Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Καί, ὅπως ἑρμηνεύουν θεόπνευστα οἱ ἱεροὶ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, τοῦτο θέσπισε πάνσοφα ἡ ἁγία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησία γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Στὸ μέσον κάθε κοπιαστικοῦ ἔργου, ἕνεκα τοῦ καταβληθέντος κόπου, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδυναμία καὶ λειποψυχία νὰ συνεχίσει. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖ, στὸ μέσον τῆς ἐργασίας, χρειάζεται μία ἐνίσχυση, μία παρηγορία, νὰ πάρει δυνάμεις ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του. Κι ὅπως κάποιος ὁδοιπόρος (μιλοῦμε γιὰ τὴν παλαιότερη ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι διάνυαν μὲ τὰ πόδια μεγάλες ἀποστάσεις), ἂν συναντήσει στὸ μέσο τῆς ὁδοιπορίας ἕνα μεγάλο δένδρο μὲ πλούσια σκιά, θὰ καθίσει ἀπὸ κάτω νὰ ξαποστάσει γιὰ νὰ συνεχίσει δυναμωμένος τὸν δρόμο του, ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ διανύουμε Χάριτι Θεοῦ τὸν δρόμο τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς: Σήμερα, ποὺ φθάσαμε στὸ μέσον τῆς ὁδοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ εὐλάβεια, νὰ πάρουμε Χάρη καὶ δύναμη γιὰ νὰ τελειώσουμε τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας.
Ἀλλὰ ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐνδυναμώνει καὶ ἐνισχύει στὸν προκείμενο ἀγώνα μὲ τὴ δεσποτικὴ φωνὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία μᾶς προσκαλεῖ νὰ σηκώσουμε ὁ καθένας τὸν σταυρό του καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς καλεῖ. Γιατί, ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἀρχίζει μὲ τὰ σπουδαιότατα καὶ γεμάτα βαθὺ νόημα λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀκόλουθός μου (μιμητὴς δηλαδὴ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς μου), πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ σηκώσει ἔπειτα τὸν σταυρό του καὶ ἔτσι νὰ μὲ ἀκολουθήσει». Ἐδῶ ὁ Κύριός μας δὲν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς νὰ φτιάξει ὁ καθένας ἕνα σταυρό, τὸν ὁποῖο νὰ κουβαλεῖ παντοῦ στὸν ὦμο του. Ὄχι! Ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πρῶτα αὐταπάρνηση, δηλαδὴ νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, «τὸν φθειρόμενο κατὰ τὴν ἀπάτην καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ κόσμου τούτου», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ στὴ συνέχεια νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, δηλαδὴ νὰ συννεκρωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Τί σημαίνει τοῦτο, καὶ πῶς γίνεται; Συννέκρωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄρση τοῦ σταυροῦ, σημαίνει νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα γιὰ νὰ κάνουμε πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες, τὶς ἀσθένειες, ποὺ στέλνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ σηκώνουμε λοιπὸν καὶ τὸν ἑκούσιο σταυρό, δηλαδὴ νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴ δική μας θέληση τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, μὲ νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη, συγχωρητικότητα, ταπείνωση, ἀγάπη, καὶ νὰ γινόμαστε ἔτσι νεκροὶ πρὸς τὰ πάθη καί, ταυτόχρονα, νὰ δεχόμαστε μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία τὶς ἀκούσιες θλίψεις στὴ ζωή μας, ὡς ἐρχόμενες μὲ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Καὶ πάντα νὰ ἀποβλέπουμε στὸν Λυτρωτή, ποὺ σήκωσε τὸν βαρύτερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Χριστός μας διασαφηνίζει ἀμέσως στὴ συνέχεια τὸ σὲ τί συνίσταται ἡ ἄρση τούτη τοῦ Σταυροῦ. «Ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του», εἶπε, «θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀποβάλει, νὰ νεκρωθεῖ δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Κι ὅποιος ἔτσι νεκρωθεῖ, χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ σώσει τὴν ψυχή του». Στὴ συνέχεια, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἀναδεικνύει τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀνυπολόγιστη ἀξία κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, λέγοντας πὼς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε ὅλος ὁ κόσμος μαζὶ δὲν ἀποτελεῖ ἰσότιμο ἀντάλλαγμα μιᾶς ψυχῆς. Κι ὅταν λέμε ψυχή, ἐννοοῦμε τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γήινο σῶμα καὶ τὴν οὐράνια ψυχή. Σύμφωνα μὲ σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης, ὁ Θεὸς «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς» ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, «καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ψυχὴ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ θεία πνοή, μὲ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς μᾶς ἔδωκε τὸ ἀτίμητο δῶρο τῆς ζωῆς, καὶ μᾶς κατέστησε «κατ’ εἰκόνα Του», μὲ τὰ πνευματικὰ τῆς ψυχῆς χαρίσματα.
Τοῦτο ἀκριβῶς ἀποδεικνύει τὴ μέγιστη ἀξία τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ψυχὴ εἶναι θεία, καὶ μετέχει τῆς θεϊκῆς εὐγένειας, κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο, τίποτα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπώλειά της, δηλαδὴ ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία, δὲν ἐξαγοράζεται μὲ κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ ἀπώλεια, ἂν παραμείνει κάποιος ἀμετανόητος, καθίσταται ὁριστικὴ μὲ τὸν θάνατο. Καὶ εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀθανάτων ψυχῶν μας, ποὺ ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς ἔπαθε στὸν Σταυρὸ καὶ ὑπέμεινε τὸν ἀτιμωτικότερο θάνατο τῆς ἐποχῆς Του. Τὸ χυμένο στὸν Σταυρὸ πανάχραντο Αἷμα Του μᾶς ἔγινε ἀπολύτρωση. Φθάνει ὅμως νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ μέλη ζωντανά, ἐνεργά, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια, γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴ Χάρη αὐτὴ τῆς ἀπολυτρώσεως.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τεράστια ἀξία τῆς ψυχῆς μας καθορίζει φυσικὰ καὶ τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Δημιουργό. Ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς παρούσας ζωῆς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς Θείας, τῆς ἀληθινῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε «σωτηρία τῆς ψυχῆς». Καὶ χρειάζεται ἀγώνας καὶ κόπος, γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε τοῦτο, πάντοτε ἀσφαλῶς μὲ τὴ συνέργεια τῆς Θείας Χάρης. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγώνας, νὰ μὴν αἰχμαλωτιστοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ μάταιου τούτου κόσμου. Γιατί, ὅπως θεόπνευστα ὁρίζει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «κάθε τι τὸ ἐφάμαρτο στὸν κόσμο τοῦτο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ κενοδοξία τῆς κοσμικῆς ζωῆς», πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν διάβολο.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ κρίση τῶν ἡμερῶν μας δὲν εἶναι τυχαία. Τύχη γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Δημιουργός μας, ἀλλὰ καὶ Προνοητής. «Οὐδὲν ἀπρονόητον». Καὶ ἐπέτρεψε τὶς πολυποίκιλες σύγχρονες δοκιμασίες γιὰ τὸ καλό μας, τὸ αἰώνιο καλό μας. Γιὰ τὴ διόρθωσή μας. Γιατὶ ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κι ὁ καθένας μας, στὸ μέτρο του, παρέβηκε τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ λύπησε τὴν ἀγάπη Του. Οἱ δοκιμασίες τοῦτες εἶναι λοιπὸν ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ συνέλθουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας. Καλούμαστε ὅλοι σὲ μετάνοια, σὲ διόρθωση τοῦ φρονήματός μας, τῆς ζωῆς μας. Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας σταυρός, ἕνας ἀκούσιος σταυρός, ποὺ καλούμαστε νὰ σηκώσουμε, μὲ τοῦ Κυρίου τὴ βοήθεια.
Διερχόμαστε τώρα τὴν ἁγία Τεσσαρακοστή, περίοδο κατεξοχὴν μετανοίας. Ἂς τὴν ἐκμεταλλευθοῦμε, ἂς τὴν ἀξιοποιήσουμε πνευματικά. Ἂς ἐκζητήσουμε τὸν Θεό, καὶ ἂς προσπέσουμε στὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία Του. Ἀλλὰ νὰ προσπέσουμε μὲ ἔργα μετανοίας, μὲ ταπείνωση, πίστη καὶ ἐλπίδα. Κι ἂν ἔτσι ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε, τηρώντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ κρίση τούτη θὰ παρέλθει καὶ ὅποιες ἄλλες. Καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ διέλθουμε μὲ εἰρήνη καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωή, καὶ νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἄλλη, τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια, μὲ τὴ Χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας, τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τὶς ἱκεσίες ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!