Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Πρὶν ὅμως εἰσέλθουμε στὸ καθαυτὸ θέμα μας, θὰ ἀναφερθοῦμε προοιμιακὰ στὶς τέσσερεις εἰσαγωγικὲς Κυριακὲς τῆς περιόδου τοῦ Τριῳδίου, ποὺ μᾶς ἑτοιμάζουν ἐπαγωγικὰ γιὰ τὸ στάδιο τῆς νηστείας. Καταρχήν, ἡ σημερινὴ Κυριακή, τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας, καὶ εἶναι, ὅπως λέμε στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, δηλαδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ἀπὸ σήμερα μέχρι καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο. Τῆς πιὸ κατανυκτικῆς περιόδου τοῦ ἔτους, ποὺ μὲ τὶς ὡραιότατες Ἀκολουθίες της, τὴ νηστεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ περιλαμβάνει, τὴν ὅλη πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργεῖ, μᾶς προετοιμάζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, ἂν θέλουμε καὶ ἀγωνισθοῦμε, νὰ ἑορτάσουμε ἐξαγνισμένοι τὴν κοσμοσωτήρια Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, θέλοντας νὰ μᾶς ἑτοιμάσει γι᾽ αὐτὸ τὸ «Στάδιον τῶν ἀρετῶν» (ὅπως θὰ ψάλλουμε τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς), ὅρισε σήμερα, ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, νὰ διαβάζεται στὴν Θεία Λειτουργία ἡ παραβολὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς διδάσκει τὴν ἀξία τῶν ἀρετῶν τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ μᾶς παροτρύνει νὰ τὶς ἀσπαστοῦμε καὶ ἐφαρμόσουμε σὰν ὅπλα στὸ στάδιο τῆς ἁγίας αὐτῆς περιόδου. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, νὰ φοβηθοῦμε τὴν καταδίκη ὅσων ὑπέκυψαν στὰ πάθη τῆς κενοδοξίας καὶ κατακρίσεως τῶν ἄλλων, ὥστε πάσῃ δυνάμει νὰ τὰ ἀποφύγουμε. Τὴν ἑπομένη Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει ἐποπτικά, μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, τὰ γνωρίσματα τῆς θεμελιώδους ἀρετῆς τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε, σὰν ὅπλο θεϊκό, στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Κατὰ τὴν ἐφεξῆς Κυριακή, τῆς Ἀπόκρεω, μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περὶ τῆς Τελικῆς Κρίσης, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μνήμη τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας, γιὰ ἀποφυγὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων καὶ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, γιὰ τὴν ὁποία κατεξοχὴν θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος. Τέλος, κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἐπειδὴ δὲν φύλαξαν τὴν ἐντολὴ τῆς νηστείας, ὅπως παρακάτω θὰ ἐξηγήσουμε, ἡ Ἐκκλησία μᾶς παροτρύνει στὴν ἄσκηση τῆς ψυχωφελοῦς νηστείας, ποὺ ἀρχίζει κατὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, Δευτέρα τῆς Καθαρᾶς ἑβδομάδας. Ἔτσι, ὅπως θεόπνευστα οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἰσάγουν σταδιακὰ ἀπὸ τὴν κατάλυση στὴν αὐστηρὴ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μὲ τὴν ἀρχικὴ περικοπὴ τοῦ κρέατος, ἔτσι καὶ πνευματικὰ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὶς ἀρετές, ποὺ πρέπει νὰ ἀσκοῦμε μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ νηστεία.
Ἡ νηστεία, πρέπει νὰ ποῦμε ἐξαρχῆς, πὼς ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης, τῆς προσπάθειας δηλαδὴ ἐκείνης, ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ πιστοί, πάντοτε στὰ ὅρια καὶ τὸ μέτρο ποὺ καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν. Ἡ ἄσκηση βεβαίως δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, ἀλλ᾽ εἶναι ἀπαραίτητη στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, καθὼς ἀποτελεῖ ἀγώνα συννέκρωσης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ συνανάστασης μαζί Του. Ἔτσι, δὲν νοεῖται χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς ἄσκηση. Ἡ ἀποκοπὴ δυστυχῶς πολλῶν χριστιανῶν σήμερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικές μας ρίζες, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ τρόπου ζωῆς τοὺς κάνουν νὰ ὑποτιμοῦν, συχνὰ καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας στὴ σημερινὴ «καταναλωτικὴ» κοινωνία. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι νηστεύουμε, συχνὰ τὸ κάνουμε τελείως συμβατικά, χωρὶς νὰ συναισθανόμαστε τὴν πνευματικὴ σημασία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νηστείας.
Ἡ νηστεία καταρχάς, δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπων, λόγου χάρη τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ ἐντολὴ Θεοῦ, ἡ πρώτη καὶ ἀρχαιότερη ἐντολή, «συνομήλικη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καθὼς νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο», ὅπως σοφὰ ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Διότι ἡ ἀπαγορευτικὴ ἐντολή, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς Πρωτοπλάστους νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ «τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν», ἀπὸ τὸ δένδρο δηλ. τῆς γνώσεως, εἶναι ἀκριβῶς ἐντολὴ νηστείας· καθότι, ἡ λέξη νηστεία παράγεται ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ μόριο νὴ (=ὄχι) καὶ τὸ ρῆμα ἐσθίω (=τρώγω), δηλαδὴ νὴ – ἐσθίω, δὲν τρώγω. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «οὐ φάγεσθε». Κι ἐπειδὴ δὲν τήρησαν οἱ Πρωτόπλαστοι τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς νηστείας, ποὺ συνιστοῦσε μία δοκιμασία τῆς ἐλεύθερης βούλησής τους στὴν ἐπιλογὴ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ (ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάσθηκε ἄτρεπτος πρὸς τὸ κακό), ἐξορισθήκαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, παραμονὴ τῆς εἰσόδου στὴ μεγαλύτερη καὶ αὐστηρότερη περίοδο νηστείας, τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, νὰ γίνεται μνήμη τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὥστε νὰ μᾶς παρακινήσει μὲ τὴ νηστεία νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε σ᾽ αὐτόν.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι διάσπαρτη ἀπὸ ἀναφορὲς στὴ νηστεία, στὴν ὁποία ὑποβάλλονταν οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες, σύμφωνα μὲ σχετικὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Οἱ Προφῆτες μάλιστα, ὅπως ὁ Ἡσαΐας, ὑπογραμμίζουν τὴν ἀξία τῆς εὐπρόσδεκτης στὸν Θεὸ νηστείας καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ ἐξαλείφει ἁμαρτίες. Στὴ νηστεία ἀναφέρεται συχνὰ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς καὶ ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Χριστός μας, στὴν κλασικὴ περὶ νηστείας διδασκαλία του στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του (Ματθ. 6, 16-18), γιὰ παράδειγμα, μᾶς ἐκθέτει τὰ γνωρίσματα τῆς θεάρεστης νηστείας: ἀπορρίπτει τὴν ὑποκριτική της ἐξάσκηση καὶ ὑποδεικνύει πὼς πρέπει νὰ νηστεύουμε μὲ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια, μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι μὲ πνεῦμα ἐπίδειξης πρὸς τοὺς ἄλλους. Καί, ὅσα δίδαξε μὲ τὸν λόγο Του, ἐπισφράγισε μὲ τὸ πανάγιο παράδειγμά Του, «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα», πρὶν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καθὼς καὶ ἄλλες φορές. Μὲ βάση λοιπὸν τὴ διδασκαλία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἶπε, «καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾽ αὐτῶν ὁ Νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν» οἱ μαθητές Του (δηλαδὴ ἀφοῦ σταυρωθεῖ, ἀναστηθεῖ καὶ ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανοὺς ὁ Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας Χριστός, τότε θὰ πρέπει νὰ νηστεύουν οἱ μαθητές Του), ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἡμέρες καὶ περιόδους νηστείας γιὰ τοὺς Χριστιανούς, καθορίζοντας τὸν σκοπό της καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσκεῖται. Ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο διαμορφώθηκαν ἀπὸ ἀρχαίους χρόνους οἱ ἐκκλησιαστικὲς νηστεῖες ὑπῆρξαν οἱ μεγάλοι σταθμοὶ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας (Χριστούγεννα-Θεοφάνεια, Σταύρωση-Ἀνάσταση), καθὼς καὶ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἡμέρα μαρτυρικῆς τελείωσης τῶν Πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων.
Πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν «παθοκτόνο» καὶ «φάρμακον παθῶν καθαρτήριον». Ἡ νηστεία, ἀκόμη, διακρίνεται σὲ σωματικὴ καὶ πνευματική. Ἡ μὲν σωματικὴ συνίσταται στὴν ἀποχὴ ὁρισμένων τροφῶν, τῶν ἀρτυσίμων, ὥστε νὰ περισταλοῦν οἱ ψυχοφθόρες ὁρμὲς καὶ νὰ ταπεινωθεῖ τὸ σῶμα μας. Καὶ πνευματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῆς ψυχῆς, τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ποὺ συνίσταται στὴν καταπολέμηση τῶν ψυχικῶν παθῶν καὶ ἀποξένωσή τους. Σ᾽ αὐτὸ συνίσταται ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὅπως ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος: «Νηστεία γὰρ ἀληθής, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Καί, ἀποξένωση ἀπὸ τὰ πάθη, σημαίνει ἀγώνας συνειδητὸς γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις καὶ ἐκφάνσεις της, μὲ λόγο, ἔργο καὶ κατὰ διάνοια.
Καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ εἶναι καλὸ νὰ ἀναφέρουμε, εἶναι ἡ διαβάθμιση τῶν ἀρτυσίμων τροφῶν, ὅπως τὴν καθιέρωσε ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Πλέον ἀρτύσιμα καὶ στὴν πρώτη κατηγορία τάσσονται τὰ κρεατικὰ ὅλων τῶν εἰδῶν (καὶ τὸ κοτόπουλλο), ποὺ τὰ τρῶμε ὅταν εἶναι ἡμέρα/περίοδος κατάλυσης πάντων. Μετὰ ἔρχονται τὰ γαλακτοκομικὰ προϊόντα, ποὺ τὰ τρῶμε καὶ σὲ κατάλυση πάντων, ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν τρῶμε κρέας (ἡ λεγόμενη λευκὴ νηστεία, ὅπως τὴν ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς). Στὴν τρίτη κατηγορία εἶναι τὸ ψάρι· ἰχθυοφαγία ἐπιτρέπεται καὶ στὶς πιὸ πάνω περιπτώσεις ποὺ ἀναφέραμε, ἀλλὰ καὶ ὅταν συμπέσουν Θεομητορικὲς ἑορτὲς Τετάρτη καὶ Παρασκευή, καθὼς καὶ τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς καὶ τὴν Τετάρτη τῆς ἀπόδοσης τοῦ Πάσχα. Στὴν τέταρτη κατηγορία ἐντάσσεται ἡ κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου. Στὴν ἴδια κατηγορία ἀνήκουν τὰ μαλάκια καὶ τὰ ὀστρακόδερμα (δηλ. καλαμάρια, σουπιές, χταπόδι, σαλιγκάρια, στρύδια καὶ μύδια, ταραμᾶς, κ.λπ.). Στὴν πέμπτη κατηγορία ἀνήκουν τὰ φροῦτα καὶ χορταρικά, τὰ ὄσπρια, καὶ γενικὰ τὸ ἀλάδωτο φαγητό.
Εἶναι σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ νὰ τονίσουμε, ὅτι τὸ θέμα τῆς νηστείας ἀποτελεῖ μέρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ πρέπει, σὲ περίπτωση δυσκολίας ἑνὸς πιστοῦ νὰ τηρήσει τὴν ἀκρίβεια (π.χ. λόγῳ ἀσθένειας, σκληρῆς ἐργασίας, κ.λπ.), νὰ τὸ θέτει ὑπόψη τοῦ Πνευματικοῦ του πατέρα, κι ἐκεῖνος μὲ διάκριση νὰ οἰκονομεῖ ἀνάλογα τὴν κάθε περίπτωση. Κι ἔτσι, ἡ ὅποια παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τῆς νηστείας θὰ γίνεται μὲ εὐλογία καὶ ὁ πιστὸς θὰ δέχεται καὶ πάλιν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι στόχος μας, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν εἶναι νὰ γίνουμε σωματοκτόνοι (νὰ σκοτώσουμε δηλ. τὸν ἑαυτό μας μὲ μία ὑπέρμετρη, πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, νηστεία), ἀλλὰ παθοκτόνοι. Καὶ τὰ πάθη συχνὰ νεκρώνονται μὲ μία ἐπώδυνη ἀσθένεια, ποὺ μπορεῖ ἡ πατρικὴ πρόνοια καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιτρέψει, κάτι ποὺ ἀναπληρώνει τὸ ἔργο τῆς νηστείας.
Καί, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὴν ἐπεικείμενη νηστεία, ποὺ ἦταν ἀφορμὴ νὰ ἀσχοληθοῦμε σήμερα εὐρύτερα μὲ τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας, ποῦ τελικὰ αὐτὴ ἀποσκοπεῖ; Μαζὶ μὲ τὴν ψυχική μας ὠφέλεια, νὰ μᾶς προετοιμάσει, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς κατανυκτικὲς καὶ ὡραιότατες Ἀκολουθίες τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, γιὰ ἐπάξια συμμετοχή μας στὰ Πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Εὐλογημένοι ὅσοι ἀναλάβουν, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μας, τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς νηστείας καὶ νηστεύσουν θεάρεστα, σωματικὰ καὶ πνευματικά. Αὐτοὶ θὰ γευθοῦν τὴ λυτρωτικὴ χαρὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἀναστάσιμης χαρᾶς. Αὐτῆς νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν!