Ἡ ἐκδήλωση τιμῆς γιὰ τὴν πολυχρόνια καὶ εὐδόκιμη διακονία καὶ προσφορὰ τοῦ ἀγαπητοῦ μας ἐν Κυρίῳ πολιοῦ Πρωτοψάλτου Εὐρύχου κ. Κωνσταντίνου Καραγεώργη, ποὺ ἐφετος συμπληρώνει ἑκατὸ χρόνια βίου, ἔλαβε χώρα κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Α΄ Οἰκ. Συνόδου), που τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητας Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (20.5.2018).
*******
Ιωάννη Λέμπου Θεολόγου-Πρωτοψάλτου Ακακίου
Κατ᾽ αυτή την εύσημη ημέρα, στην οποία καθορίσθηκε να τιμηθεί κατά χρέος ο πολιός ιεροψάλτης της κοινότητας Ευρύχου κ. Κωσταντίνος Καραγεώργης επι τη εκατονταετηρίδι του βίου του και για τη μακρά συνάμα και ευδόκιμη διακονία του στα ιεροψαλτικά του χωριού αναλόγια, ανατέθηκε σ᾽ εμένα, ως ένα εκ των νεωτέρων ιεροψαλτών της καθ᾿ ημάς Μητροπόλεως Μόρφου, να αναφερθώ με συντομία στον βίο και την ψαλτική σταδιοδρομία του τιμωμένου, προς ανάδειξη του σεβαστού προσώπου του.
Ο κ. Κωνσταντίνος Καραγεώργης γεννήθηκε στους Αγίους Βαβατσινιάς την 27η Μαρτίου 1918, και είναι το δεύτερο εκ των δύο τέκνων της οικογένειας του Γεωργίου και της Χατζηελένης Καραγεώργη. Οι γονείς του απέκτησαν εννέα παιδιά στο σύνολο. Δυστυχώς όμως μόνο τα δύο επιβίωσαν των αντίξοων συνθηκών και των τότε ανιάτων ασθενειών, και αυτά ήσαν ο Λεωνίδας και ο Κωνσταντίνος. Οι γονείς του, άνθρωποι βαθιάς πίστης και ευσέβειας, άνθρωποι του πόνου και του κόπου, μεγάλωσαν τα παιδιά τους Ορθόδοξα και εκκλησιαστικά, μεταδίδοντάς τους τις δικές τους αρετές. Ο παππούς του κ. Νεόφυτος, το γένος Κολά, κατήγετο από το Μεσολόγγι και μετοίκησε στην Κύπρο επι περιόδου Τουρκοκρατίας, όπου νυμφεύτηκε την Ελένη απο το χωριό Βαβατσινιά. Ο ίδιος διετέλεσε εκκλησιαστικός επίτροπος του ενοριακού ναού Αγίων Βαβατσινιάς.
Ο κ. Κωνσταντίνος φοίτησε στο σχολείο μέχρι την εβδόμη τάξη Δημοτικού, και υπήρξε αριστούχος μαθητής. Ιδιαίτερη έφεση είχε στο μάθημα τον αρχαίων ελληνικών και στην ορθογραφία. Θυμάται ακόμη πως στην Ε´ Δημοτικού ο δάσκαλός του τον ανέβαζε επι καθημερινής βάσεως στον πίνακα για να τον εξετάσει στην ορθογραφία, και χαιρόταν για την άριστη απόδοσή του, σε σημείο που τον έβαζε ενίοτε να διδάσκει και στους μικρότερους μαθητές.
Η Χατζηελένη, μητέρα του κ. Κωνσταντίνου, βλέποντας τη φιλομάθειά του αλλά και την αγάπη του προς την ψαλτική τέχνη, παραμερίζοντας την πολλή της φτώχεια, εδωσε τη μοναδική της προίκα, το κόσμημα με τα χρυσά νομίσματα που κρεμόταν στο φόρεμα της, σε ενεχυροδανειστήριο και, εξαργυρώνοντάς το σε χρήματα, πλήρωσε την ιερά Μονή Σταυροβουνίου, ετσι ωστε να φιλοξενήσουν τον γυιό της για δύο χρόνια και να ξεκινήσει εκεί την εκμάθηση της ψαλτικής τέχνης. Η διαμονή του στην ιερά Μονή Σταυροβουνίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο, τόσο στην ψαλτική του πορεία, όσο και στη διαμόρφωση ενος αυστηρού εκκλησιαστικού ύφους και ήθους. Η εκμάθηση της ψαλτικής γινόταν επι καθημερινής βάσεως, τόσο μέσα στον ναό με τη συμμετοχή του στις συχνές Ακολουθίες, όσο και μελετώντας στο κελλάκι που διέμενε, με διδασκάλους του τους ιερομονάχους Μελέτιο και Μακάριο. Ως φιλόμουσος και φιλομαθής μαθητής ήταν επιμελέστατος, εξαντλώντας σχεδόν και όλο τον ελεύθερο του χρόνο στη μελέτη, τόσο που οι διδάσκαλοί του, φοβούμενοι την υπερβολή του, τον διέκοπταν και τον προέτρεπαν να κάνει μικρά διαλείμματα. Η καλή γνώση των αρχαίων ελληνικών τον βοήθησε ιδιαιτέρως στην καλύτερη κατανόηση των νοημάτων των ψαλμών, αλλά και στη σωστή απόδοση των ψαλτικών κειμένων. Η ιερά Μονή Σταυροβουνίου, Μονή με ζώσα και αυστηρή μοναστική αλλα και λειτουργική παράδοση, εξέθρεψε τον τότε νεαρό Κωνσταντίνο με τις αναγκαίες γνώσεις περι ψαλτικής τέχνης, τυπικού, αλλά και εκκλησιαστικής τάξης, και τον κατέστησε έτοιμο ιεροψάλτη απο την ηλικία μόλις των 18 ετών.
Σε ηλικία 18 ετών αναχωρεί απο την ιερά Μονή Σταυροβουνίου, χωρίς φυσικά να διακόψει τη σχέση του με τη Μονή, την οποία διατήρησε δια βίου. Αξιοσημείωτο τυγχάνει ότι στις μετέπειτα επισκέψεις του στη Μονή διέμενε κατά καιρούς στο ίδιο κελλί με τον νυν καθηγούμενο Σταυροβουνίου Αθανάσιο, όταν αυτός ήταν αρχάριος δόκιμος. Ο κ. Κώστας στη συνέχεια αναλαμβάνει ιεροψάλτης στην κοινότητα των Λυμπιών. Εκεί παράλληλα εργαζόταν μαζί με τον τότε κοινοτάρχη στις αγοραπωλησίες ζώων, αλλά και σε διάφορες αγροτικές εργασίες για τον αναγκαίο βιοπορισμό του.
Ο Κωνσταντίνος, κατά τη διαμονή του στη Λεμεσό, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Σ.Ε.Κ., βοηθώντας στη σύσταση και οργάνωση της συντεχνίας. Βασικός όμως και τότε βιοπορισμός του ήταν η ιεροψαλτική του διακονία, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται οικονομικά αρκετά. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη συντεχνία, προέκυψε μια θέση εργασίας στα μεταλλεία του Αμιάντου, θέση επιστάτου. Έχοντας δε την προηγούμενη πείρα ως εργάτης των μεταλλείων στα εφηβικά του χρόνια, ανέλαβε άμεσα τη θέση. Λόγω της νέας του εργασίας, κατέλειπε την ιεροψαλτική του θέση στον μητροπολιτικό ναό της Λεμεσού, όπου υπηρέτησε για περίπου οκτώ χρόνια, και ανέλαβε ιεροψάλτης στον μικρό ενοριακό ναό της κοινότητας Αμιάντου.
Μετά τον αρραβώνα του, συνέχισε να εργάζεται στο μεταλλείο του Αμιάντου και, μετά από τρία έτη, στις 21 Απριλίου 1955, νυμφεύθηκε την κ. Χαριτίνη. Αμέσως μετά τον γάμο κατοίκησαν στη Γαλάτα για να γηροκομήσουν και τη μητέρα της Χαριτίνης, Αγάθη Λουκά Χατζηγαβριήλ. Με την αγαπημένη του Χαριτίνη απέκτησαν πέντε παιδιά, την Ελένη, την Αγάθη, την Ανδρούλλα, τη Γεωργία και τον Παντελεήμονα, και δύο εγγόνια, τον Κωνσταντίνο και τη Χαριτίνη.
Η κ. Χαριτίνη παρακαλούσε τον σύζυγό της να ιερωθεί. Ο κ. Κώστας ομως αρνείτο, λέγοντας ότι μετα τη διαμονή του στην ιερά Μονή Σταυροβουνίου και τη συναναστροφή του με τον Ηγούμενο Διονύσιο και τους λοιπούς ιερομονάχους, θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο τετοιας ευλογίας και τιμής.
Με τη σύζυγό του μακαριστή Χαριτίνη ομονοούσαν σχεδόν σε όλα, χωρίς έντονες διαφωνίες, και η Χαριτίνη επιμελείτο τα της οικίας ως γνήσια οικοκυρά και οικονόμος, οργανώνοντας ακόμα και την ελεημοσύνη του σπιτίου, προσφέροντας από τα τρόφιμα του παντοπωλείου κατά τις βραδυνές ώρες σε διάφορες οικογένειες με οικονομικές δυσκολίες, ακολουθώντας τις συμβουλές των μοναχών θείων της. Κατα την τουρκική εισβολή του 1974, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες της οικογένειας, συντηρούσε άλλες δύο οικογένειες, που διέμεναν στον έναντι τῆς οικίας της ναό του Αγίου Σωζομένου, προσφέροντας τρόφιμα και ενδύματα επι καθημερινής βάσεως, μέχρι και την αποκατάσταση των εν λόγω οικογενειών.
Την 1η Δεκεμβρίου 2009 απεδήμησε προς Κύριον η αγαπημένη σύζυγος του κ. Κώστα, Χαριτίνη, με την οποία συμπλήρωσαν σχεδόν εξήντα χρόνια ευτυχισμένου γάμου.
Η ζωή του κ. Κωνσταντίνου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την Εκκλησία και συνυφασμένη με το διακόνημα του ιεροψάλτη. Η ιεροψαλτική διακονία του Κωνσταντίνου Καραγεώργη αποτελεί πρότυπο προσφοράς προς την ενορία, την οικεία του Επισκοπή και την Εκκλησία της Κύπρου, ευρύτερα. Κι εμείς, οι νεώτεροι ιεροψάλτες, θα πρέπει να έχουμε την ευλογημένη αυτή διακονία ως οδοδείκτη και πρότυπο μαθητείας, καθώς η τέχνη, η πολυετής του πείρα και, κυρίως, το εκκλησιαστικό του ήθος, έχει να μας διδάξει πάρα πολλά. Οι συμβουλές του περί σεμνότητας και ταπείνωσης στο αναλόγιο, και όχι μόνον, αποτελούν νουθεσίες, που πρέπει να συνοδεύουν τον κάθε ιεροψάλτη. Προσωπικά ομιλώντας, θα προσπαθήσω μαζί με τους μαθητές και συμψάλτες μου, να πορευθούμε κατ᾽ ίχνος του ευλογημένου τούτου ιεροψάλτου, όχι μονάχα στο κατανυκτικό και αρχαιοπρεπές του ύφος, αλλά και στο ακραιφνές εκκλησιαστικό του ήθος, που πρέπει, σύμφωνα και με τους ιερούς Κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας μας, να περικοσμεί την τάξη των ιεροψαλτών.