Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἀναμφίβολα, ἡ φιλόχριστος νῆσος τῆς Κύπρου ἀπόλαυσε πλούσιες τὶς εὐλογίες τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος. Ἔχοντας δεχθεῖ πρώτη μετὰ τὴ Συροπαλαιστίνη τὸν ἅγιο σπόρο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλάστησε ἄφθονους τοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπάνω στὴ μακαρία της γῆ εἶδε νὰ ἀναθάλλουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολυάριθμο στίφος ἀμαράντων βλαστῶν τοῦ νοητοῦ Παραδείσου: Ἀπόστολοι, μάρτυρες, ἱεράρχες, ὁμολογητές, ὅσιοι καὶ δίκαιοι.
Καθόλο τὸ εὖρος καὶ μῆκος της ἡ εὐλογημένη μας νῆσος σεμνύνεται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τους λειψάνων καὶ εἰκόνων καὶ τάφων καὶ ἀσκητηρίων καὶ μονῶν καὶ ναῶν τους, τόπων ἁγιασμοῦ, χώρων θεοφανείας, τρόπων παρηγορίας. Γιὰ τοῦτο καὶ δίκαια ἀπέσπασε τὸν ἐπίζηλο τίτλο τῆς ἁγιωνυμίας, ἀποκληθεῖσα «ἁγία νῆσος» καὶ χαρακτηρισθεῖσα ὡς ἡ κατεξοχὴν «νῆσος τῶν ἁγίων».
Ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἱεροῦ τούτου καταλόγου τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, τὸ μεγαλύτερο προφανῶς ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγίους τῆς νήσου μας, ἀποτελοῦν οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκητές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Ἀναφορικῶς τώρα πρὸς τὴ γένεση καὶ ἀκμὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Κύπρο, ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα, κατὰ τὴ μαρτυρία πρωιμοτάτων ἁγιολογικῶν πηγῶν καὶ παραδόσεων, παρατηρεῖται στὴ ζωὴ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου μία μορφὴ ἀρχεγόνου ἀσκητισμοῦ μέσα σὲ σπήλαια, συνυφασμένου μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, ὅπως τῶν ἁγίων ἐπισκόπων τῆς Ταμασσοῦ Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος καὶ Ρόδωνος καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Θεοδώρου. Παράλληλα, σὲ σπήλαιο διαβιοῦν ἀσκητικῶς καὶ οἱ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Ἀριστοκλειανὸς (σὲ περιοχὴ μεταξὺ Κουρίου καὶ Ἀμαθούντας) καὶ Τίμων (στὴ Βάσα Κοιλανίου· πρόκειται γιὰ ρωμαϊκὸ ταφικὸ σπήλαιο μὲ ἀρκοσόλια).
Ἔτσι ὁ μοναδικὴ πολιτεία συγγεννᾶται καὶ συναυξάνεται στὴ νῆσο μας μαζὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Πάντως, σύμφωνα πρὸς βυζαντινὲς πηγές, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν λαμπρὴ ἄνθηση τῆς τοπικῆς ἱεραρχίας, τὸ θεοβλαστούργητο δένδρο τοῦ Μοναχισμοῦ ἤδη θάλλει στὴν Κύπρο. Τὰ θεμέλια ὅμως μιᾶς πλέον ὀργανωμένης μορφῆς ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ καὶ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἐφεξῆς πρὸς μίμηση, θὰ θέσουν λίγα χρόνια ἀργότερα δύο συνασκητὲς καὶ φίλοι ἐν Κυρίῳ, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱστορία ἐπεφύλαξε τὸν ζηλευτὸ τίτλο τοῦ Μεγάλου: Πρῶτος, Ἱλαρίων ὁ Μέγας, μαθητὴς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος στὴν Παλαιστίνη, μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν Κύπρο περὶ τὸ 363/364 καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ βιοτὴ σὲ λαξευμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο σπήλαιο μέχρι τὴν ὁσιακή του ἐδῶ τελευτὴ (περὶ τὸ 371), ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο γιὰ μεγάλο ἀριθμὸ μοναστῶν, ποὺ ἦλθαν κάτω ἀπὸ ποικίλες περιστάσεις καὶ κατὰ διάφορες ἐποχὲς στὴ νῆσο μας καὶ τελειώθηκαν ἀσκητικῶς σ᾽ αὐτή. Ὁ δὲ Μέγας Ἐπιφάνιος, ποὺ κατέληξε στὴ Σαλαμῖνα περὶ τὸ 367 κατὰ προτροπὴ καὶ πρόγνωση τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ στὴ συνέχεια ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγαλονήσου, ἀποβαίνει ὄχι μόνον «πατὴρ τοῦ Κυπριακοῦ Αὐτοκεφάλου», ἀλλὰ καὶ πατριάρχης τοῦ κοινοβιακοῦ ἐδῶ μοναχισμοῦ, μετατρέποντας τὴ μητροπολιτική του καθέδρα σὲ μονή, καὶ ἱδρύοντας συνάμα πολυάριθμες μοναστικὲς ἀδελφότητες. Περαιτέρω, καὶ συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, στὴ νῆσο θὰ ἀνθήσει ἐφεξῆς, ὄχι μόνον ὁ κοινοβιακὸς καὶ ἐρημητικὸς μοναχισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἔγκλειστος καὶ ὁ στυλιτικὸς βίος. Ἡ μοναδικὴ πολιτεία λοιπὸν ἀναπτύσσεται καὶ ὀργανώνεται στὴν ἁγία νῆσο συγχρόνως πρὸς τὰ παραμεσόγεια μεγάλα μοναστικὰ κέντρα (Αἰγύπτου, Συρίας, Φοινίκης καὶ Παλαιστίνης) καί, πολὺ πρὶν ἡ οὐράνια εὐωδία της ἀφιχθεῖ σὲ ἄλλα μεταγενεστέρως γνωστὰ κέντρα, αὐτὴ ἔχει καταμυρίσει τὴν Κύπρο. Σ᾽ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς νήσου θὰ συναντήσουμε μονές, σὲ λειτουργία ἢ διαλελυμένες, ἀσκητήρια, ἔγκλειστρα, τόπους ἁγιασμοῦ, θεοφανείας καὶ παράκλησης. Ἐδῶ, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι ὅσιοι, «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, χαμευνία καὶ προσευχή, δάμασαν τὰ πάθη, νεκρώθηκαν γιὰ τὸν κόσμο καὶ κατέστησαν σκεύη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἕνας τέτοιος οὐρανοπολίτης ὅσιος καὶ οὐρανομήκης στῦλος, ποὺ μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς θεόδεκτους ἱδρῶτες του ἁγίασε τὸν τόπο μας, καὶ μάλιστα τὴν περιοχὴ τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, εἶναι καὶ ὁ ὅσιος Κυριακὸς ὁ ἐν Εὐρύχου, ποὺ μᾶς συνάθροισε σήμερα στὸν παλαιὸ τοῦτο ναό του καὶ τὸν χαριτόβλυτο τάφο του, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν εὐλογία καὶ Χάρη του, νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη του μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ δοξάζει τοὺς γνήσιους δούλους Του καὶ ἀντιδοξάζεται ἀπ᾽ αὐτούς.
Δυστυχῶς βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν πολιοῦχο αὐτὸ τῆς Εὐρύχου δὲν διασώθηκαν, τόσον ἕνεκα τῶν ποικίλων ἱστορικῶν περιπετειῶν τοῦ νησιοῦ μας, ὅσο καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ λάθε βιώσας, δηλ. τὴ μυστικὴ βιοτή του, ἕνεκα τῆς ὁποίας, ὅπως καὶ οἱ πλεῖστοι ὅσιοι, προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο καὶ πέτυχε νὰ ἀποκρύψει τοὺς κρυπτοὺς ἀγῶνες τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς του. Περαιτέρω, ἀγνοοῦμε κατὰ πόσον ὁ ἅγιος ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή, ἢ ἀνήκει στοὺς ὁσίους, πού, ὅπως προαναφέραμε, ἦλθαν στὸν τόπο μας ἀπὸ πλησιόχωρα μοναστικὰ κέντρα. Ἡ τιμὴ τοῦ ὁσίου Σωζομένου στὴν κοντινή μας Γαλάτα, ἡ ὕπαρξη ἐδῶ πλησίον τῆς -διαλυμένης σήμερα- μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτυδιώτη, καθὼς καὶ τὸ παλαιὸ τοπωνύμιο τοῦ χώρου, ὅπου ὁ ναὸς καὶ τάφος τοῦ ὁσίου, «μοναστήρκα», συνηγοροῦν γιὰ τὸν μοναστικὸ χαρακτήρα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Ἐδῶ λοιπὸν ὁ ὅσιος Κυριακὸς ἔστησε τὴν ἀσκητική του παλαίστρα, πιθανῶς σὲ σπήλαιο ποὺ σήμερα δὲν σώζεται, καὶ ἐδῶ ἀγωνίστηκε σκληρά, μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές, μὲ ἁγνότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου, σταυρώνοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο. Καί, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐξῆλθε νικητὴς καὶ ἀναδείχθηκε δοχεῖο τῆς θείας Χάριτος. Καί, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, τὸ πνεῦμα του ἀνῆλθε φωτοφόρο στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ τὸ σῶμα του ἐνταφιάσθηκε -προφανῶς ἀπὸ τοὺς συνασκητές του- στὴ γῆ, «ἐξ ἧς ἐλήφθη».
Μὰ ὁ Κύριος τῆς δόξης, τοῦτο τὸ ἁγιασμένο σῶμα δὲν τὸ ἄφησε ἀδόξαστο. Μὲ τὰ θαύματα τοῦ θεοφόρου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεγείρεται πρῶτα τὸ ταφικό του κουβούκλιο, ποὺ χρονολογεῖται στὴ βυζαντινὴ περίοδο (περ. 12ος αἰ.), ἐνῶ κατὰ τὸν 15ο αἰώνα ἀνεγείρεται ἡ ὡραιότατη αὐτὴ ξυλόστεγη βασιλική, στὸν βόρειο τοῖχο τῆς ὁποίας ἐντάσσεται ὁ τάφος τοῦ ὁσίου. Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἁγιογραφεῖται τὸ ταφικὸ πρόσκτισμα τοῦ ὁσίου, καθὼς καὶ ὁλόκληρος ὁ ναός, ὅπως φάνηκε κατὰ τὶς πρόσφατες ἐργασίες συντήρησής του (ἔτη 2013-2014), ποὺ ἔγιναν μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων Κύπρου. Δυστυχῶς σήμερα σώζεται μόνο τμῆμα τῶν σημαντικῶν αὐτῶν μεσαιωνικῶν τοιχογραφιῶν. Τῆς ἰδίας περιόδου πρέπει νὰ εἶναι καὶ μία φορητὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, ποὺ σήμερα εἶναι σχεδὸν τελείως ἐξίτηλη. Ὅπως φαίνεται, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἔγινε ἡ πρώτη ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου, ὁπόταν ἡ τιμία του κάρα τοποθετήθηκε σὲ ὡραίας τέχνης ἀργυρὴ λειψανοθήκη, πού, ὡς γνωστόν, σήμερα φυλάσσεται στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Εὐρύχου, ἐνῶ τὸ 1807 ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιδιάκονο Λαυρέντιο ἄλλη φορητή του εἰκόνα, ποὺ ἐπίσης φυλάσσεται στὸν ἴδιο ναό.
Ἡ μεγάλη ἔκπληξη καὶ εὐλογία, ποὺ μᾶς ἐπεφύλαξε ὁ ὅσιος Κυριακὸς κατὰ τὶς προαναφερθεῖσες ἐργασίες συντήρησης καὶ ἀναπαλαίωσης τοῦ ἐδῶ ναοῦ καὶ τοῦ τάφου του, ἦταν ἡ εὕρεση μέσα στὸν τάφο του ὁρισμένων ἀκόμη τιμίων του λειψάνων, καθὼς καὶ τοῦ ἐπιστηθίου του σταυροῦ, ποὺ ἔφερε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του καὶ κατὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Ὁ ὀρειχάλκινος αὐτὸς ἐπιστήθιος σταυρὸς-λειψανοθήκη χρονολογεῖται στὸν 11ο αἰώνα. Ἔχει διασωθεῖ μόνο τὸ ἥμισυ τμῆμα του, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἀπεικονίζεται, σὲ ἐγχάρακτη παράσταση, ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος σὲ στάση δεήσεως, καὶ φέρει ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ». Κατὰ συνέπεια, εἴμαστε πλέον σὲ θέση νὰ χρονολογήσουμε περίπου τὴν ἐποχὴ ἀκμῆς τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ, ποὺ ἦταν ὁ 11ος αἰώνας. Τὰ εὑρεθέντα τίμια λείψανα καὶ ὁ ἐπιστήθιος σταυρὸς τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ τοποθετήθηκαν σὲ εἰδικὴ λειψανοθήκη, τὴν ὁποία εὐτρέπισε καταλλήλως ὁ ἀρχιμανδρίτης τῆς Μητροπόλεώς μας, π. Ἀμβρόσιος, καὶ ποὺ φυλάσσεται στὸ ἐπισκοπεῖο μας στὴν Εὐρύχου.
Σὲ περιοχὴ στὰ δυτικὰ τοῦ χωριοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίνας Ξυλιάτου, σώζονται κατάλοιπα παλαιοῦ οἰκισμοῦ, ἀπὸ πολλοῦ ἐγκαταλειμμένου, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Ἅγιος Κυριακός , ὅπου καὶ ἐρείπια φερωνύμου ναοῦ. Ἡ ζῶσα τοπικὴ παράδοση συσχέτισε τὸν ἐκεῖ τιμώμενο ἅγιο, ὄχι πρὸς τὸν γνωστὸ ὁμώνυμο ὅσιο Κυριακὸ τὸν Ἀναχωρητὴ (ἡ μνήμη του στὶς 29 Σεπτεμβρίου), ἀλλὰ μὲ τὸν ὅσιο Κυριακὸ τῆς Εὐρύχου. Μάλιστα οἱ ἐγχώριοι δείχνουν μέχρι σήμερα μεγάλο βράχο στὸν χῶρο, γνωστὸ ὡς «Ἡ πέτρα τοῦ ἅη Τζυρκακοῦ» (Ἡ πέτρα τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ), ὅπου ἀσκήτευσε γιὰ ἕνα διάστημα ὁ ὅσιος. Σύμφωνα ἀκόμη μὲ μαρτυρίες τῶν ἐκεῖ κατοίκων, ἡ τελευταία Θεία Λειτουργία στὸν ἐν λόγῳ ἐρειπωμένο ναὸ (ποὺ τότε διάσωζε ὄρθιους τοὺς τοίχους στὴν ἀνατολικὴ καὶ βόρεια πλευρά, σὲ ὕψος δύο μέτρων), τελέστηκε στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1924 . Περαιτέρω, στὴν Ἁγία Μαρίνα Ξυλιάτου σώζονταν δύο χειρόγραφες Ἀκολουθίες τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τὶς ὁποῖες ἀντέγραψε καλλιγραφικὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1904 ὁ ἐκ Πλατανιστάσας συνταξιοῦχος διδάσκαλος στὴν Ἅλωνα Χριστόδουλος Κάνθος. Τὴ μία ἀπὸ αὐτὲς ζήτησαν οἱ παλαιότεροι κάτοικοι τῆς Εὐρύχου, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ὁμώνυμο τοπικό τους ἅγιο, ἂν καὶ τίποτα σ᾽ αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται στὸ πρόσωπό του, οὔτε καὶ κάποιο συναξάριο περιλαμβάνει. Ἡ φυλλάδα αὐτὴ φυλάσσεται σήμερα στὸ ἀρχεῖο τοῦ Ἐπισκοπείου στὴν Εὐρύχου, ἐνῶ ἡ ἄλλη, ὅπως φαίνεται, ἔχει δυστυχῶς ἀπωλεσθεῖ .
Ἀλλά, οἱ ἅγιοί μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι νεκροί. Εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Ἔτσι καὶ ὁ ὅσιος Κυριακός, ὡς ζῶν ἐν Θεῷ, παρουσιάζεται καὶ στὶς μέρες μας σὲ πιστοὺς Χριστιανούς, τοὺς καλεῖ στὸν τάφο του ἐδῶ, ἐπιτελεῖ παράδοξα θαύματα. Εἶναι γνωστή, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐμφάνισή του, ὡς ἡλικιωμένου Γέροντος, στὸν χωριανό, γέρο-Στυλιανὸ Μυλωνᾶ, ἡ θεραπεία παιδιοῦ κάποιου διδασκάλου ἀπὸ τὴ Λάρνακα, τὸ ὁποῖο θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο στὸν ἐγκέφαλο καί, πιὸ πρόσφατα (ἔτος 2012), ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη νόσο τῆς σκλήρυνσης κατὰ πλάκας τοῦ ἀγαπητοῦ Κυριάκου ἀπὸ τὶς Ἀγκλεισίδες Λάρνακος. Ἐμφανίσθηκε καὶ σ᾽ αὐτὸν ὁ ὅσιος Κυριακὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ θὰ σὲ κάμω καλά». Καὶ τὸν θεράπευσε καὶ τὸν παρακίνησε νὰ ἔλθει ἐδῶ στὸ σπίτι του, στὸν τάφο του, νὰ προσκυνήσει. Ὁ νεαρός, μόλις ἀντίκρυσε τὴν παλαιὰ εἰκόνα τοῦ ἁγίου, τὸν ἀναγνώρισε ἀμέσως!
Νὰ παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο, νὰ μᾶς χαρίζει μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Κυριακοῦ μετάνοια, διόρθωση τῆς ζωῆς μας, ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα, τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τὴν ἐδῶ ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικά, καὶ σὲ ἐκείνη τὴν ἀτελεύτητη καὶ αἰώνια νὰ εἰσέλθουμε, ὅπου καὶ ὁ ὅσιος Κυριακὸς καὶ ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ δοξάζουν ἀτελεύτητα Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴ Μία Θεότητα, στὴν Ὁποία ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!