Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀναφέρεται σ’ ἕνα πολὺ σπουδαῖο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: Στὸ θέμα τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καί, κατὰ τὴν ἁγία καὶ θεόσοφη συνήθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμιλεῖ δηλαδὴ περὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν καὶ βαθειῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστης μας μὲ λόγια ἁπλᾶ καὶ παραβολικά, τὸ σπουδαιότατο τοῦτο ἔργο, ἡ καίρια αὐτὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, περικλείεται σὲ μία παραβολικὴ διήγηση, παρμένη ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἀλλὰ καὶ κοπιαστικὴ ἀγροτικὴ ζωή. Τὴν ἀγροτικὴ ζωή, ποὺ ξέρανε οἱ ἄνθρωποι γιὰ αἰῶνες, μέχρι καὶ πρόσφατα, πρὶν ἀνακαλυφθοῦν τὰ σύγχρονα γεωργικὰ μηχανήματα.
Μὲ τὴν σπορὰ λοιπὸν τῶν σιτηρῶν στοὺς ἀγροὺς παρομοίασε ὁ Κύριός μας τὸ διδασκαλικό, πιὸ σωστά, τὸ προφητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τοῦτο εἶχαν ἐξασκήσει πρῶτοι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ κατὰ καιροὺς ἅγιοι καὶ δίκαιοι, οἱ προφῆτες, ποὺ ἐξαπέστελλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ θεῖο θέλημα. Κατεξοχὴν ὅμως τὸ ἄσκησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος, ὁ ἀληθινός σπορέας τοῦ θείου λόγου στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ στὴ συνέχεια, τὸ θεϊκὸ τοῦτο ἔργο ἀνέλαβαν οἱ μαθητές του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ κατόπιν οἱ διάδοχοί τους, οἱ ποιμένες καὶ ἱερεῖς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα.
Βλέπουμε, ὅμως, νὰ συμβαίνει ἕνα παράδοξο πρᾶγμα, καὶ πιὸ παλιὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας, σχετικὰ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τελείως διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι γινόταν στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους. Τότε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ὅπως μᾶς διηγεῖται κατεξοχὴν τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, πίστευαν στὸν Χριστό, ἀποστρεφόμενοι τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό, χιλιάδες ἀνθρώπων. Καὶ τί δίδασκαν τότε οἱ ἀπόστολοι; Δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους πράγματα πολὺ δύσκολα γιὰ τὴν ἐποχή τους, γιὰ τὶς συνθῆκες ζωῆς τους: Νὰ ἀθετήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστη τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Τοὺς δίδασκαν νὰ ἀφήσουν τοὺς δικούς τους νόμους, τὶς συνήθειες, τὰ πατροπαράδοτα ἤθη τους, καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν τὰ χριστιανικά, μία ἄλλη ζωή, ἄλλες συνήθειες· νὰ προτιμήσουν, ἀντὶ τῶν σαρκικῶν τὰ πνευματικά, ἀντὶ τῶν γηίνων τὰ οὐράνια. Κι ὅμως, ἀκούοντας αὐτὸ τὸ κήρυγμα οἱ τότε ἄνθρωποι, ἀπαρνοῦνταν ὅλη τὴν προηγούμενη ζωή τους, τὴν πίστη καὶ τὶς συνήθειές τους, καὶ δέχονταν τὴ νέα πίστη, καὶ ἔτρεχαν μὲ χαρὰ στὰ βασανιστήρια, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια.
Στὶς μέρες μας, ὅμως, διαπιστώνουμε μὲ λύπη πώς, παρόλο ποὺ ἔχουμε τὴ δυνατότητα πλούσιας τροφοδοσίας ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πολὺ λίγος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος εἶναι ὁ σχετικὸς καρπός. Σήμερα δὲν μᾶς διδάσκουν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ἀφήσουμε τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, ἀλλὰ νὰ τὴν τηροῦμε καθαρὴ καὶ ἀμώμητη. Δὲν διδάσκουν νὰ φυλάσσουμε ἄλλο νόμο καὶ ἄλλα ἤθη, παρὰ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, τὰ χριστιανικὰ ἤθη νὰ τηρήσουμε. Καθένας κατανοεῖ πόση δυσκολία εἶχε στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ὑπακοὴ στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα καὶ πόση, ἀντίθετα, εὐκολία ἔχει στὶς μέρες μας. Κι ὅμως, ἐλάχιστος συνήθως ὁ καρπός!
Μερικοὶ λένε, πὼς τότε καρποφοροῦσε πλούσια ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τὸν στήριζαν τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ πράγματι γίνονταν συχνὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μαθητές τους. Σὲ πλεῖστες ὅμως περιπτώσεις, ὅπως διηγοῦνται σαφῶς οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων (ὅπως λόγου χάρη μὲ τὸν ἀπόστολο Φίλιππο καὶ τὸν Αἰθίοπα εὐνοῦχο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ κήρυγμά του στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴ Βέρροια, στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ), χωρὶς κανένα θαῦμα νὰ συμβεῖ, ὑπῆρξε ἄμεση ἀποδοχὴ ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστης στὸν Χριστό. Ἐξάλλου, ἂν τὰ θαύματα εἶχαν καθεαυτὰ τὴ δύναμη νὰ ἐπιστρέφουν τὶς ψυχὲς στὸν Θεό, ἔπρεπε ὅλοι οἱ τότε αὐτόπτες θαυμάτων νὰ γίνονταν Χριστιανοί, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔγινε! Ἄλλοι πάλιν λένε, ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπενέργειας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀρετῆς καὶ ἁγίου βίου στοὺς ἱεροκήρυκες. Ἀσφαλῶς, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν λόγο συντρέχει καὶ ἡ ἀνάλογη ἀρετὴ στὸν κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, τόσο γιὰ τὴ χάρη ποὺ ἔχει, ὅσο καὶ τὴν ὑπόληψη στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιτελεῖται εὐκολώτερα συνήθως ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἀλλά, ἂν ἔτσι εἶχαν μόνο τὰ πράγματα, γιατί δὲν πίστεψαν στὸ Εὐαγγέλιο ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ τόσο πλούσια Χάρη καὶ ἁγιότητα βίου καὶ λόγων εἶχαν;
Σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, ἀπάντησε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στὴ σημερινὴ παραβολή. Πῶς τὴν ἄρχισε; Δὲν εἶπε, «ἐξῆλθεν ὁ δίκαιος, ὁ ἅγιος, ὁ ζηλωτής, τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον», ἀλλά, ἁπλῶς, «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ἐὰν λοιπὸν ὁ διδάσκαλος τοῦ θείου λόγου σπείρει σπόρο ἀληθινό, καὶ ὄχι φθοροποιὰ ζιζάνια, δηλαδὴ ἐὰν διδάσκει τὰ ἀληθινὰ δόγματα καὶ ἤθη τῆς Πίστης μας, καὶ ὄχι αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἀνθρώπινες δεισιδαιμονίες, τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ λόγου, κι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ κρίνουμε τὴν πολιτεία του. Αὐτὸ συνέστησε καὶ ὁ Χριστός, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πονηρῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων: «Ὅλα, ὅσα σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε∙ ἀλλὰ νὰ μὴ μιμεῖσθε τὰ ἔργα τους, γιατί, διδάσκουν μὲν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν τὸν τηροῦν».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, προσδιόρισε στὴ συνέχεια, ὅτι τρία εἶναι τὰ αἴτια τῆς ἀκαρπίας τοῦ θείου σπόρου, καὶ ἕνα τὸ αἴτιο τῆς εὐκαρπίας. Τὰ πρῶτα εἶναι ἡ ἀπροσεξία, ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀπάτη καὶ οἱ μέριμνες τῆς παρούσας ζωῆς, καὶ τὸ τελευταῖο ἡ καλὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι χώρισε σὲ τέσσερεις τάξεις τοὺς ἀκροατὲς τοῦ θείου λόγου καὶ ξεκαθάρισε, πὼς ἡ καρποφορία του ἢ ὄχι ἐναπόκειται στὴν προαίρεση καὶ διάθεση τῶν ἀκροατῶν του. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀνήκουμε συνήθως σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καρποφοροῦμε πνευματικά.
Ἡ πρώτη τάξη: «ἡ ὁδός», δηλαδὴ ἕνας δρόμος καταπατημένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ὁπόταν γίνεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σκληρὴ σὰν πέτρα. Μὰ τέτοια γῆ βεβαίως δὲν καρποφορεῖ, ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει ρίζες, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες, σὰν ἄλλα ἁρπακτικὰ πουλιά, καὶ ἁρπάζουν τὸν σπόρο καὶ χάνεται. Χάνεται ἴσως γιὰ πάντα! Ἡ δεύτερη τάξη: «ἡ πέτρα», δηλαδὴ καὶ πάλιν γῆ πετρώδης καὶ σκληρή, ὅπου, μόλις πέση ὁ σπόρος, ἀρχίζει νὰ βλαστᾶ μὲ κάποιο μικρὸ ἐνδιαφέρον ποὺ δείχνουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ριζωμένος σὲ γῆ μαλακή, ξηραίνεται σύντομα καὶ καταστρέφεται. Ἡ τρίτη τάξη: Τὸ χωράφι μὲ ἀγκάθια, ὅπου, ὅταν πέση ὁ σπόρος καὶ ἀρχίζει νὰ μεγαλώνει, τὸν πνίγουν καὶ θανατώνουν τὰ ἰσχυρὰ ἀγκάθια, δηλαδὴ οἱ πολλὲς καὶ περιττὲς βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν, ποὺ πράγματι ἐνεργοῦν σὰν ἀγκάθια καὶ δὲν ἀφήνουν τὸν θεϊκὸ σπόρο νὰ αὐξηθεῖ στὴν γῆ τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ τὴν ἔχουν κατακλύσει.
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ τέταρτη τάξη ἀνθρώπων: Ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή, δηλαδὴ αὐτοί, ποὺ ἔχουν καρδιὰ καλή, καλὴ διάθεση καί, δεχόμενοι τὸν σπόρο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τὸν κατέχουν γερά, τὸν φυτεύουν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ τὸν καλλιεργοῦν μὲ ὑπομονή, μὲ ἐνάρετη ζωή, τὸν λιπαίνουν καὶ ποτίζουν μὲ τὰ καλά τους ἔργα καὶ τὴν ὀρθὴ Πίστη, καὶ καρποφορεῖ καὶ αὐξάνει, ἄλλου τριάντα καὶ ἄλλου ἑξῆντα καὶ ἄλλου ἑκατόν, ὅπως γράφει στὴν ἀντίστοιχη παραβολὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (Μᾶρκ. 4, 8).
Σ’ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐναπόκειται ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἂς ἀγωνισθοῦμε, νὰ ξερριζώνουμε τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν ἀπ’ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, καὶ νὰ τὶς καλλιεργοῦμε μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τὴ μετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, γιὰ νὰ μὴ μένουν χέρσες καὶ σκληρές, γιὰ νὰ καρποφορήσουν, ὄχι πρόσκαιρο καρπό, ἀλλὰ ἀθάνατο, τὴν αἰώνια ζωή. Τῆς ὁποίας, νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία Του, στὸν ὁποῖο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!