᾿ρθω ἐδῶ κοντά σου νὰ ἐξομολογοῦμαι»; «Ὄχι, δὲν γίνεται. Ἐγὼ εἶμαι Πνευματικὸς μόνο γιὰ τοὺς λεπρούς. Δὲν ἐξομολογῶ ὑγιεῖς». «Γιατί τὸ λέτε αὐτό; Γιὰ νὰ λυπηθῶ ποὺ εἶμαι ὑγιής»; «Ὄχι, νὰ μὴν λυπᾶσαι, ἡ ὑγεία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ μένεις στὰ Ἰλίσια, ἔχει καλοὺς Πνευματικούς. Νὰ πηγαίνεις ἐκεῖ». «Δὲν λέω ὄχι, ἀλλὰ κάτι μοῦ λέει ὅτι θὰ ταιριάξω πιὸ πολὺ μαζί σου». «Ὄχι, παιδί μου, δὲν γίνεται. Ὁ Ἐπίσκοπός μου, μοῦ εἶπε μόνο ἐδῶ στὸ λεπροκομεῖο νὰ ἐξομολογῶ. Δὲν ἐξομολογῶ κανέναν ἐκτὸς λεπροκομείου». Πραγματικά, ἐκείνη τὴν ὥρα λυπήθηκα, διότι ἀντιλήφθηκα τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶδα καὶ τὴν ἐπιμονή του.
Ἔτσι, λυπημένος στράφηκα πρὸς τὴν πόρτα νὰ φύγω καὶ προτοῦ ἐξέλθω τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων μοῦ φωνάζει, «Ἔ!… Κύπριε, Κύπριε, ἔλα ἐδῶ πίσω». Γυρνάω καὶ μοῦ λέει· «Πότε θὲς νὰ ᾿ρθεῖς»; «Τώρα», τοῦ λέω! «Ὄχι τώρα. Αὔριο. Ἡ ὥρα ἕντεκα νὰ εἶσαι ἐδῶ». «Νὰ εἶναι εὐλογημένο», εἶπα, κι ἔφυγα.
«Σὲ εἶδα νὰ φορᾶς ρᾶσα»
«Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι θὰ γίνεις ἱερομόναχος». «Πῶς τὸ ἤξερες, Γέροντα»; «Θυμᾶσαι, ὅταν σοῦ εἶπα τὴν πρώτη φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε, νὰ μὴν ἔλθεις κοντά μου κι ἔφυγες λυπημένος»! «Θυμᾶμαι. Πῶς»! «Ἔ!, ἐκείνη τὴν ὥρα, μόλις στράφηκες λυπημένος πρὸς τὴν πόρτα, ἐγὼ σὲ εἶδανὰφορᾶς ρᾶσα. Καὶ ἄκουσα μέσα μου·
Αὐτὸ τὸ παιδί, πρέπει νὰ τὸ κρατήσεις. Θὰ γίνει ἱερομόναχος κάποτε καὶ θὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία καὶ πρέπει καὶ ἐσεῖς νὰ τὸ βοηθήσετε τώρα». Μένοντας ἄναυδος, τοῦ λέω· «Καλά, γιατί δὲν μοῦ τὸ εἶπες; Ἐρχόμουν ἐδῶ, σοῦ ἔλεγα, Γέροντα, θέλω νὰ καλογερέψω. Ποῦ νὰ πάω; Νὰ γίνω ἱερομόναχος, νὰ μείνω ἁπλὸς καλόγερος; Γιατί δὲν μοῦ τὸ εἶπες, καὶ μὲ ἄφησες νὰ κάνω μετάνοιες, νὰ κάνω προσευχές, νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ φανερώσει τὸ θέλημά Του στὴ ζωή μου»; Καὶ μὲ ἀφοπλιστικὸ ὕφος μοῦ λέει· «Αὐτὸ δὲν ἔχει λεβεντιά, νὰ σοῦ ἀποκαλύπτουμε ὅλοι διάφορα πράγματα γιὰ τὸ μέλλον!
Μὴ βλέπεις μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες ποὺ σοῦ λένε. Ἐγὼ δὲν λέω εὔκολα. Ἐγὼ προτιμάω, Ὅμηρε, νὰ κάνω προσευχὴ νὰ σοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς στὴν καρδία σου τὸ θέλημά Του. Αὐτὸ ἔχει πιὸ πολλὴ ἀξία, πιὸ πολλὴ λεβεντιά. Ἐσὺ μόνον νὰ καθαρίζεις τὴν καρδιά σου, κι ἐμεῖς θὰ φροντίζουμε νὰ στέλνουμε τὴν πληροφορία τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά σου, παιδί μου. Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ τώρα καὶ ἀργότερα, ποὺ θὰ μεγαλώσεις».
«Ἕνα πράγμα δὲν μπορεῖ νὰ κάμει ὁ Θεός: Δὲν μπορεῖ νὰ παραβιάσει τὸ θέλημα κανενὸς»
«Ἅμα δὲν ὀχυρωθεῖς μὲ τὴν ταπείνωση, ὅλα εἶναι ἕνα τίποτα»
Ἔτσι λοιπὸν σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις μου στὸν Γέροντα Εὐμένιο, μοῦ κάνει τὴν ἑξῆς ἀπρόβλεπτη ἐρώτηση, ξαφνιάζοντάς με λίγο· «Ποιά βιβλία σοῦ εἶπε νὰ διαβάζεις ὁ πατὴρ Συμεών»; Τοῦ εἶπα μερικοὺς τίτλους καὶ μοῦ λέει· «Νὰ διαβάζεις τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Θὰ μάθεις ὡραία ἑλληνικά. Αὐτός, ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία». «Γέροντα, μοῦ ἀρέσει πολὺ νὰ διαβάζω τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο», τοῦ λέω. «Ἔ!, καλὸς εἶναι. Εἶναι ὁ καλύτερος αὐτός, ἀλλὰ τώρα, δὲν χρειάζεται ἐκεῖ ποὺ εἶσαι. Ἀργότερα, ἀργότερα τὸν ἅγιο Ἰσαάκ… Λίγο νὰ διαβάζεις, ἔτσι νὰ παίρνεις μιὰ γεύση». «Ἐσὺ τὸν διάβασες, Γέροντα»; «Ἐμεῖς στὴν ἐποχή μας, παιδί μου, δὲν εἴχαμε πολλὰ πατερικὰ βιβλία, ὅπως σήμερα. Αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν οἱ πιὸ πολλοὶ τῆς δικῆς σας ἡλικίας. Τότε δὲν τὰ ἐξέδιδαν, οὔτε ἡ Ἐκκλησία, οὔτε τὰ βιβλιοπωλεῖα». «Τί διαβάζατε τότε»; τοῦ λέω. «Διαβάζαμε Ψαλτήρι (τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ). Διαβάζαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διαβάζαμε Ἀκολουθίες. Κάναμε τὴν εὐχή, διαβάζαμε καὶ τὰ ὑπομνήματα τοῦ Τρεμπέλα καὶ ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἐδῶ στὸ Λεπροκομεῖο εἴχαμε καὶ τὸν Εὐεργετινό, ποὺ ἔφερε ὁ πατὴρ Νικηφόρος. Ἄλλα πατερικὰ δὲν εἴχαμε. Μετὰ ἐκδόθηκε τὸ βιβλίο Ἀσκητικὰ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου. Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό! Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό! Μά, τί βιβλίο ἦταν αὐτό…». Κι εἶπε αὐτὴ τὴ φράση μὲ πολλὴ χαρά, τουλάχιστον δέκα φορές! «Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἀπὸ τὴ χαρά μου, οὔτε ἔτρωγα, οὔτε κοιμήθηκα»! «Καλά, Γέροντα, τί σοῦ ἄρεσε τόσο πολὺ στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο»; «Ἄκουσε, παιδί μου. Ἄκουσε, καὶ μὴν τὸ λὲς τώρα, ἀργότερα νὰ τὰ πεῖς αὐτά. Ἐγώ, ζοῦσα διάφορα πράγματα ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα παιδί. Ἔβλεπα ὄχι μόνον τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Ἀκόμα καὶ τὴν Κυρά μας, τὴν Παναγιά. Καὶ ἀγγέλους καὶ δαίμονες καὶ νεκροὺς καὶ ἀρετῆς ἀνθρώπους. Ἔβλεπα διάφορα. Δὲν ξέρω γιατί, δὲν ξέρω γιατί, δὲν ξέρω γιατί… Μοῦ ἔλεγαν, ‘‘πρόσεξε μὴν πλανηθεῖς’’. Μοῦ ’λεγε καὶ ὁ Γέροντάς μου ὁ Νικηφόρος· ‘‘Πρόσεξε μὴν πλανηθεῖς, Σωφρόνιε, μὴν ὑπερηφανευθεῖς’’. Μετά, παιδί μου, γιὰ μερικὲς μέρες δαιμονίστηκα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔβλεπα διάφορα. Δὲν τὰ κατάφερα, περηφανεύτηκα, δαιμονίστηκα. Μὲ πήγανε στὴ Μονὴ τοῦ Κουδουμᾶ στὴν Κρήτη καὶ μὲ διάβασαν ἐκεῖ οἱ πατέρες καὶ ἔγινα καλά. Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μου τὸ ἔπαθα αὐτό. Καὶ εἶχα λοιπὸν μέσα μου ἕνα φόβο. Μέχρι σήμερα ἔχω αὐτὸ τὸν φόβο. Νὰ μὴν μὲ ρίξει ξανὰ ὁ πειρασμὸς στὴν ὑπερηφάνεια. Εἶναι πολὺ πικρὴ κατάσταση αὐτή. Δὲν ὑπάρχει κάτι χειρότερο… Ἅμα δὲν ὀχυρωθεῖς μὲ τὴν ταπείνωση, ὅλα εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα τίποτα, ἕνα τίποτα… Καὶ οἱ ἀποκαλύψεις καὶ οἱ προσευχὲς καὶ οἱ Λειτουργίες σου εἶναι ἕνα τίποτα χωρὶς τὴν ταπείνωση. Νὰ ζητᾶτε ταπείνωση. Νὰ λέτε· ‘‘Παναγία μου, δὲν εἶμαι ταπεινός. Δὲν τὰ κατάφερα πάλι’’! Εἶναι δεδομένο ὅτι θὰ ἔχομε ἀποτυχίες. Τὸ γιατί καὶ οἱ ἐνοχές, εἶναι διπλὸς σατανᾶς. Καταλάβατε; Ὅταν ζητοῦμε νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς ταπείνωση, εἶναι ὡς νὰ Τοῦ λέμε· ‘‘Χριστέ μου, ἐγὼ ἔχω αὐτὸ τὸ χάλι, τὸ ἐγωιστικό. Σὲ παρακαλῶ, στεῖλε μου Ἐσύ, μὲ τὴ σοφία, τὴν πανσοφία ποὺ ἔχεις, ἀφορμὲς ταπεινώσεως’’! Ὁ Θεὸς ξέρει. Μὴ γυρεύουμε ἐμεῖς νὰ μεταμορφώσουμε τὴν ταπείνωση σὲ ὑποκρισία, σὲ φαρισαϊσμό. Καταλάβατε τί λέω; Νὰ ἀφήσουμε μὲ ἁπλότητα τὸν Θεὸ νὰ μᾶς στείλει εὐκαιρίες μετανοίας, εὐκαιρίες προσευχῆς, εὐκαιρίες ταπεινώσεως…».
«Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω»
«Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι ὡραῖα δάκρυα»!
«Δηλαδὴ τί ζοῦσες, Γέροντα»; «Τί νὰ σοῦ πῶ», μοῦ λέει. «Γιὰ παράδειγμα, εἶχα ἕνα καιρὸ δάκρυα, πολλὰ δάκρυα, ἀνεξέλεγκτα δάκρυα, πικρὰ δάκρυα, καυστικὰ δάκρυα. Ὄχι μόνο στὴν καρδιά μου. Τὰ δάκρυα ἤτανε καυστικὰ καὶ τὴν καθαρίζανε σιγά-σιγά, ἀλλά, ἀκόμα καὶ στὸ πρόσωπο. Νόμιζα ὅτι δὲν εἶναι δάκρυα, ὅτι εἶναι κανένα φάρμακο, τὸ ὁποῖο καθαρίζει ἐδῶ τὶς παρειές μου, τὸ πρόσωπό μου. Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι καθαρτικά, ἀλλὰ δὲν ἀντέχονται γιὰ πολλὰ χρόνια. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὅτι αὐτὰ τὰ πρῶτα δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι τὰ δάκρυα τὰ καθαρτικά, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπει πολλὰ χρόνια ὁ Θεός, γιατὶ δὲν τὰ ἀντέχει ἡ ἀνθρώπινη φύση περισσότερο ἀπὸ δύο μὲ δυόμιση χρόνια». «Ἐσένα πόσα σοῦ πῆρε», τοῦ λέω; «Δύο χρόνια μοῦ πῆρε. Μετὰ σταματήσανε αὐτά. Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω. Τώρα κλαίω ὅποτε θέλω». «Ὅποτε θέλεις»; «Ναί! Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι ὡραῖα δάκρυα, εἶναι ὡραῖα δάκρυα, εἶναι εὐφραντικά, εἶναι βιταμινοῦχα. Καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ὅλα καθαρίζουνε, ὅλα καθαρίζουνε μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα πλέον εἶναι φωτιστικά». Τοῦ λέω, «τὸ λέει καὶ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ»; «Φαίνεται δὲν διάβασες καλά, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξέρεις»; Καὶ λέω, κοίτα τί ἄνθρωποι ζούσανε δίπλα μας! Μέσα στὴν Ἀθήνα. Οἱ ὁποῖοι, ζούσανε τί; Τὴν ἀσκητικὴ τοῦ ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου. Πρῶτα τὰ ἔζησε καὶ μετὰ τὰ διάβασε. Ἐμεῖς τὰ διαβάζουμε, τὰ ξαναδιαβάζουμε, τὰ λέμε καὶ τὰ ξαναλέμε χωρὶς νὰ τὰ ζοῦμε. Θυμᾶμαι, ποὺ μοῦ εἶπε καὶ ἡ Γερόντισσα τῆς Σουρωτῆς, ἡ Φιλοθέη, μιὰ φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ γράφει καὶ ἐκδίδει συνεχῶς βιβλία γιὰ τὸν Γέροντά της, τὸν ἅγιο Παΐσιο· «Ἄχ, Δεσπότη μου, διάβασα ἕνα κείμενό σου γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο καὶ μοῦ ἄρεσε πολύ». Κι ἀφοῦ μὲ παίνεψε, μοῦ λέει στὸ τέλος· «Αὐτοὶ ζήσανε τὴν πνευματικὴ ζωή, ἅγιε Μόρφου, ἐμεῖς μόνο γράφουμε καὶ μιλοῦμε γι᾽ αὐτήν»!
Ἡ κατάκριση
Θυμᾶμαι, πήγαμε στὸ Λονδίνο γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ὅσιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ. Ἐγώ, σπουδαγμένος δικηγόρος, ἤμουν πάντα ἕτοιμος νὰ κρίνω τὰ πάντα, νὰ ψηλαφήσω τὰ πάντα. Ἔβλεπα τὸ Λονδίνο. Καταχνιά. Ἔλεγα: «Παναγία μου, αὐτὸ τὸ Λονδίνο, ὅλο ὁμίχλη. Πῶς ἦλθαν ἐδῶ οἱ Κύπριοι νὰ ζήσουν; Καταχνιά, καλέ». «Ὡραῖο τὸ Λονδίνο, ὡραῖο τὸ Λονδίνο, ὡραῖο τὸ Λονδίνο», ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ποῦ νὰ τολμήσω ἐγὼ νὰ ξαναπῶ ὅτι ἔχει καταχνιά. «Ψυχροί, αὐτοὶ οἱ Ἐγγλέζοι ποὺ εἶναι, ρὲ Γέροντα, ψυχροί! Τοὺς ἐπηρέασε τὸ κλίμα». «Ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι, ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι, ὡραῖοι οἱ Ἐγγλέζοι. Τί ὡραῖοι ποὺ εἶναι οἱ Ἐγγλέζοι! Μ᾿ ἀρέσει νὰ εἶμαι στὴν Ἀγγλία. Τί ὡραία ποὺ εἶναι ἡ Ἀγγλία». Ποῦ τολμοῦσα νὰ πῶ ξανὰ γιὰ τοὺς Ἐγγλέζους;
«Τὶ ὡραῖος ὁ καύσωνας, Χριστέ μου»!
«Ἅγιο θὰ τὸν κάνει ὁ Θεὸς ὅταν πεθάνει»
Ἐπίσης, δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ παινεύουμε τοὺς ζωντανούς. Νὰ λέω, τί καλὸς παπᾶς ποὺ εἶναι ὁ τάδε ἢ ὁ δεῖνα ἱερέας. «Ὄχι, καλὸς εἶναι, ἀλλὰ ὄχι πολὺ καλός», ἔλεγε. Ἐνῶ τοῦ ἄρεσε νὰ βλέπουμε τὰ θετικά, δὲν τοῦ ἄρεσε τὸ παίνεμα. Τὸ θεωροῦσε ἀρχὴ κατάκρισης καὶ ἀπροσεξία. Δηλαδή, ἂν τοῦ ἔλεγες, «ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Πορφύριος», σοῦ θύμωνε. «Καλά. Δὲν εἶπα, Γέροντα, ὅτι εἶναι κακός. Εἶπα ὅτι εἶναι ἅγιος». «Εἶναι ἕνας καλὸς παπᾶς», σοῦ ἔλεγε. «Ἅγιο θὰ τὸν κάνει ὁ Θεὸς ὅταν πεθάνει. Ἐμεῖς, γιατί νὰ μποῦμε στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ νὰ κρίνουμε ὅτι εἶναι ἅγιος»; Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀκρίβεια τοῦ λόγου ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας Εὐμένιος. «Ἅμα συνηθίσεις νὰ κρίνεις τὰ καλά, μετὰ θὰ ἀρχίσεις νὰ λὲς καὶ γιὰ τὰ κακὰ τοῦ ἄλλου». Ἕνα μάθημα τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ἔμαθα ἀκόμα, παρόλο ποὺ εἶχα ἐξομολόγο τέτοιο ἀκατάκριτο Γέροντα.
«Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες αὐτὴ τὴ βρυσομάνα τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»
Πᾶμε, λοιπόν, τὴν Κυριακὴ στὸν ἅγιο Πορφύριο καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη ἁπλότητα ὁ Γέροντας μπῆκε μέσα στὸ κελλί του καὶ τὸν ἐξομολόγησε. Τί εἴπανε δὲν ξέρω. Βγῆκε ἔξω κι εἴδαμε ἕνα Γέρο Εὐμένιο «πυρίμορφο»! Τὸ πρόσωπὀ του ἦταν σὰν τὴ φωτιά. Ἐξέπεμπε τῆς φωτιᾶς τὸ φῶς. Ἔμοιαζε μὲ τὸν Μωυσῆ, ποὺ ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ Ὄρος Σινᾶ κρατώντας τὶς Δέκα Ἐντολές, ἦταν τόσο λαμπερὸ τὸ πρόσωπό του, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τοῦ ἔβαλαν ἕνα μαντήλι μπροστά του γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν βλέπουν, γιατὶ τοὺς τύφλωνε ἡ λάμψη ποὺ ἐξέπεμπε. Ἔτσι αἰσθανθήκαμε βλέποντας τὸν Γέροντα ἐκείνη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα. Τὸ μόνο ποὺ εἶπε, «ἔλα ἐσύ». Πῆγα κοντά του. «Τί χτίζουν ἐδῶ»; Τοῦ λέω, «χτίζουν ἡσυχαστήριο». «Χρήματα θὰ θέλει», μοῦ λέει. Βλέπετε ἁπλότητα. Χτίζει ὁ ἄλλος, τί θέλει; Χρήματα θέλει νὰ χτίσει. Καὶ βάζει τὸ χέρι του, κι ὅσα εἶχε μέσα στὴν τσέπη του, ψιλά, χοντρὰ μοῦ τὰ ἔδωσε. «Πάρ᾿ τα καὶ δός του τα». Καὶ μόλις τὰ πῆγα ἐκεῖ στὸ κρεββατάκι τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, μοῦ λέει: «Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ἔφερες αὐτὴ τὴ βρυσομάνα τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐγὼ νὰ ξεδιψάσω. Καὶ μοῦ εἶπε καὶ κάτι ἄλλα προσωπικά».
Νὰ ζητᾶμε τοῦ Χριστοῦ μεγάλα καὶ ὡραῖα πράγματα
Ἀδελφοί μου, ἀσχοληθεῖτε κι ἐσεῖς μὲ τὰ θέλω σας. Παρακολουθεῖτε τὶς ἐπιθυμίες σας, ὥστε νὰ εἶναι κατὰ Θεόν, ἐνῶ πολεμεῖτε τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ ἐμπαθή σας θελήματα. Μὴ δικαιολογεῖτε τὰ πάθη σας. Πολεμεῖστε τα μὲ τὸ παντοδύναμο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». «Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι. Σκέπε ἡμᾶς. Σῶσον ἡμᾶς». «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Εὐμένιε, βοήθησόν με». Ἔτσι ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος: Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, τὴν ἐπίμονη προσευχή, τὸν συνεπὴ πνευματικὸ ἀγώνα, τὴ μετάνοια, ποὺ ἑλκύουν τὴ σωστικὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Εὐχέτης πρὸς Κύριον
† Ὁ Μόρφου Νεόφυτος