Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακείμ
Πανήγυρη λαμπρὴ καὶ κοσμοχαρμόσυνη ἡ σημερινὴ ἡμέρα, σεβαστὲς ἐν Χριστῷ ἀδελφές, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, προανάκρουσμα τῆς λαμπρᾶς ἡμέρας τοῦ Πάσχα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ὕμνοι σήμερα ἀναστάσιμοι καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα πασχαλινή.
Τελείωσε σὺν Θεῷ ἐχθὲς ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὅπως τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στὰ ὡραιότατα ἐκεῖνα τροπάρια, «Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν», καὶ εἰσήλθαμε ἤδη στὸν κύκλο τῶν Δεσποτικῶν Ἑορτῶν καὶ γεγονότων τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ ὁδηγοῦν στὰ ἄχραντα Πάθη καὶ τὴ ζωηφόρο Του Ἀνάσταση.
Σήμερα ὁ Ἅδης «στένων βοᾷ» προοιμιακά, ἐπαισθανόμενος τὸ ἐπερχόμενο τέλος του. Ὁ Δεσπόζων τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς Κύριος ἀφήνει σκοπίμως νὰ παρέλθουν τέσσερεις ἡμέρες ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ δικαίου Λαζάρου, γιὰ νὰ πιστωθεῖ ἀσφαλέστατα ὁ θάνατος, μὰ καὶ τὸ ὑπερφυὲς τῆς ἀνάστασης τοῦ φίλου Του. Ἔρχεται λοιπὸν στὴ Βηθανία καὶ δακρύζει πορευόμενος πρὸς τὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου, ὄχι μόνο δείχνοντας τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη Του, μὰ καὶ τὴν φιλοικτίρμονα διάθεσή του στὴν πεσοῦσα στὴ φθορὰ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐπιβεβαιώνοντας, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ὁ ἴδιος ἀληθῶς καὶ καθ’ ὁλοκληρία προσέλαβε.
Ἡ παντεξούσια φωνὴ τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ σείει συνθέμελα τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου, ὅπου καὶ ὁ τετραήμερος Λάζαρος βρισκόταν δέσμιος, δεσμοῖς ἀλύτοις ἀνθρωπίνως, καὶ ἄκων τὸν ἀπολύει. Τὸ δεσποτικὸ κέλευσμα, «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», ὡς ἄλλο δημιουργικὸ «Γενηθήτω» Αὐτοῦ, ποὺ εἶναι «ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση», ἀναπλάθει τὴ φθορὰ τῆς φύσης, διώκει τὴ δυσωδία τῆς ἀποσύνθεσης τοῦ νεκροῦ, ἐπαναφέρει ἀπὸ τὰ καταχθόνια τὴν ψυχὴ τοῦ φίλου, καὶ εὐθὺς ὁ Λάζαρος ἀνίσταται. Καὶ τότε, θαῦμα τῷ θαύματι ἠκολούθη. Γιατὶ ὁ νεκρὸς ἐξέρχεται τοῦ μνημείου, ἂν καὶ «δεδεμένος κειρίαις», παρόλο δηλαδὴ ποὺ ἦταν σφιγκτοδεμένος καθ’ ὅλo του τὸ σῶμα χειροπόδαρα μὲ τὰ ἐντάφια σπάργανα, τὶς ρούχινες ἐκεῖνες λωρίδες, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ Ἰουδαῖοι σαβάνωναν τοὺς νεκρούς. Ἐπαναφέρει λοιπὸν θαυμαστῶς ὁ Κύριος στὴ ζωὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων τὸν τετραήμερο ὁ ἐκ νεκρῶν τριήμερος, πιστούμενος τὶς δύο φύσεις τοῦ ἑνὸς Θεανδρικοῦ Του Προσώπου.
Ἡ ὑπὲρ ἔννοιαν ἔγερση τοῦ Λαζάρου, ποὺ συνέβη «μικρὸν πρὸ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου», ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ ταυτόχρονα διαβεβαίωση γιὰ τὴν κοινὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, ὅπως ᾀσματομελῳδεῖται στὸ ὡραιότατο σημερινὸ ἀπολυτίκιο («Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν, πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός»), ἀλλὰ καὶ ἐγγύηση τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασης καὶ προανάκρουση τῆς τελειωτικῆς νίκης τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ζωῆς κατὰ τοῦ ᾍδη καὶ τοῦ θανάτου, μὲ τὴ νεκρόζωη ταφὴ καὶ ἔγερσή Του. Κι ἐπειδὴ πολλοὶ Ἰουδαῖοι πίστευσαν μὲ τὸ μέγα τοῦτο σημεῖο στὸν Κύριο καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ θανατώσουν, ὄχι μόνο τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο, αὐτός, σύμφωνα μὲ ἀρχαιότατη παράδοση, φεύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴ Βηθανία (ἦταν τότε τριάντα περίπου ἐτῶν) καὶ ἔρχεται στὴν ἀρχαία περίφημη πόλη τοῦ Κιτίου, τὴ σημερινὴ Λάρνακα, ὅπου, περὶ τὸ ἔτος 45, χειροτονεῖται ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα πρῶτος ἐπίσκοπος Κιτίου. Μετὰ ἀπὸ δεκαοκτὼ ἔτη ἱεραποστολικῆς ἐν Κύπρῳ δράσης καὶ τριάντα ἔτη μετὰ τὴν ἔγερσή του, ἐκοιμήθη καὶ πάλιν ὁ ἅγιος Λάζαρος στὸ Κίτιο. Ἐπάνω ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνηγέρθη παλαιοχριστιανικὴ βασιλική, τῆς ὁποίας τὰ κατάλοιπα ἐντάχθηκαν στὸν σημερινὸ περίλαμπρο ναό, χρονολογούμενο στὸν 10ο αἰῶνα. Κατὰ τὶς ἐργασίες συντήρησης τοῦ ναοῦ, τὸ ἔτος 1972, ἀποκαλύφθηκε ταφικὴ κρύπτη κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα, μὲ μαρμάρινες ρωμαϊκὲς σαρκοφάγους. Σὲ μία ἀπ’ αὐτές, ποὺ φέρει χαραγμένη τὴν ἐπιγραφή, ΦΙΛΙΟΣ, δηλαδὴ φίλος, ἀγαπημένος, καὶ θεωρεῖται ὡς ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Λαζάρου, βρέθηκε καὶ τμῆμα ἱερῶν λειψάνων, τὰ ὁποῖα ἀποδίδονται σ’ αὐτόν. Ἀξιώθηκα νὰ τὰ ἰδῶ μυροβλύζοντα. Καὶ ἡ μυροβλυσία τους συνεχίζεται μέχρι καὶ σήμερα. Πρὶν δὲ ἀπὸ δέκα περίπου χρόνια, τέτοια μέρα, μικρὰ ἀθώα παιδιά, κατεβαίνοντας ἐκεῖ, εἶδαν τὸν ἅγιο, μέσα σὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, νὰ κάθεται ἐπάνω σ’ ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸν τάφο, ὁμολογῶντας στὰ παιδιὰ ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος Λάζαρος. Κι ὅταν τὰ παιδιὰ φοβισμένα ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς γονεῖς τους, ἐκεῖνοι δὲν εἶδαν τὸν ἅγιο, ἀλλ’ ὀσφράνθηκαν μία ὑπερκόσμια εὐωδία διάχυτη στὸν χῶρο.
Ἂς ἱκετεύσουμε τὸν ἅγιο Λάζαρο, μὲ τὴν πρὸς Θεὸν παρρησία του, νὰ ἀξιώσει κι ἐμᾶς νὰ ἰδοῦμε τὴν προσωπικὴ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀναισθησίας καὶ τὸν λίθο τῆς πώρωσης. Γιὰ νὰ γίνει τοῦτο ὅμως, χρειάζεται, κατὰ τὴν ἀναγωγικὴ ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ κοπιώδης πράξη καὶ ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ποὺ συμβολίζει ἡ μεριμνῶσα περὶ πολλὰ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου Μάρθα· καὶ ὕστερα, τὸ φιλόθεο χαρμόσυνο πένθος καὶ ἡ πνευματικὴ θεωρία, σύμβολο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἄλλη ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, ἡ Μαρία, «ἥτις τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο». Κι ὅταν ἐμεῖς κι ὁ τόπος μας ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ποικιλώνυμης ἁμαρτίας καὶ τῶν ξένων στὴν Πίστη μας ἠθῶν, θὰ τροχιοδρομηθεῖ ἀναμφίβολα καὶ ἡ ἔγερση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς βαρβαρικῆς δουλείας, τὴν ὁποία ἐλπίζουμε καὶ προσευχητικὰ ὁραματιζόμαστε ἐρχομένη, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.