Ὁμιλία σὺν Θεῷ ἁγίῳ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση (Ματθ. 2, 13-23)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές, κατὰ τὶς Κυριακὲς πρὸ καὶ μετὰ τὶς Δεσποτικὲς ἑορτές, καθόρισε ἀνάλογα ἡ Ἐκκλησία μας νὰ διαβάζονται στὴ Θεία Λειτουργία σχετικὰ πρὸς τὴν ἑορτὴ ἀποστολικὰ καὶ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, ὥστε νὰ ἀνακαινίζεται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας ἡ ἀνάμνηση τῶν γεγονότων ποὺ ἑορτάζουμε, καὶ ἔτσι νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ δοξολογοῦμε τὸν Κύριό μας γιὰ τὶς ἄπειρες καὶ ἀνέκφραστες δωρεές του πρὸς ἐμᾶς, τὰ ἁμαρτωλὰ πλάσματά Του.
Ἑορτάσαμε καὶ ἐφέτος, πρὶν λίγες ἡμέρες, τὸ μέγιστο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου τούτου, δηλ. τὴν ἐπὶ γῆς Γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐνανθρώπηση, σύμφωνα μὲ τὴν ἄρρητη θεϊκὴ βουλὴ καὶ εὐδοκία, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἕνα γεγονός, ὄχι ἁπλᾶ κοσμοϊστορικὸ ἀλλὰ καὶ κοσμογονικό, ποὺ χώρισε στὰ δύο τὴν Ἱστορία, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστὸν περίοδο. Ἑορτάσαμε τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας μας! Ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπωλέσαμε τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν, τὴ δυνατότητα δηλ. τῆς θεώσεως, νὰ γίνουμε κατὰ Χάριν θεοί, ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας μας• συνάμα, ἀμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε τὸ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο πλάσμα. Ἀπὸ τὶς φοβερὲς συνέπειες τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας, τὴ φθορὰ καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο, κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς λυτρώσει, παρὰ μόνο ὁ Φιλάνθρωπος Πλάστης μας. Καί, ὅταν «ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσει, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4,4-5). Καὶ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦτο τοῦ χρόνου, ὅταν βρέθηκε στὴ γῆ τὸ κατάλληλο πρόσωπο, τὸ ὄργανο τῆς σωτηρίας μας, ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία, ἡ ὁποία, γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα καθαρότητά της, ἀξιώθηκε νὰ γίνει νύμφη ἀνύμφευτη τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», νὰ γίνει Θεοτόκος.
Ἀπὸ τὰ ἄχραντα αἵματά της «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς βεβαίως τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἁγιάσει καὶ θεώσει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Καὶ παραμένει ὁ Χριστός μας στοὺς αἰῶνες Θεάνθρωπος, ἔχοντας ἀνεβάσει μὲ τὴν ἀνάληψή Του τὴν ἀνθρώπινη φύση μας στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Πῶς νὰ μὴν σκιρτήσει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, γιὰ τὶς μέγιστες αὐτὲς θεϊκὲς δωρεὲς σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους;
Καὶ ὅμως! Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε κάτι τὸ παράδοξο: Ὁ Χριστός μας, μὲ τὴ γέννηση τοῦ Ὁποίου οἱ οὐρανοί, δηλ. οἱ ἄγγελοι, εὐαγγελίζονται τὴν εἰρήνη στὴ γῆ, μόλις νεογέννητο βρέφος διώκεται! Τὸν ψάχνει ὁ Ἡρῴδης, ὄχι γιὰ νὰ τὸν τιμήσει καὶ προσκυνήσει, ὅπως ἀπατηλὰ εἶπε στοὺς τρεῖς Μάγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ Τὸν θανατώσει! «Μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον, τοῦ ἀπολέσαι αὐτό» (Ματθ. 2,13). Διώκεται λοιπὸν ὁ Χριστός μας, ὁ μέγιστος Εὐεργέτης καὶ Πλάστης τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴ βρεφική Του ἡλικία. Κι αὐτὴ ἡ δίωξη, ὁ φθόνος στὸ ἄχραντο Πρόσωπό Του, θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν καθόλη τὴν πανάγια ἐπὶ γῆς ζωή Του, μέχρι τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸ ζωηφόρο Του μνῆμα. Καὶ θὰ συνεχισθεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, μέχρι τὶς μέρες μας.
Καὶ ποιά ἡ ἀντίδραση, ἡ ἀπάντηση τοῦ παντοδυνάμου τούτου Θείου Βρέφους; Ἡ φυγή, ἡ ὑποχώρηση, ἡ ἀνέκφραστη δηλ. ταπείνωση! Ἀποστέλλει ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ, νὰ προστάξει τὸν Ἰωσὴφ νὰ ὁδηγήσει τὴν ἁγία Του οἰκογένεια στὴν Αἴγυπτο. Φεύγει «εἰς Αἴγυπτον».
Τοῦτο ἀποτελεῖ μέγιστο μάθημα γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἐμπαθεῖς, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Μάθημα ὑποχώρησης, μάθημα ταπείνωσης, μάθημα τελικὰ ἀγάπης στὸν ἄλλο. Πῶς καὶ γιατί; Ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς διώκουν, μᾶς φθονοῦν, μᾶς συκοφαντοῦν, μᾶς ἐπιβουλεύονται, πῶς θὰ πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε, νὰ ἀντιδράσουμε; Θὰ πᾶμε κόντρα στὸν ἄλλο; Θὰ τὸν ἀντιπολεμήσουμε μὲ τὸν ἴδιο ἢ καὶ χειρότερο τρόπο; Θὰ ἀποδώσουμε «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Λευϊτ. 24,20); Ἀσφαλέστατα ὄχι, ἀδελφοί, ὅπως μᾶς διδάσκει τὸ ἄμωμον Βρέφος, ὁ νεογέννητος Χριστός. Ἐμεῖς, στὸ ἅγιο Βάπτισμα ντυθήκαμε τὸν Χριστό: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Εἴμαστε ἐνχριστωμένοι, Χριστοφόροι! Καὶ ὀφεί-λουμε νὰ ζοῦμε ὅπως Ἐκεῖνος, νὰ Τὸν μιμούμαστε, νὰ ἀκολουθοῦμε τ᾽ ἀχνάρια Του. Ἐκεῖνος μᾶς ἄφησε «ὑπογραμμόν, ἵνα ἀκολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»(πρβλ. Α´ Πέτρ. 2,21), μᾶς ἄφησε δηλ. τὸ ἅγιο καὶ ἄφθαστο παράδειγμά Του.
Ἐὰν ἀντιπολεμοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς πολεμοῦν καὶ τοὺς ἀνταποδίδουμε τὰ ἴσα ἢ καὶ περισσότερα, καταντοῦμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Γιατὶ τοῦτο προξενεῖ ἀπώλεια καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ αὐτῶν ποὺ μᾶς διώκουν. Ἐνῶ τὸ ἅγιο τοῦ Κυρίου μας ὑπόδειγμα καὶ ἡ οὐράνια διδασκαλία Του μᾶς διδάσκει νὰ ὑποχωροῦμε, νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἐκδίκηση, νὰ συγχωροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ νὰ ἀγαποῦμε, ναί, νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Ἂς ἐνθυμούμαστε τὸν ἀναμάρτητο Κύριο, νὰ πάσχει τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο στὸν Σταυρὸ καὶ νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς σταυρωτές Του. Νὰ θυμόμαστε τὸν ἁγιώτατο καὶ πρωτοδιάκονο Στέφανο τὸν πρωτομάρτυρα, νὰ εὔχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γι᾽ αὐτούς, ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους μάρτυρες, ποὺ εὔχονταν γιὰ τὴ σωτηρία ὅσων τοὺς βασάνιζαν καὶ ἀπάνθρωπα θανάτωναν. Τούτη ἡ ὕψιστη ἠθικὴ διδασκαλία τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» [Ματθ. 5,44]) κηρύχθηκε ἀπὸ μόνο τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀνήκει σὲ μόνο τὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμὸ καὶ ἡ ἐφαρμογή της ἀποτελεῖ κριτήριο καὶ σημεῖο ἠθικῆς τελειότητος καὶ ἁγίας βιοτῆς.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διανύουμε ἀκόμη τὴν κοσμοχαρμόσυνη περίοδο τῶν Χριστουγέννων, τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ, τῆς κατεξοχὴν ἑορτῆς τῆς ἀγάπης. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ἡ ὅλη ζωή μας, πρέπει νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν σαρκωθέντα Ἰησοῦν. Κι Αὐτὸς μᾶς ἄφησε τὴν ἑξῆς ὑποθήκη, γιὰ νὰ ἀκολουθοῦμε, νὰ ἔχουμε ὡς γνώμονα τῆς ζωῆς μας, ἐὰν πράγματι τὸν ἀγαποῦμε: Νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του. Ὅλες τὶς ἁγίες ἐντολές Του: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14,15). Καὶ οἱ ἐντολές Του «βαρεῖαι οὔκ εἰσι». Εἶναι ζυγὸς χρηστὸς καὶ ἐλαφρύς. Βαρὺς εἶναι ὁ ζυγὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἂς ἀγωνιζόμαστε, ἀδελφοί, νὰ τηροῦμε τὸ πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ πίστη θερμή, μὲ μετάνοια, μὲ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἀδελφῶν μας, μὲ προσευχή, μὲ ἐνσυνείδητη μετοχὴ στὰ ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, ὁ σαρκωμένος Χριστὸς θὰ κατοικήσει στὴν καρδιά μας, θὰ γεννηθεῖ σ᾽ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν ἀναγεννήσει. Καὶ θὰ ἑορτάζουμε ὁλόχρονα ἀληθινὰ Χριστούγεννα. Μόνο ἔτσι θὰ ἔλθει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ σ᾽ ἐμᾶς προσωπικὰ καὶ στὸν χειμαζόμενο πολυειδῶς τόπο μας. Μὲ τὸν ἀγώνα μας γιὰ ὑπέρβαση τῆς πνευματικῆς μας κρίσης θὰ ξεπεραστοῦν καὶ ἡ οἰκονομικὴ καὶ ἡ ἐθνικὴ καὶ οἱ ὅποιες ἄλλες κρίσεις, ἀλλά, προπαντός, θὰ ἀξιωθοῦμε τῆς οὐράνιας Βασιλείας, μὲ τὴ Χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!