Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Ὁ χριστεπώνυμος βεβαίως Ὀρθόδοξος λαὸς ἀκροᾶται τὴν ἁγιότητα καὶ ἄλλων οὐρανοπολιτῶν ἀνθρώπων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὅπως τῶν ὁσίας μνήμης πατέρων ἡμῶν Ἰακώβου Τσαλίκη τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Βησσαρίωνος τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, κ.ἄ. Ἐδῶ πρέπει νὰ διασαφηνίσουμε, ὅτι εἶναι ὁ κλῆρος καὶ λαὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος βιώνει καὶ «ψηλαφεῖ» πρῶτος τὴν ἁγιότητα ἑνὸς δούλου τοῦ Θεοῦ καί, ἐν καιρῷ, ὅταν τὸ θέμα ὠριμάσει καὶ κριθεῖ κατάλληλη ἡ στιγμή, παραπέμπεται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Σύνοδος τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ ἐξετάσει ἐνδελεχῶς τὸν κατηρτισμένο σχετικὸ φάκελλο, κάνει τὴ διαπίστωση τῆς ἁγιότητας κάποιου Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια διακηρύττει στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἐγγράφοντας τὸν διακηρυχθέντα ἅγιο στὸ Ἑορτολόγιο τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας[1].
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη, τὸν διορατικό, τὸν σοφὸ καὶ θεοδίδακτο συμπαντικὸ ἐπιστήμονα, γιατὶ οἱ λέξεις ἀδυνατοῦν νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ἀποδώσουν μὲ ἀκρίβεια τὴ σπάνια χαρισματική του προσωπικότητα, τὴν ἁγιότητά του. Μιὰ ἁγιότητα, ποὺ ἀναπτύχθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ ἀποτελεῖ ἀδιάσπαστη φυσικὴ συνέχεια τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ σήμερα. Ἄλλωστε, ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τῆς διακήρυξης τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἀπὸ τὸν λαό μας μαρτυρεῖ τὴν ἁγιοπνευματικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποὺ τὴ θέλει νὰ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ βιωμένη μέσα στοὺς αἰῶνες αὐθεντικὴ κι ἀνόθευτη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἡ ὁποία γνωρίζει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα τῶν χαριτωμένων ἀνθρώπων, πολὺ πρὶν τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς τους, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.
Μέσα σὲ συνθῆκες μιᾶς γενικώτερης πνευματικῆς κρίσης, μὲ ὅλα τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθά της σὲ ὅλο τὸν ἑλληνισμὸ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ σοφὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μᾶς ἀνήγγειλε, «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»· καὶ ἡ λαμπάδα εἶναι ἡ «ἀείποτε καιομένη» τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου, τοῦ διορατικοῦ ἀσκητοῦ καὶ συμπαντικοῦ ἐπιστήμονος, ποὺ ἄναψε ἡ πυρσοφεγγὴς τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια. Τὶς δύσκολες τοῦτες μέρες, ἔρχεται ὁ ταπεινὸς Καυσοκαλυβίτης νὰ μᾶς ἀναπαύσει ἐν Πνεύματι καὶ νὰ μᾶς διδάξει, πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε, πῶς νὰ ἀγαπήσουμε, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἐρωτευθοῦμε τὸν Χριστό. Δὲν ἔχουμε καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐνέταξε στὸ Ἑορτολόγιό της ἕνα σύγχρονο ἅγιο, «φωστῆρα καὶ θεολόγον τῆς οἰκουμένης», ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθοῦν πολλοὶ χειμαζόμενοι καὶ ἀδύναμοι ἄνθρωποι τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε τὸ 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας στὴν Εὔβοια. Δύο μόνο χρόνια φοίτησε στὸ σχολεῖο, γιατί, ἕνεκα φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του, ρίχθηκε ἀπὸ μικρὸς στὴ βιοπάλη. Ἡ καθαρή του καρδιὰ πόθησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸν Χριστό. Διαβάζοντας τὸν Βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη, τοῦ γεννήθηκε ὁ πόθος τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν ἀγαπημένο του ἅγιο, ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο καὶ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀσκητέψει. Ἐκεῖ συναντᾶ τοὺς Γέροντες Ἰωαννίκιο καὶ Παντελεήμονα καὶ μένει μαζί τους στὰ Καυσοκαλύβια. Ἔτσι γίνεται, ὡς μιμητὴς τοῦ Καλυβίτη, Καυσοκαλυβίτης. Κοντά στοὺς δύο τούτους ἐνάρετους καὶ αὐστηροὺς Γέροντες ἀσκεῖται καθημερινὰ στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ νέκρωση τοῦ θελήματός του καί, λίγο πρὶν τὰ εἴκοσί του χρόνια, τὸν ἐπισκέπτεται πλούσια ἡ θεία Χάρη. Ὁ τότε μοναχὸς Νικήτας, ὅπως ὀνομάστηκε στὴ μοναχική του κουρὰ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος, περιμένει κάποτε στὸν προνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, νὰ ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία. Φθάνει τότε ὁ γέρο Δημᾶς, ἕνας κρυφὸς ἅγιος, ἐνενῆντα ἐτῶν, πρώην ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τοῦ π. Νικήτα. Βέβαιος, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται θερμὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ μὲ στρωτὲς μετάνοιες. Τότε ἀρχίζει νὰ ξεχειλίζει ἡ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Δημᾶ ὡς φῶς, καὶ νὰ ἁπλώνει παντοῦ, καλύπτοντας καὶ τὸν μοναχὸ Νικήτα (Πορφύριο). Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε ἕνα κρυφὸ ἅγιο, τὸν πυρφόρο καὶ θεοφόρο Γέροντα Δημᾶ, γιὰ ν᾽ ἀνάψει τὴ φλόγα τοῦ Πνεύματος σ᾽ ἕνα ἄλλο ἅγιο, τὸν μοναχὸ Νικήτα, ποὺ ἦταν ἕτοιμο «εὔφλεκτο ὑλικό», νὰ δεχθεῖ τὴ θεία Χάρη.
Ἀπὸ τότε ἄνοιξαν οἱ αἰσθήσεις τοῦ ὁσίου Πορφυρίου καὶ ἡ προσευχή του ἔγινε διαπεραστική. Τὸ διορατικὸ χάρισμα, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἦταν περιορισμένης κλίμακας, ἀλλὰ πολὺ μεγάλης. Ἄκουε, ὀσφραινόταν καὶ ἔβλεπε τὰ πάντα ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά. Μιλοῦσε γιὰ ὅλα μὲ λεπτότητα καὶ ἁπαλότητα, γιὰ τὸ σύμπαν, τοὺς οὐρανούς, τοὺς πλανῆτες, τὴν ἐπιστήμη, τὰ λουλούδια, τὰ πουλιά, τὴ φύση, τὴν ψυχή, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, τὴ θεία Λειτουργία, τοὺς ὕμνους. Καί, δὲν τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἡ γνώση ἁπλῶς τῶν ὄντων, ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση τῶν λόγων τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τῆς γνώσης τοῦ γιατὶ πλάσθηκε τὸ κάθε δημιούργημα καὶ ποιὸ σκοπὸ ἔχει. Προκαλοῦσε βεβαίως ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ χαρίσματά του, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν γινόταν γιὰ νὰ θαυμάζουν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ μέσα τους ἕνα ὡραῖο κλίμα, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ποῦν· «Ἔλα, Χριστέ μου, γιατὶ χωρὶς Ἐσένα, ὅσο ὡραῖο κι ἂν εἶναι τὸ κλίμα αὐτό, ἡ ὀμορφιὰ εἶναι λειψή, ἐπειδὴ Ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ὡραιότητας. Ὁ μόνος Ὡραῖος, ὁ ἀείποτε Ὡραῖος, ὁ Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς!» Τὸν ἐνδιέφερε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστὸ χωρὶς βία. Νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, ἀπὸ μιὰ καλὴ ψυχή, μιὰ ὡραία εἰκόνα, μιὰ ὡραία μουσική, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἐκπλήσσονται καὶ νὰ χαίρονται ἔτσι τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τὴ δημιουργία Του. Πολλὲς φορές, ἀκούγοντάς τον νὰ ἐκφράζεται ἔτσι, αἰσθάνθηκα αὐτό, ποὺ γράφει στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γένεσης :«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν.1,31).
Ὁ μοναχὸς Νικήτας, λόγῳ σοβαρῆς ἀσθένειάς του, μεταβαίνει ἀργότερα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους Εὐβοίας, ὅπου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ Πορφύριος, διαπιστώνοντας τὴ χαρισματική του προσωπικότητα, τὸν χειροτονεῖ ἱερέα σὲ ἡλικία μόλις 20 ἐτῶν, δίνοντάς του μάλιστα καὶ τὸ ὄνομά του. Τὸ 1940 ὁ π. Πορφύριος διορίζεται ἐφημέριος στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, στὴν «ἔρημο τῆς Ὁμόνοιας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Στὴ θέση τούτη παραμένει γιὰ 33 χρόνια, ἐξομολογώντας, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας καὶ πολλὲς φορὲς θεραπεύοντας μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀσθενεῖς. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, τὴν ἐποχὴ τῆς κατοχῆς, συνδέθηκε πολὺ στενὰ μὲ τὸν Κύπρου Μακάριο Γ´, τότε διάκονο τοῦ ναοῦ Ἁγίας Εἰρήνης Αἰόλου. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ ὅσιος: «Τὴν κατοχὴ τὴν περάσαμε μαζί.» Τὸ 1950 ἐνοικιάζει τὸ ἐγκαταλελειμμένο Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὰ Καλλίσια Πεντέλης, ὅπου συχνάζει προσευχόμενος καὶ καλλιεργώντας τὰ ἐκεῖ κτήματα, ἐνῶ τὸ 1979 ἐγκαθίσταται στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς, κοντὰ στὸν Ὠρωπό, ὅπου ἀνεγείρει σταδιακὰ τὸ μεγάλο Ἡσυχαστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Τελικά, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τὸ ἐπερχόμενο τέλος, ζήτησε καὶ τὸν μετέφεραν, τυφλὸ πλέον καὶ ἀσθενῆ, στὸν τόπο τῆς μετανοίας του, τὸ καλύβι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991.
Γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο ἀσφαλῶς γράφτηκαν καὶ θὰ γραφοῦν πολλά. Θὰ ἤθελα ὅμως ἐδῶ νὰ καταθέσω τὴν προσωπική μου μαρτυρία γιὰ τὸν μεγάλο τοῦτο σύγχρονο ἅγιο, μέσα ἀπὸ τὶς συναντήσεις καὶ τὴ γνωριμία, ποὺ μὲ ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ ἔχω μαζί του ὡς φοιτητὴς στὴν Ἀθῆνα.
Προσωπικά, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ γίνω ἱερέας, γιατὶ εἶχα ἕνα πρόπαππο ἱερέα, ποὺ προσευχόταν καὶ ἔλεγε· «Θεέ μου, βγάλε ἕναν παπᾶ ἀπὸ τὴ γενιά μας, νὰ μᾶς μνημονεύει!» Καί, ὅταν ἀργότερα εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσω τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὸν ἐπισκέφτηκα, γιὰ νὰ τοῦ πῶ ὅτι ἤθελα νὰ διακόψω τὶς σπουδές μου στὴ Νομική, αὐτὸς ἐπέμενε νὰ πάρω τὸ πτυχίο, λέγοντάς μου: «Αὐτὸ τὸ πτυχίο θὰ τὸ πάρεις! Θὰ τὸ καθυστερήσεις ἕνα χρόνο, γιατὶ θὰ πηγαίνεις ἀπὸ μοναστήρι σὲ μοναστήρι, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πάρεις. Δὲν σοῦ μιλῶ ἐγώ, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ πτυχίο αὐτὸ θὰ σοῦ τὸ ζητήσει κάποτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου.» Ὅπως καὶ ἔγινε! Τὸ 1998 χειροτονοῦμαι καὶ ἐνθρονίζομαι Μητροπολίτης Μόρφου καί, στὴν πρώτη συνεδρία τῆς Συνόδου ποὺ παρακάθησα, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α´ μὲ διορίζει, λόγῳ τοῦ πτυχίου τῆς Νομικῆς, σὲ ἀνακριτικὴ ἐπιτροπή, πρὸς διερεύνηση κάποιων οἰκονομικῆς φύσεως τότε προβλημάτων. Ὁ ὅσιος Πορφύριος εἶχε ἰδεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ χρόνια πρίν!
Θυμᾶμαι μιὰ φορά, ποὺ μᾶς διηγεῖτο μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ ναὸ Μονῆς στὴν Ἄμφισσα. Τὴν ὥρα ποὺ θαύμαζε τὸ ὡραῖο ἀρχαῖο εἰκονοστάσι τοῦ ναοῦ, σκέφτηκε· «Τί Λειτουργίες θὰ εἶδε τὸ εἰκονοστάσι αὐτό!». Καί, ἀμέσως, «ἄνοιξε» ἡ ὅρασή του καὶ ἔβλεπε παλαιὲς Λειτουργίες, ποὺ τελέστηκαν ἐκεῖ. Εἶδε μιὰ Λειτουργία, ποὺ ἔγινε τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ὁπόταν ἦρθαν ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔσφαξαν τοὺς μοναχούς. Ἔβλεπε τὴν ἀγωνία, ποὺ εἶχαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι στὴν προσευχή τους, καθὼς καὶ τὸ αἱματοβαμμένο ἀπὸ τὰ αἵματά τους εἰκονοστάσι. Κι ὅλα τοῦτα ἔγιναν μὲ ἀφορμὴ ἕνα καλὸ λογισμὸ τοῦ π. Πορφυρίου, ἕνα θαυμασμὸ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ εἰκονοστασίου.
Ἐπέμενε πολὺ στὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολόγησης καὶ ἔλεγε κάτι πολὺ σημαντικό, ποὺ δὲν τοῦ δίνουμε σημασία, γιατὶ δὲν τὸ γνωρίζουμε. «Δὲν εὐθύνεται μονάχα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὰ παραπτώματά του…Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καὶ τὰ βιώματα τῶν γονέων του καὶ εἰδικὰ τῆς μητέρας…δημιουργεῖται μία κατάστασις στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ποὺ τὴν παίρνει μαζί του σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, ἀφήνει ἴχνη μέσα του…Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα μυστικό. Ὑπάρχει κάποιος τρόπος ν᾽ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἡ γενικὴ Ἐξομολόγηση, ποὺ γίνεται μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ…Πολλὲς φορὲς ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτὴ τὴ γενικὴ Ἐξομολόγηση καὶ εἶδα θαύματα πάνω σ᾽ αὐτό. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ λές στὸν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία Χάρη καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἄσχημα βιώματα καὶ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἐνοχές· διότι, τὴν ὥρα ποὺ τὰ λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀπαλλαγή σου.»[2] Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν καταλλαγεῖ, δὲν ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, μέσῳ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολόγησης, ὅλο καὶ περισσότερες ἐπιπλοκὲς θὰ παθαίνει στὴ ψυχή του.
Ἐδῶ, θὰ ἀναφερθῶ σύντομα σὲ ἕνα σχετικὸ προσωπικό μου βίωμα μὲ τὸν ὅσιο Πορφύριο. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκα, τοῦ λέω· «Ξέρεις, Γέροντα, μοῦ λένε ὅτι πρέπει νὰ γίνω καὶ παπᾶς, κι ὄχι μόνο μοναχός, ἀλλὰ ἐγώ, ξέρεις, ἔχω ἀδυναμία στὰ χέρια! Πῶς θὰ γίνω παπᾶς; Ἄσε, ποὺ ἔχω καὶ ἄλλα προβλήματα, π.χ. θυμώνω εὔκολα καὶ εἶμαι ἀπότομος. Δὲν ἔχω καὶ τὴν καλύτερη κληρονομικότητα!» Μόλις τοῦ εἶπα τὴ λέξη κληρονομικότητα, ἔπιασε τὸ χέρι μου, κρατώντας το, ὅπως παίρνουμε τὸν σφυγμὸ κάποιου, καὶ μοῦ λέει· «Γιὰ νὰ δοῦμε! Μὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτό, ποὺ ἔχεις!» Κι ἐγώ, ὡς ὁρμητικὸς Ζωδιάτης ποὺ εἶμαι, τοῦ λέω· «Καὶ τί ἄλλο ἔχω;» Ὁμολογῶ, ὅτι ἐπὶ μισὴ ὥρα περίπου κατέβαινε ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο τῆς ψυχῆς μου καὶ εἶδε ὅλα τὰ χάλια μου! Προσωπικά, κληρονομικά, ἐπίκτητα! Κι ἀφοῦ μοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴν ἁγία ψυχανάλυση, μοῦ εἶπε· «Αὐτὸς εἶσαι καὶ μὴ ψάχνεσαι ἀπ᾽ ἐδῶ κι ἀπ᾽ ἐκεῖ. Οὔτε καὶ περισσότερος, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ λιγότερος. Μὲ αὐτὰ θὰ ἀγωνιστεῖς, ποὺ ἄντεξες μαζί μου καὶ ἄντεξα κι ἐγὼ νὰ βλέπω, αὐτὰ ποὺ κληρονόμησες κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις. Καὶ τώρα ποὺ θὰ βγεῖς ἔξω, ὄχι νὰ λὲς ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ, ὅτι εὐωδιάζω!» Κι αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα γέμισε ὅλο τὸ δωμάτιο εὐωδία, ἀρώματα, ἔγινε σὰν μυροπωλεῖο! «Ξέρεις», μοῦ λέει, «ἔχω κάτι λείψανα ἁγίων ἐδῶ, καὶ ὅταν γίνεται καθαρὴ Ἐξομολόγηση, γενικὴ Ἐξομολόγηση, χαίρονται αὐτά! Ἀλλὰ χαίρομαι κι ἐγώ, ποὺ εἶχες τὴν τόλμη νὰ κατέβουμε μαζὶ στὸν ἅδη τῆς ψυχῆς σου.»
Τὸ ἐκπληκτικό, ὅμως, μὲ τὸν ὅσιο Πορφύριο, δὲν εἶναι ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε τὸ διορατικὸ χάρισμα σὲ βαθμό, ποὺ νὰ βλέπει ὅλο τὸ σύμπαν καὶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ πῶς κράτησε τὸ χάρισμα αὐτό. Γιατὶ ὁ Θεός, ὡς «χουβαρντᾶς», μπορεῖ νὰ δώσει πολλὰ χαρίσματα, ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι πῶς τὰ διαχειρίζεσαι καὶ πῶς τὰ κρατᾶς, νὰ μὴν τὰ χάσεις. Καὶ ὁ ὅσιος κράτησε τὰ χαρίσματα αὐτά, ἀφενὸς γιατὶ ποτέ του δὲν διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀσθένειές του -σκεφτεῖτε, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔβλεπε τὸ σύμπαν καὶ τοὺς ἀστέρες, τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔβγαζε δαιμόνια, ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νὰ πάσχει ἀπὸ μικρός, καὶ τέλος νὰ προσβληθεῖ ἀπὸ καρκῖνο καὶ νὰ τυφλωθεῖ- καί, ἀφετέρου, γιατὶ εἶχε ἐπιμελημένη μετάνοια μέχρι τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του. Μάλιστα, ἡ μετάνοιά του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ λέπτυνε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ συνείδησή του, τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, ὥστε στὴν πνευματική του διαθήκη, ποὺ μᾶς ἄφησε λίγους μῆνες πρὶν κοιμηθεῖ, λέει ὅτι ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ μικρός, τὶς ὁποῖες βεβαίως ἐξομολογήθηκε, ἀλλὰ αἰσθανόταν ὅτι οἱ πνευματικές του ἁμαρτίες ἦταν πάρα πολλές, καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ προσεύχονται γι᾽ αὐτόν. Διότι, ὅπως ἔχουμε σαρκικὲς καὶ ψυχικὲς ἁμαρτίες, ἔχουμε καὶ πνευματικές. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιοῦσε τὸ διορατικό του χάρισμα, ὄχι μόνο γιὰ νὰ βλέπει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπει καὶ τὰ δικά του λάθη καὶ πάθη καὶ νὰ μετανοεῖ γι᾽ αὐτά.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνωδία. Ἔμαθε νὰ ψέλνει τοὺς διάφορους Κανόνες, πρᾶγμα ὄχι εὔκολο, ἀποστήθισε ὅλο τὸ Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ, ὅπως συνηθιζόταν στὴν ἀρχαία μοναστικὴ πράξη, καθὼς καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἰδικώτερα μάλιστα τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πού, ὅταν μποροῦσε, τὸ ἀπήγγελλε ὄρθιος. Ὅταν τὰ πνευματικά του τέκνα τοῦ ζητοῦσαν νὰ κάνουν κομποσχοίνι στὴ θέση τῶν Ἀκολουθιῶν, τοὺς ἔλεγε: «Καλὸ εἶναι καὶ τοῦτο, ἀλλὰ ἀνώτερο εἶναι νὰ διαβάζεις τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς κ.ἄ., γιατὶ κάθε λέξη εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ μόνο νὰ δεῖ αὐτὰ τὰ κείμενα τὸ μάτι σου, νὰ τὰ ἀκούσει τὸ αὐτί σου, νὰ τὰ ψάλλει ἡ γλῶσσα σου, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἁγιάζει, καὶ μετὰ εὔκολα ἐρωτεύεσαι τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα τὰ κακὰ ἀντέχονται.» Ἐδῶ νὰ τονίσουμε καὶ τὸ πόσο ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ ὅσιος στὴν ἀπόκτηση τοῦ θείου ἔρωτα. Γι᾽ αὐτὸ καί, ἐπαναλαμβάνοντας στίχο ἑνὸς ὡραιότατου ὁσιακοῦ Δοξαστικοῦ, συμβούλευε συχνά: «ἀγαπήσατε τὸν Χριστόν· μηδὲν προτιμήσητε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ!»
Θεωρῶ ἐπίσης πολὺ σημαντικὴ τὴ διδαχή του περὶ μετανοίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὅτι ὑπάρχουν δύο τρόποι μετανοίας. Ὁ ἕνας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴ μνήμη τῆς κολάσεως, τὴ μνήμη τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ποὺ σὲ βοηθοῦν νὰ βρίσκεσαι συνέχεια σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, πολεμώντας τὰ πάθη σου. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ «ἀναίμακτος», ὅπως τὸν ὀνόμαζε, δηλ. τὸ νὰ μὴ μπεῖς σὲ ἀνοιχτὴ αἱματηρὴ πάλη μὲ τὸν ἐχθρὸ διάβολο, ὁπόταν μπορεῖ νὰ πληγωθεῖς. «Σοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμός, μιὰ ἐπιθυμία; Μὴν πανικοβάλλεσαι! Γύρισε ἀμέσως κάπου τὴν προσοχή σου. Μὴν προσέχεις συνεχῶς τὸ μαράζι ποὺ ἔχεις, τὸ παράπονο ἐναντίον κάποιου. Ἂν σᾶς θέτει ἐμπόδια ὁ πονηρός, νὰ τὸν περιφρονεῖτε», συμβούλευε. Δηλαδή, ἔδινε μεγάλη σημασία στὸν προσανατολισμὸ τοῦ νοῦ. Δὲν ἀκύρωνε τὸν πρῶτο τρόπο μετανοίας καὶ πνευματικῆς ἀντίστασης στὶς πειρασμικὲς προσβολές, ἀλλὰ προέκρινε τὸν δέυτερο, τὸν «ἀναίμακτο τρόπο».
Κύριο καὶ καίριο χαρακτηριστικὸ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἦταν ὅτι καταγινόταν στὴν πνευματικὴ ἐργασία ἀθόρυβα, μὲ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια. Ταπείνωνε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του μὲ ὑπακοή, ὑπομονὴ καὶ μετάνοια, ἀλλὰ μυστικά. «Ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία, ἔλεγε, νὰ εἶναι μυστική. Ὄχι μόνο νὰ μὴν γνωρίζουν οἱ ἄλλοι, πῶς ἐμεῖς ἐργαζόμαστε στὴ μετάνοια, στὴ δοξολογία, στὴν εὐχαριστία μας. Ὄχι μόνο νὰ μὴ γνωρίζει ‘‘ἡ ἀριστερὰ τί ποιεῖ ἡ δεξιά’’, ἀλλά, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ μὴ γνωρίζουμε οὔτε οἱ ἴδιοι πῶς ἐργαζόμαστε. Κρυφά, ἀθόρυβα, ἀπαλά, ἁπλᾶ.» Ὅταν ρώτησα πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἕνα πολιὸ ἱερέα τῆς Μητροπόλεώς μας, 80 ἐτῶν, τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔφεραν στὴν ἐποχή μας καὶ ἐπισφράγισαν μὲ τὴ ζωή τους οἱ σύγχρονοι Γέροντες, μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί, Δεσπότη μου, ἔφεραν πίσω τὴν ἄσκηση, τὸ παραδοσιακὸ ἀσκητικὸ φρόνημα καὶ τὴν αὐθεντικὴ εὐσέβεια, καὶ ἔδιωξαν τὸν εὐσεβισμό.» Αὐτὸ τὸ λέει ἕνας ἱερέας, ποὺ ἔζησε ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο, ποὺ περιγράφουμε. Ὁ δὲ ὅσιος Πορφύριος ἦταν ἡ πλήρης ἀναίρεση τοῦ διαστρεβλωμένου καὶ ἀντορθόδοξου θρησκευτικοῦ πνεύματος, ποὺ θέλει μὲ τὸ ζόρι νὰ διορθώσει καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο, ὑπερτονίζοντας τὴν ἀξία τῶν «καλῶν ἔργων». Τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς σώσει, κι ὄχι τὰ ἔργα μας.
Τέλος, νὰ τονίσουμε, ὅτι, ὁ μεγάλος τοῦτος νεοφανὴς ὅσιος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι σύγχρονοι καὶ ὁμότροποί του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ Γέροντες Ἰάκωβος Τσαλίκης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Εὐμένιος Σαριδάκης, Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος κ.ἄ. , οὐδέποτε καλλιέργησαν τὸν «Γεροντισμὸ» καὶ τὴν ὁπαδοποίηση. Αὐτὸ εἶναι φαινόμενο, ποὺ κυρίως ἀκολούθησε μετὰ τὴν ἐκδημία τους, καὶ καλλιεργήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν τὶς ἁρμόζουσες πνευματικὲς προϋποθέσεις.
Αὐτὸς ἦταν περίπου ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἔζησε τὸν Θεὸ καὶ ἁγίασε ὁ ὡραῖος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ θεόμορφος, ποὺ ἔγινε δηλαδή, ἀποκαθαίροντας τὸ κατ᾽ εἰκόνα, καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ· ποὺ «τὸν ἔστειλε ὁ Χριστὸς στὰ ὕστερα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς εἶναι ὁ Χριστός», ὅπως μοῦ εἶπε χαρακτηριστικὰ ἕνας συμπατριώτης μας. Καὶ συμπληρώνω, ὅτι ἕνας τόπος ποὺ γεννᾶ ἁγίους ἔχει μεγάλη εὐλογία, ἔχει ἐλπίδες. Καὶ ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Κύπρος μας, χῶροι ἁγιότοκοι, θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη πολυποίκιλη κρίση, εὐχαῖς τῶν ἁγίων μας· φθάνει νὰ ἔχουμε μετάνοια, ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπως μᾶς τὴ δίδαξε ὁ Κύριος, οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ὅσιοι, ποὺ προαναφέραμε, ὅπως τὴν κήρυξε, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὁ μέγας νεοφανὴς ἀστὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης.
Ἐπισφραγίζουμε τὸ μικρό μας τοῦτο κείμενο, ἱκέσιο δέηση στὸν ὅσιο, μὲ ἀναφορὰ στὴν εὐχή, ποὺ ἐπισφράγισε τὴν ἐπίγεια εὐλογημένη βιοτή του. Ἡ τελευταία προσευχὴ τοῦ Γέροντος, ἐνῶ ξεψυχοῦσε, παρμένη ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ πρὶν τὸ σωτήριο Πάθος, εἶναι καὶ ἡ βαρύτιμη πνευματική του παρακαταθήκη καὶ εὐλογία πρὸς ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων: Εὐχήθηκε γιὰ τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστούς, «ἵνα ὦσιν ἕν»!
Ταῖς τοῦ σοῦ ὁσίου Πορφυρίου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Ἐπισημαίνουμε ὅτι, σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὸ ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ Πατρολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλλου («Διακήρυξη ἁγιότητας ἁγίου (ὄχι: ἁγιοποίηση-ἀναγνώριση-ἀνακήρυξη)», στό: Ὁ ἅγιος καὶ ὁ μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἰσηγήσεις ΙΒ´ Συνεδρίου Πατερικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1994, σσ. 170-182), ἡ ὀρθὴ ἀπὸ ἀπόψεως Ὀρθόδοξης Θεολογίας σχετικὴ ὁρολογία, τὴν ὁποία καὶ προτείνει νὰ καθιερωθεῖ καὶ τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς ἐδῶ υἱοθετοῦμε, εἶναι: διαπίστωση ἁγιότητας, διακήρυξη αὐτῆς καὶ ἐγγραφὴ τοῦ ἁγίου στὸ Ἑορτολόγιο.
[2] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2009, σσ.369-370.