Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος,
Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυροβουνίου
(1925-2021)
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»
Ἀποτελεῖ γιὰ μένα ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλογία, καὶ συνάμα χρέος υἱϊκὸ καὶ ἔργο ὑπακοῆς, νὰ σκιαγραφήσω στὸ παρὸν κείμενο τὸν βίο τοῦ μεγάλου Γέροντος τῆς Κύπρου, ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου, ποὺ ἔζησε 81 συναπτὰ ἔτη ὡς μοναχὸς καὶ ἐχρημάτισε καθηγούμενος τῆς ἀρχαίας μονῆς τοῦ Σταυροβουνίου ἐπὶ 40 ἔτη, καταλίποντας φήμην ἁγίου ἀνδρός. Εὐλογία γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός· χρέος υἱϊκὸ καθὼς ὑπῆρξα πνευματικό του τέκνο ἐπὶ τεσσαρακονταετία καὶ μοναχὸς τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου ἐπὶ εἰκοσιπενταετία· καί, τέλος, ἔργο ὑπακοῆς στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη καὶ Ἐπίσκοπό μου Μόρφου Νεόφυτο, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἐφέτος τὴ σύνταξη τοῦ παρόντος εἰσαγωγικοῦ κειμένου στὸ Ἑορτολόγιο τοῦ ἔτους 2023 τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Χατζηγεωργίου Τσικουρῆς, ὁ Ἀββᾶς καὶ κατεξοχὴν Πνευματικὸς τῆς σύγχρονης Κύπρου, ἕνα «κατάλοιπο ἀρχαίας ἁγιότητας» —γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Πατέρα ἅγιο Ἱερώνυμο—, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἄσκεια (κοινῶς Ἄσσια) τῆς Μεσαορίας στὶς 12 Ὀκτωβρίου τοῦ 1925, μὲ γονεῖς τοὺς εὐλαβέστατους Ἑλένη καὶ Γεώργιο , ποὺ ἀμφότεροι ἐκοιμήθησαν ὡς μοναχοί, καρέντες ἀπὸ τὸν υἱό τους Ἀθανάσιο. Νὰ σημειώσουμε πὼς οἱ ἐνάρετοι γονεῖς τοῦ Γέροντα γέννησαν συνολικὰ ἕξι παιδιά, τοὺς Χρῆστο, Θεόδωρο, Ἀντώνιο, Εἰρήνη, Ἀνδρέα (Γέροντας) καὶ τὸν Παναγιώτη. Τὰ τρία ἀδέλφια, Χρῆστος, Ἀνδρέας καὶ Παναγιώτης, γεννήθηκαν σὲ διαφορετικὲς χρόνιες ἀλλὰ κατὰ τὴν ἴδια μέρα (12 Ὀκτωβρίου). Μᾶς ἔλεγε, θυμᾶμαι, ὁ Γέροντας, πὼς οἱ γονεῖς του, μετὰ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν τους, τήρησαν ἐκ συμφώνου σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια. Οἱ δύο παπποῦδες τοῦ Γέροντα λέγονταν Χρηστούδιας (ὁ ἐκ πατρὸς) καὶ Θεόδωρος (ὁ ἐκ μητρός). Τὸ προσωνύμιο τοῦ Χρηστούδια ἀπὸ τοὺς χωριανοὺς ἦταν «νομοθέτης», καθώς, ἐγγράμματος καὶ θεοφοβούμενος ὅπως ἦταν, εἶχε μία Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν ὁποία διάβαζε στοὺς χωριανούς του στὸν καφενὲ τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ πάππος τοῦ Γέροντα, ὁ παπᾶ Μιχαήλης, ἦταν ἐπίσης ἄνθρωπος δίκαιος καὶ γραμματισμένος —μορφώθηκε στὴ Λευκωσία, ὅπου εἶχε πάει νὰ μάθει ραπτική. Ἦταν καὶ ἀρκετὰ εὐκατάστατος, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐλεήμων πρὸς πάντας, Ρωμιοὺς καὶ Τούρκους. Εἶχε σὺν ἄλλοις καὶ μνήμη θανάτου: Ὅταν γέρασε, ἑτοίμασε μία στολὴ μέ ἱερατικὰ ἄμφια, τὰ ἔβαλε σὲ ἕνα μποξιὰ καὶ ἔλεγε στὰ παιδιά του: «Ὅταν πεθάνω, νὰ μοῦ τὰ φορέσετε αὐτά, πρῶτα τὸ στιχάρι, ὕστερα τὸ πετραχήλι κ.λπ.».
Ὅπως μᾶς ἀνέφερε κάποτε ἡ μακαριστὴ ἀδελφὴ τοῦ Γέροντα Εἰρήνη, ὅταν ἡ μητέρα τους κυοφοροῦσε τὸν Γέροντα ἦταν ἄρρωστη καὶ ἀνησυχοῦσε. Τῆς ἐμφανίστηκε τότε στὸν ὕπνο της ἡ Παναγία καὶ τῆς εἶπε: «Νὰ ταχθεῖς (δηλ. νὰ κάνει τάμα). Θὰ γεννήσεις μὲ τὸ καλό. Ἂν εἶναι κόρη, νὰ τὴ βγάλεις Ἀποστολοῦ. Ἂν εἶναι γυιός, Ἀνδρέα». Ἔτσι, ὅταν μὲ τὸ καλὸ γέννησε ἡ Ἑλένη, ὑπακούοντας στὴ Θεοτόκο καὶ ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα της, ὀνόμασε Ἀνδρέα στὸ Βάπτισμα τὸ νεογέννητο!
Ἔχοντας λοιπὸν τέτοιες εὐλογημένες καταβολὲς καὶ ἀνατρεφόμενος σὲ ἕνα παραδοσιακὸ πρωτινὸ περιβάλλον, ὁ μικρὸς Ἀνδρέας ἄρχισε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία νὰ δείχνει σημεῖα ποὺ προμήνυαν τὴ μελλοντική του ζωή. Ἔκανε δικές του Λειτουργίες στὸ σπίτι, ἐνδυόμενος σεντόνια γιὰ ἄμφια καὶ κατασκευάζοντας αὐτοσχέδιους θυμιατοὺς ἀπὸ πορτοκάλια! Καί, ὅταν ἔρχονταν οἱ γονεῖς του κουρασμένοι ἀπὸ τὶς γεωργικὲς ἐργασίες, αὐτὸς πήγαινε νὰ τοὺς θυμιάσει καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε ἔτσι καὶ θὰ κάνει αὐτό…
Ὁ ἀδελφός του Θεόδωρος ἤτανε μηχανικὸς αὐτοκινήτων στὴ Λευκωσία καί, μὲ τὴν ἀποφοίτηση τοῦ Ἀνδρέα ἀπὸ τὸ Δημοτικό, μαζὶ μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τῶν γονέων τους, τὸν πῆρε μαζί του στὴν πρωτεύουσα νὰ τὸν μάθει τέχνη, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς. Μὰ ὁ Ἀνδρέας συνεχῶς χανόταν καὶ ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία νὰ ἀκούσει τὴν Ἀκολουθία καὶ νὰ λειτουργηθεῖ! Ἄμα τὸ εἶδε τοῦτο ὁ Θεόδωρος, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ, ἀδελφέ μου, δὲν εἶσαι γιὰ τούτη τὴ δουλειά»! Καὶ πρόσθετε ὁ Γέροντας χαμογελώντας: «Ἐγὼ ἤμουν γιὰ ἄλλη δουλειά»!
Ἡ ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας λοιπὸν θεοσέβεια καὶ εὐλάβειά του τὸν ὁδήγησαν σὲ ἡλικία μόλις 15 ἐτῶν νὰ μονάσει στὴν ἰδιαίτερα ἀκμάζουσα τότε παλαίφατη μονὴ Σταυροβουνίου, στὴν ἀδελφότητα τῆς ὁποίας ἐντάχθηκε τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1940. Στὸ Σταυροβούνι τὸν μετέφεραν μὲ τὰ μουλάρια ὁ πατέρας του καὶ ὁ ἀνάδοχός του, ποὺ λεγόταν Ἀγγελὴς τοῦ Ψαρᾶ. Μάλιστα κάθε χρόνο τὴν 1η Σεπτεμβρίου θυμότανε τὸ γεγονός, μᾶς ἐξιστοροῦσε τὶς σχετικὲς λεπτομέρειες, καὶ μᾶς τόνιζε ὅτι ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ τιμᾶ τὴν ἡμέρα ποὺ βάζει μετάνοια στὸ μοναστήρι του. Ἐπειδὴ ὅμως ἤτανε μικρὸς καὶ ὁ τότε Ἡγούμενος Βαρνάβας Χαραλαμπίδης (1902-1948) δίσταζε νὰ τὸν κρατήσει μήπως δυσκολευόταν, τὸν ἐγγυήθηκε ὁ Γέροντας Ματθαῖος καί, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὸν κράτησε κοντά του γιὰ βοηθὸ στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες στὸ περιβόλι, ποὺ μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του («τοῦ Ματθαίου»). Κι ὁ Γέροντάς μας εὐγνωμονοῦσε ἐσαεὶ τὸν π. Ματθαῖο, ὄχι ἁπλῶς γιατὶ ἐξαιτίας του παρέμεινε στὴ Μονή, ἀλλὰ καὶ κυρίως διότι τὸν διαπαιδαγώγησε μὲ αὐστηρότητα καὶ συνέπεια στὰ τῆς παραδοσιακῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἔλαβε κοντά του γνήσια καὶ ἀνεξίτηλη «τὴν πρώτη βαφή».
Μετὰ ἀπὸ τριετὴ δοκιμασία κοντὰ στὸν Γέροντα Ματθαῖο, ὁ δόκιμος Ἀνδρέας ἐνεδύθη τὰ ρᾶσα τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1943 ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο Βαρνάβα. Ρασοφόρος μοναχὸς ἐκάρη ἀπὸ τὸν ἴδιο Γέροντα τὴν 21η Νοεμβρίου 1946, μετονομασθεὶς ἀπὸ Ἀνδρέας σὲ Ἀθανάσιο. Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Σάββατο τοῦ ἔτους 1950 ἔλαβε τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο (1948-1952) Διονύσιο Β´, τὸν ἐκ Γαλάτας καταγόμενο.
Κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος (1950), Κυριακὴ τῶν Προπατόρων (16 Δεκεμβρίου), χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Κιτίου καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ´. Ἱερομόναχος χειροτονήθηκε στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1957 ἐπὶ Καθηγουμένου (1952-1982) Γερμανοῦ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιτίου Ἄνθιμο. Ἀπὸ τὸν ἴδιο Μητροπολίτη προχειρίσθηκε σὲ Πνευματικὸ στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1967.
Πρέπει νὰ ἀναφέρουμε πώς, μετὰ τὴ διακονία του κοντὰ στὸν π. Ματθαῖο, ὁ Γέροντας διορίσθηκε τὸ 1943 βοηθὸς τοῦ Γέροντος Γερμανοῦ στὸ μετόχι τῆς περιοχῆς «Ληνός», στὸν Ἅγιο Μόδεστο (ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο στὸ μετὀχι), ὅπου εἶχε ἡ Μονὴ ζῶα (αἰγοπρόβατα), καὶ ὅπου διέμεναν καὶ λαϊκοὶ βοσκοί, ἐργάτες στὴ Μονή. Στὸ μετόχι τοῦτο παρέμεινε διακονώντας μέχρι τὸ 1962, ὁπόταν ὁ Ἡγούμενος πλέον Γέροντας Γερμανὸς τὸν διόρισε ὑπεύθυνο τῆς ἄνω (κυρίως) Μονῆς, ὅπου διακόνησε ἐπὶ εἰκοσαετία.
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, κοινῇ ψήφῳ τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς, ἐξελέγη Ἡγούμενος τοῦ Σταυροβουνίου σὲ διαδοχὴ τοῦ Γέροντος Γερμανοῦ, ποὺ ἐκοιμήθη στὶς 31 Αὐγούστου 1982. Τὸν Γέροντα χειροθέτησε σὲ ἀρχιμανδρίτη καὶ προχείρησε σὲ Ἡγούμενο ὁ Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος Α´ στὶς 12 Δεκεμβρίου 1982, ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος, χωριανοῦ τοῦ Γέροντος, τὸν ὁποῖο αὐτὸς διὰ βίου τιμοῦσε καὶ ὑπερευλαβεῖτο.
Ἐπὶ τῆς περιόδου ἡγουμενείας τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Ἀθανασίου ἡ Μονὴ τοῦ Σταυροβουνίου γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμὴ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Καταρχήν, ἐπανδρώθηκε μὲ ἀρκετοὺς νέους μοναχούς, πνευματικά του τέκνα. Μὲ τὴν εὐλογία καὶ παρότρυνση τοῦ Γέροντος ἡ Μονὴ ἐπανέφερε σὲ ἰσχὺ τὸν ἀρχαῖο θεσμὸ τοῦ ἀβάτου γιὰ τὶς γυναῖκες. Στὴν κυρίως (ἄνω) Μονὴ ἔγινε συντήρηση τοῦ ἀρχαίου κτιριακοῦ συγκροτήματος καὶ κτίσθηκαν ἐξ ὑπαρχῆς παρεκκλήσια καὶ νέοι χῶροι, ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῆς Μονῆς (κελλιά, τραπεζαρία, ἀρχονταρίκι, βιβλιοθήκη, ἐργαστήρια ἁγιογραφίας, βιβλιοδεσίας, θυμιάματος, ξυλουργεῖο κ.ἄ.). Παράλληλα ἔγινε συντήρηση ὅλων τῶν Μετοχίων τῆς Μονῆς.
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας διέπρεψε ἰδιαίτερα ὡς Πνευματικός. Χιλιάδες χριστιανῶν, ἁπλῶν πιστῶν, κληρικῶν, μοναχῶν, μοναζουσῶν, καθὼς καὶ ἀρκετῶν Ἐπισκόπων, Ἡγουμένων καὶ Πνευματικῶν βρῆκαν κάτω ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο πετραχήλι του ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, παρηγορία καὶ Ὀρθόδοξη καθοδήγηση, καὶ προχώρησαν μὲ ἀσφάλεια στὴ δύσβατη ὁδὸ τῆς πνευματικῆς ἀνόδου. Ἀξέχαστα παραμένουν σὲ ὅλα τὰ πνευματικά του τέκνα τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος τοῦ Γέροντος, ἡ ἀγάπη του, ἡ διάκρισή του, ἡ ἐπιείκια καὶ μαζὶ ἡ αὐστηρότητά του, ὅπου χρειαζόταν.
Εἰδικὴ μνεία πρέπει νὰ γίνει γιὰ τὸ ὅτι ὁ Γέροντάς μας, σὲ διαδοχὴ τῶν ὁσίων Γερόντων παπᾶ Κυπριανοῦ, παπᾶ Μακαρίου καὶ Γέροντος Γερμανοῦ, διετέλεσε ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὁ Πνευματικὸς πλείστων ὅσων γυναικείων Κοινοβίων τῆς Κύπρου, στηρίζοντας πολυτρόπως τὸν γυναικεῖο μοναχισμὸ τῆς νήσου.
Ἡ ὑψηλὴ ἀσκητικὴ πολιτεία τοῦ Γέροντος ἐπιστέφθηκε μὲ μαρτυρικοὺς πόνους ἀσθενείας κατὰ τὰ τελευταῖα 20 ἔτη τῆς ἁγίας ζωῆς του, κατὰ τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὶς ποικίλες δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Ἑκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 2021 σὲ ἰδιωτικὸ νοσοκομεῖο στὴ Λευκωσία. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του τελέσθηκε τὴν ἑπομένη στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς Σταυροβουνίου στὴν παρουσία πλείστων ὅσων Ἀρχιερέων, Ἡγουμένων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ τὸ πολύαθλο σκῆνος του κατετέθη στὸ κοιμητήριο τῆς κεντρικῆς Μονῆς.
Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα, ἡ γνησιότητα, ἡ ἀκράδαντη πίστη καὶ εὐλάβεια, ἡ Θεοτοκοφιλία, τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀσυγκατάβατο τοῦ μοναχικοῦ ἤθους, ἡ ἱεροπρέπεια, ἡ φιλάδελφη φιλοξενία, ἡ προσευχητικότητα καὶ τὸ φιλακόλουθο, ἡ ἀσκητικότητα καὶ τὸ φιλάγρυπνο, ἡ ἀφάνεια καὶ τὸ λάθε βιώσας, ἡ σύνολη ἁγιότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος θὰ παραμείνουν ἀλησμόνητα σὲ ὅλους ὅσους εἶχαν τὴ μεγάλη εὐλογία νὰ τὸν γνωρίσουν, νὰ τὸν εὐμοιρήσουν πνευματικό τους πατέρα, νὰ μαθητεύσουν στὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἀρχαίου καὶ ἀσαλεύτου Ὀρθοδόξου ἤθους του.
Βεβαίως, ἡ ὅλη ἀγιασμένη ἀσκητικὴ βιοτὴ τοῦ Γέροντα δὲν ἦταν «ἀμάρτυρη» τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν. Πολλοὶ μαρτυροῦν γιὰ τὸ πλούσιο διορατικὸ καὶ προορατικό του χάρισμα, τὸ χάρισμα κατὰ δαιμόνων, καθὼς καὶ τὸ ἰαματικό. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια καὶ τελείως ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες σχετικὲς μαρτυρίες, τόσο δικές μας, ὅσο καὶ τρίτων ἀξιοπίστων ἀνθρώπων.
Θεραπεία δαιμονιζομένου
Ἦταν περὶ τὰ ἔτη 1978/1979, κατὰ τὶς πρῶτες προσκυνηματικές μου ἐπισκέψεις στὴ Μονὴ Σταυροβουνίου, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Γέροντά μου Ἀθανάσιο, νὰ λειτουργηθῶ καὶ νὰ κοινωνήσω τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ Γέροντας μὲ ἔβαλε νὰ μείνω στὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐκείνους παλαιοὺς ξενῶνες–θαλάμους γιὰ νὰ κοιμηθῶ τὸ βράδυ, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο καὶ ὁ Ἀνδρέας, ἕνα νεαρὸς ἀπὸ τὰ Κοκκινοχώρια, ποὺ φαινόταν πολὺ ταλαιπωρημένος. Θυμᾶμαι τὸ βράδυ, πρὶν κοιμηθοῦμε, ὁ Γέροντας, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια μου, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ εἶπε αὐστηρὰ στὸν Ἀνδρέα: «Ἔ, Ἀνδρέα! Ἀπόψε νὰ εἶσαι ἥσυχος καὶ νὰ μὴν κάνεις φασαρία, οὔτε νὰ βήχεις καὶ νὰ φτύνεις, γιὰ νὰ μπορέσει τὸ παιδὶ (ἐγὼ δηλ.) νὰ κοιμηθεῖ». Οὕτω καὶ ἐγένετο!
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νὰ φύγουμε μὲ τὸν Ἀνδρέα, κατεβαίνοντας τὸν δρόμο πρὸς τὸ Μετόχι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας μὲ τὰ πόδια (τότε ἤτανε ἀκόμη ὁ παλαιὸς στενὸς δρόμος καὶ δὲν ἔρχονταν καὶ τόσα αὐτοκίνητα). Καθοδὸν μοῦ ὁμολόγησε ὁ Ἀνδρέας τὸ δράμα του, ὅτι δηλαδὴ ἦταν δαιμονιζόμενος, εἶχε δαιμόνιο ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε, καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: «Προχθὲς ποὺ ἦρθα, ὁ Γέροντας μοῦ διάβασε εὐχές, ἐξορκισμούς. Καί, ὅπως μοῦ διάβαζε, εἶδα ἕνα καπνὸ μαῦρο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ νὰ ἀνεβαίνει ψηλὰ καὶ νὰ χάνεται. Ἦταν τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχα καὶ βγῆκε καὶ ξαλάφρωσα»!
Ὁ Ἑξάψαλμος
Θὰ ἦταν περὶ τὸ ἔτος 1995 στὴν ἀγρυπνία τῆς Ἀναλήψεως, ὁπόταν στεκόμουν στὸ ἀναλόγιο δίπλα στὸν Γέροντα καί, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Ἑξαψάλμου, κρατοῦσα κερὶ γιὰ νὰ βλέπει ὁ Γέροντας καὶ νὰ διαβάζει. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀνάγνωση στὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ 87, «ἵνα τί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου», ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ κόλλησε ὁ νοῦς μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἑξαψάλμου στὸ ρῆμα «ἀπωθῇ», κατὰ πόσον εἶναι αὐτὸ τὸ ὀρθό, ἢ ἐὰν εἶναι ὀρθότερο τὸ «ἀπωθεῖς», ποὺ γραφόταν σὲ ἄλλες ἐκδόσεις (νὰ σημειώσουμε πὼς καὶ ἡ μέση φωνὴ «ἀπωθοῦμαι» ἔχει ἐνεργητικὴ σημασία). Φυσικὰ δὲν ἀνέφερα τίποτα στὸν Γέροντα. Μὲ τὸ πέρας τῆς ἀνάγνωσης καὶ ὅταν πῆγα νὰ κλείσω τὸ βιβλίο, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε, «Περίμενε»! Κι ἀφοῦ μετροφύλλησε καὶ βρῆκε τὸν Ψαλμὸ 87, μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του τὸ ἐπίμαχο ρῆμα καὶ μοῦ εἶπε· «Ἔ! Αὐτὸ ἄλλοτε γράφεται ἀπωθῇ, καὶ ἄλλοτε ἀπωθεῖς»! Καὶ ἔκλεισε τὸ βιβλίο.
Μαρτυρία τοῦ Παναγιώτη Γ. ἀπὸ τὴ Λεμεσὸ
Ἕνα ἀπόγευμα τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2021, ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴ Λεμεσὸ μὲ τὸν ἀγαπητὸ ἐν Κυρίῳ π. Ἀνδρέα Φιλίππου, πρεσβύτερο καὶ οἰκονόμο στὸ χωριὸ Κοράκου τῆς Σολιᾶς. Περνώντας ἀπὸ τὴν Τριμίκλινη, εἴδαμε ἕνα ζεῦγος ἡλικιωμένων ποὺ ἑτοίμαζαν τὰ κάρβουνα νὰ ψήσουνε καλαμπόκι (σιταροποῦλες), καὶ εἶπα στὸν π. Ἀνδρέα νὰ σταματήσουμε νὰ πάρουμε κι ἐμεῖς. Συζητώντας μὲ τὸν κ. Παναγιώτη ἐνῶ αὐτὸς ἔψηνε τὸ καλαμπόκι καί, ἀφοῦ ἀναφέραμε πὼς παλαιότερα ἤμουνα μοναχὸς στὸ Σταυροβούνι, μᾶς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
«Ἤτανε περὶ τὸ 1999, ποὺ μοῦ συνέβη ἕνας νευρικὸς κλονισμός ἕνεκα οἰκογενειακῶν καταστάσεων, σὲ βαθμὸ ποὺ ἔπεσα σὲ τόσο μεγάλη κατάθλιψη καὶ σωματικὴ κατάπτωση, ὥστε δὲν μποροῦσα τίποτα νὰ κάνω, οὔτε καὶ οἱ γιατροὶ μπόρεσαν νὰ μὲ βοηθήσουν. Τότε ἀποφάσισα νὰ πάω στὸ Σταυροβούνι, νὰ δῶ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου εἶχα ἀκούσει. Ὁ Γέροντας δὲν ἦταν καλὰ στὴν ὑγεία του καὶ ξεκουραζότανε καὶ ἔτσι περίμενα ἀρκετά, μέχρις ὅτου μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ τὸν δῶ. Ὅταν μπῆκα μέσα στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα καὶ κάθισα, τοῦ ἐξιστόρησα μὲ συντομία τὴ δοικιμασία μου. Κι αὐτὸς μοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, κότζα μου ἄνθρωπος (ψηλὸς καὶ λεβεντάνθρωπος ὁ Ν.) καὶ νὰ μαραζώνεις! Ὄχι, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ βοηθήσει». Καὶ μὲ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι. Καί, μόλις μὲ ἄγγιξε, ὤ τοῦ θαύματος, ἔνοιωσα μία δύναμη νὰ μὲ διαπερνᾶ, καὶ ἀμέσως ἐπανῆλθαν οἱ δυνάμεις μου, βρῆκα τὸν ἑαυτό μου, καὶ ἔκτοτε, χάριτι Θεοῦ, εἶμαι πολὺ καλά! Καί, μόλις ἐπέστρεψα στὴ Λεμεσό, ἐπισκέφθηκα χαρούμενος ἕνα γνωστό μου, ποὺ ἀμέσως μοῦ πρόσφερε μία ἀξιοπρεπὴ καὶ προσοδοφόρα ἐργασία!»
Ὁ Δ. ἀπὸ τὰ Κούκλια
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2022 ἐπισκέφθηκα μὲ τὸν ἀδελφό μου Χρῆστο φιλικὸ πρόσωπο στὴν Τίμη τῆς Πάφου, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο καὶ πήγαμε νὰ προσκυνήσουμε στὸν ἀρχαῖο βυζαντινὸ ναὸ τῆς Παναγίας Καθολικῆς στὰ Κούκλια. Ἦλθε καὶ μᾶς ἄνοιξε ὁ κ. Δ., πιστὸς χωριανὸς καὶ ψάλτης στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε καὶ βγήκαμε ἔξω, ἐπειδὴ ὁ κοινὸς γνωστὸς ἀπὸ τὴν Τίμη τοῦ ἀνέφερε πὼς ἤμουνα παλαιότερα στὸ Σταυροβούνι, μᾶς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς.
Ὁ Δῆμος, μετὰ τὰ γνωστὰ φοβερὰ γεγονότα τῆς πτώσης τῶν «διδύμων πύργων» στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 11.09. 2001, εἶχε ἔκτοτε φοβία νὰ μπεῖ σὲ ἀεροπλάνο, μήπως καὶ τοῦ συνέβαινε κάτι ἀνάλογο… Νὰ ὅμως ποὺ κατὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2005 ἔπρεπε νὰ ταξιδεύσει στὴν Ἀμερικὴ γιὰ κάποιο σοβαρὸ προσωπικὸ λόγο. Ὅμως οἱ ἀνωτέρω φοβίες καὶ ἀνασφάλειες ποὺ τὸν βασάνιζαν, τὸν ἀπέτρεπαν νὰ κάνει τὸ ταξίδι του αὐτό. Νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ Δῆμος μετέβαινε κατὰ καιροὺς στὸ Σταυροβούνι καὶ ἐξομολογεῖτο. Ἕνας καλὸς χριστιανὸς καὶ φίλος τοῦ Δήμου ἀπὸ τὴν Πάφο, ποὺ γνώριζε τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπε πώς, ἀφοῦ γνώριζε τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, θὰ ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τὸν συμβουλευθεῖ σχετικὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα.
Πράγματι πῆγε ἕνα ἀπόγευμα στὴ Μονή. Ἦταν ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ ψαλλόταν στὴν ἐκκλησία ὁ Παρακλητικὸς Κανὼν στὴ Θεοτόκο. Ὁ Δ. στεκόταν στὸν ναὸ μὲ τοὺς λοιποὺς παρευρισκομένους πιστοὺς καὶ προσευχόταν, ἀναμένοντας τὸ πέρας τῆς Ἀκολουθίας. Τότε, χωρὶς νὰ ἔχει εἰπεῖ ὁτιδήποτε σὲ ὁποιονδήποτε γιὰ τὸ ζήτημά του, εἶδε τὸν Γέροντα νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του καὶ τοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, σὲ βλέπω πολὺ ἀνήσυχο! Μόλις τελειώσει ὁ Ἑσπερινός, ἔλα στὸ κελλί μου νὰ σὲ δῶ»! Πράγματι, ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Δ. ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος μὲ αὐστηρότητα καὶ βεβαιότητα τοῦ εἶπε: «Γυιέ μου, νὰ μὴν φοβᾶσαι τίποτα! Νὰ πᾶς μὲ τὸ καλὸ καὶ νὰ ἔρθεις πίσω καὶ τίποτα δὲν θὰ πάθεις»!
Πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα ὁ Δ., ταξίδευσε στὴν Ἀμερική, τακτοποίησε τὴν ὑπόθεσή του καὶ ὅλα μιὰ χαρά! Τὸ βράδυ ὅμως τῆς παραμονῆς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πετάξει πίσω στὴν Κύπρο, τὸν ἔπιασαν καὶ πάλιν οἱ σκέψεις καὶ οἱ φοβίες καὶ δίσταζε νὰ ξαναμπεῖ στὸ ἀεροπλάνο. Ἔτσι ὅπως πάλευε μὲ τοὺς λογισμούς, νάσου μπροστά του ὁλοζώντανος ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος καὶ τοῦ λέγει μὲ ἐκεῖνο τὸ γνωστό του αὐστηρὸ ὕφος: «Δὲν σοῦ εἶπα, γυιέ μου, νὰ μὴν φοβᾶσαι; Αὔριο νὰ μπεῖς στὸ ἀεροπλάνο καὶ θὰ ἐπιστρέψεις μὲ τὸ καλὸ στὴν Κύπρο καὶ τίποτα δὲν παθαίνεις»! Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Ἀφοῦ μὲ τὸ καλὸ ἐπέστρεψε πίσω ὁ Δ., πῆγε στὸ Σταυροβούνι νὰ εὐχαριστήσει τὸν Γέροντα. Τὸν πῆγε ἕνας μοναχὸς ἐκεῖ ποὺ καθότανε καὶ ξεφλούδιζε τσάι τοῦ βουνοῦ. Μόλις γύρισε καὶ τὸν εἶδε ὁ Γέροντας, λέξη δὲν τοῦ εἶπε, μόνο τοῦ ἔγνεψε μὲ τὸ χέρι νὰ φύγει, ἀσφαλῶς γιὰ νὰ κρυφθεῖ καὶ νὰ μὴν μάθουνε οἱ ἄλλοι τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο συμβάν.
Ὁ Γέροντας καὶ ἡ μακαριστὴ Μηλιὰ Μασοῦρα ἐκ Ζώδιας
Καθοριστικὴ ὑπῆρξε ἡ γνωριμία καὶ τῆς μακαριστῆς μητρὸς τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου Μηλιᾶς μὲ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο καὶ ἡ πνευματικὴ μαθητεία της σ᾽ αὐτὸν γιὰ τὴ μετέπειτα πνευματικὴ πορεία, τόσο τῆς ἰδίας, ὅσο καὶ τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ πρὶν κατακλείσουμε τὸ κείμενό μας αὐτό, θεωρήσαμε ὠφέλιμο νὰ παραθέσουμε καὶ τὰ ἑξῆς, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Μόρφου, ἐπειδὴ αὐτὰ ἀναδεικνύουν σὺν ἄλλοις καὶ τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καὶ τὴ θεόσοφη διάκριση τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου.
Ὁ γυιὸς τῆς Μηλιᾶς Πέτρος, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός, σὲ ἡλικία 24 τότε ἐτῶν, ἐνῶ κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ εἶχε λάβει μέρος στὶς πολύνεκρες φοβερὲς μάχες Λεύκας, Λαπήθου καὶ Καραβᾶ μαζὶ μὲ τὸ ἡρωϊκὸ 256 Τάγμα Πεζικοῦ, τελικὰ σκοτώθηκε σὲ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα κοντὰ στὸ χωριὸ Γερακιὲς τῆς Μαραθάσας στὶς 22.08.1974.
Καὶ ἡ χαροκαμένη Μηλιά, ὡς νὰ μὴν ἔφθανε ὁ πόνος τῆς προσφυγιᾶς καὶ τοῦ πένθους της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της Νικόλα (1970) καὶ τοῦ γυιοῦ της Πέτρου, ἄκουε ποικίλους ἀγανακτισμένους πρόσφυγες νὰ καταρῶνται τοὺς αἰτίους τοῦ κυπριακοῦ πραξικοπήματος (15.07.1974) καὶ τῆς βάρβαρης τουρκικῆς εἰσβολῆς στὴν Κύπρο (20.07.1974). Ἦταν δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ ἔκφραση κατάρας, ποὺ πολλοὶ ἐκστόμιζαν: «Ἂς ὄψονται οἱ αἴτιοι ποὺ τὰ ᾽κάμαν (δηλ. εἴθε νὰ δοῦν τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ)». Τότε μπῆκε σ᾽ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ καὶ ἡ Μηλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ καταρᾶται τοὺς αἰτίους τῶν μεγάλων κακῶν τῆς πολύπαθης Κύπρου. Ἀμέσως ὅμως ἔνοιωσε τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρῶτα νὰ συστέλλεται καὶ μετὰ νὰ ἐξαφανίζεται ἡ αἴσθησή της ἀπὸ τὴν ψυχή της! Καὶ κατάντησε ἔτσι μιὰ ἄ–χαρη πενθοφοροῦσα μάνα, ὅ,τι πιὸ τραγικό! «Χάθηκε, γυιέ μου», ἔλεγε κατόπιν στὸν Πανιερώτατο, «ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ τὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης, ποὺ εἶχα προηγουμένως, καὶ δὲν γνωρίζω γιατί»!
Τότε ζήτησε ἀπὸ τὸν γαμβρό της (σύζυγο τῆς κόρης της Στέλλας) Ἀνδρέα νὰ τὴν πάρει στὴν ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου νὰ ἐξομολογηθεῖ, καθὼς τότε ἡ Μονὴ ἦταν τὸ κέντρο τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως καὶ Μετανοίας γιὰ ὅλους τῆς Κυπρίους. Πράγματι ἡ Μηλιὰ ἐξομολογήθηκε τὰ πάντα γιὰ τὴ ζωή της στὸν Γέροντα Ἀθανάσιο, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς τῆς Μονῆς. Ὁ ἅγιος Μόρφου, ποὺ ἤτανε τότε 12 ἐτῶν, θυμάται ὅτι στὴ Μονὴ συναντήθηκαν μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ Γέροντος Γεώργιο καὶ Ἑλένη, καθὼς μετὰ τὴν εἰσβολὴ προσφυγοποιήθηκαν καὶ ὁ Γέροντας τοὺς μετέφερε νὰ διαμείνουν ἐκεῖ γιὰ ἀσφάλεια. Νὰ σημειώσουμε πὼς τότε δὲν εἶχε ἄλλους μοναχοὺς ἐπάνω στὴν κυρίως Μονή. Ἔκλαψε λοιπὸν μαζί τους ἡ Μηλιὰ τὸν κοινὸ πόνο τους, τόσο τῆς προσφυγιᾶς, ὅσο καὶ τοῦ θανάτου τῶν παιδιῶν τους, γιατὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς τοῦ Γέροντος Χρῆστος ἦταν ἀγνοούμενος καὶ τὸ βεβαιώτερο εἶναι πὼς εἶχε σκοτωθεῖ ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς.
Μεταξὺ λοιπὸν τῶν ἄλλων, ἡ Μηλιὰ ἐξομολογήθηκε τὴν ἁμαρτία της ποὺ καταριόταν τοὺς αἰτίους τῶν κακῶν στὸ νησί μας. Ὁ Γέροντας τότε τῆς εἶπε· «Μηλιά, ἂν συνεχίσεις ἔτσι, θὰ χάσεις τὸν μισθό σου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα καλὰ ἔκαμες μέχρι σήμερα». «Τί νὰ κάμω τότε;», τὸν ρώτησε. «Πῶς νὰ ἀντιμετωπίσω τὴ μεγάλη πικρία ποὺ ἔχω μέσα μου γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μὲ βρῆκαν»; Τῆς ἀπάντησε ὁ θεοφόρος Γέροντας· «Κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς νὰ σοῦ βάζει νὰ πεῖς τέτοιες κατάρες καὶ θὰ σὲ “πλημμελᾶ” (δηλ. θὰ σὲ βάζει νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ μεγάλο πλημμέλημα), ἐσὺ ἀμέσως νὰ λές, πρῶτα φωνακτὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ μέσα σου, “Δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ἐσύ, Θεέ μου, ξέρεις! Ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει κι ἐκείνους κι ἐμᾶς!”».
Ἀπὸ τότε ἡ Μηλιὰ γύρισε τὸν διακόπτη στὴ συγχωρητικότητα καὶ στὴν προσευχή. Θυμᾶται ὁ Μητροπολίτης τὴ μάνα του πού, ἐνῶ ἔφτιαχνε παπλώματα γιὰ νὰ σκεπαστοῦν τὸν χειμῶνα ποὺ ἐρχόταν, τὴν ἄκουγε νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ συγχωρᾶ συνεχῶς! Κι ὅταν τὴ ρώτησε, «Μά, τί λές, μάνα;», τοῦ ἀνέφερε τότε τὴ φωτισμένη συμβουλὴ ποὺ τῆς εἶχε δώσει “ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Σταυροβουνιοῦ“, ὅπως ἀποκαλοῦσε ἔκτοτε τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο. Καὶ κατέληξε· «Καὶ τώρα, γυιέ μου, ποὺ τὴν τηρῶ αὐτὴ τὴ συμβουλή, ἦλθε ξανὰ στὴν καρδία μου ἡ προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα τῆς κατάνυξης στὰ μάτια μου»!
* * *
Καταλήγω στὰ ταπεινά μου ψελλίσματα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου Γέροντά μας μὲ αὐτό, ποὺ διακήρυττε μὲ κάθε βεβαιότητα ὁ μακαριστὸς Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης γι᾽ αὐτόν: «Μά, αὐτὸς δὲν εἶναι Γέροντας! Γέροντες ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ· Γέροντες εἴμαστε ἐμεῖς… Αὐτὸς εἶναι ἀββᾶς!» Καί, μὲ αὐτό, ποὺ πολὺ πρὶν τὸν γνωρίσει σωματικά, ἔλεγε κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 σὲ Κυπρίους ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸν Γέροντα: «Ἕνας ἐργάζεται σωστὰ στὴν Κύπρο, ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος… Νὰ ἀκοῦς τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο σὲ ὅ,τι σοῦ λέει, γιατὶ καὶ θεία Χάρη ἔχει, καὶ ἐμπειρίες ἔχει… Καί, μὴν ἀκοῦτε, βάσεις δὲν εἶναι οἱ ἀμερικάνικες. Βάσεις εἶναι τὸ Σταυροβούνι. Κάνετε τρία τέσσερα Σταυροβούνια στὴν Κύπρο, καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλες οἱ ξένες βάσεις…».
Τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἀθανασίου Σταυροβουνιώτου εἴη ἡ μνήμη αἰωνία. Ἀμήν!