Η θαυμαστή μεταμόρφωση του Πιότρ Μαμόνοβ, πρωταγωνιστή της Ορθόδοξης ταινίας “Το Νησί” (OCTROB) ο οποίος υποδύθηκε τον Άγιο Ανατόλιο τον δια Χριστόν σαλό.
Η μεταμόρφωσή του στη ζωή και στην καλλιτεχνική του πορεία ήταν για πολλούς μια αποκάλυψη. Όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, παρακολουθούσαμε στην εκπομπή «Μουσικό Ρινγκ» τις απεχθείς γκριμάτσες και μορφασμούς του ροκ συγκροτήματος «Ζβούκι Μου» (Ελλ: «Ήχοι Μουουου…») με το σολίστ Μαμόνοβ, μας φαινόταν ότι τώρα θα ξεράσει τον εαυτό του. Τόσο πολύ απεχθής ήταν. Δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι, μετά από χρόνια, θα ακούγαμε με προσοχή τους σοφούς συλλογισμούς αυτού του καταπληκτικού ανθρώπου, που θα άρχιζε να κάνει πολύ έντονη πνευματική ζωή.
«Μόνο να προλάβω! Μόνο να προλάβω να ετοιμαστώ!» – αναφωνούσε περιμένοντας την Κρίση.
Για πολλά χρόνια ήταν η εικόνα του ρωσικού ροκ, περνώντας, όπως τώρα καταλαβαίνουμε, μέσα από μια αποφατική πορεία: ακκισμοί, αλκοόλ, ναρκωτικά, ακολασία. Γι’ αυτό, τους συγκλόνισε όλους η βαθειά διείσδυση του Μαμόνοβ στον χριστιανισμό, στην Ορθοδοξία.
Θυμάμαι, σε ένα από τα τηλεοπτικά κανάλια του Κιέβου, το Νοέμβριο του 2004, είχε ανακοινωθεί πανηγυρικά η συνέντευξη με τον Μαμόνοβ. Η τηλεπαρουσιάστρια με κομμένη την ανάσα έκανε στον φιλοξενούμενο την ερώτηση: «Πώς βλέπετε τη δική μας πορτοκαλί επανάσταση;» Καθώς εκείνη περίμενε πανηγυρική έξαρση από τη θρυλική φιγούρα του αντεργκράουντ, παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό όταν άκουσε: «Σκατά είναι η επανάστασή σας!» Τότε τι αξίζει σε αυτή τη ζωή, ρώτησε η κοπέλα, όταν συνήλθε μετά από λίγο. Και άκουσε μια λακωνική απάντηση: «Η Ορθοδοξία».
Ήταν συγκλονιστικός στις ταινίες του Παύλου Λουνγκίν: στο «Ταξί-μπλουζ», στον «Τσάρο», και, ιδιαίτερα, βεβαίως, στο «Νησί».
Ο Μαμόνοβ έψαχνε τον εαυτό του και την πορεία του προς τον Θεό μέσα από δυσκολίες και αντιφάσεις. Τελικά, την βρήκε. Από το συγκρότημα «Zvuki MU» στο λόγο περί της αιωνιότητας, περί του Θεού. Στα 45 του χρόνια, κατά δική του ομολογία, κατάλαβε ότι βρισκόταν σε σκότος απελπισίας. Στη συνέχεια, για 20 χρόνια, προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον εθισμό στο αλκοόλ και πάλευε με δαίμονες.
Εξέπλητταν όχι μόνο τα χαρίσματά του, αδιαμφισβήτητα και πολύμορφα, αλλά και ο τρόπος που μάχονταν για την ψυχή του.
«Ο Κύριος για μένα είναι μια συνεχής χαρά της παρουσίας Του. Θέλω να ζω έτσι. Νιώθω έτσι πολύ καλά, σταθερά, γερά, δυνατά… Και όταν είμαι εν αμαρτία, αμέσως νιώθω πως είμαι μόνος και πως αυτή η μέρα πέρασε λαθραία. Είναι πολύ απλό: με τον Θεό η ζωή, χωρίς τον Θεό ο θάνατος».
Επίσης, έλεγε:
«Στο ‟Νησί” έχω ξαπλώσει σε φέρετρο. Σκληρό πράγμα. Τέσσερις τοίχοι και το καπάκι. Ούτε Ευαγγέλιο ούτε εικόνες. Τίποτα δεν έχει. Με τι θα πάμε; Τι μάζεψα; Να ηχογραφώ ξέρω, να οδηγώ ξέρω, να χρησιμοποιώ την τάδε συσκευή ξέρω. Να συγχωρώ δεν ξέρω, να μην εξοργίζομαι δεν ξέρω, να δίνω, χωρίς να λυπάμαι, δεν ξέρω. Ό, τι χρειαστεί στην αιωνιότητα, ό, τι δεν μπορείς να αγγίξεις, δεν το ξέρω. Έμαθα, όμως, σε όλη τη ζωή μου χιλιάδες πράγματα που δε θα χρειαστούν εκεί. Τι να κάνουμε; Να ξεκολλάμε σιγά-σιγά. Όπως το αυτοκόλλητο από την πληγή, σιγά-σιγά να το αφαιρούμε. Ο Κύριος μου έδωσε ένα τεράστιο σπίτι. Κυκλοφορώ εκεί, μου αρέσει, έχω και κρεβατοκάμαρα και γραφείο και όλα αυτά θα χρειαστεί να τα αφήσουμε. Λυπάμαι! Τέσσερις χιλιάδες εκλεκτά βινύλια, μια συλλογή. Λυπάμαι! Μετά βλέπω, με τον καιρό, πως δε λυπούμαι και τόσο. Με χαρά βλέπω μέσα μου πως αρχίζουν και ξεκολλάνε. Ιδού για ποιο πράγμα αξίζει να ξοδεύουμε τη ζωή: να προετοιμαζόμαστε για την αιωνιότητα».
«Μερικές φορές όλη την ημέρα τρέχεις, μεριμνάς, μιλάς στο τηλέφωνο, και τελικά τίποτα δεν έκανες. Και συμβαίνει να έχεις προσευχηθεί για λίγο, αλλά προσπάθησες με όλη την ψυχή σου να επικοινωνήσεις με τον Θεό, πολύ-πολύ. Τον υπόλοιπο χρόνο ήσουν ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι, κοιτούσες το νερό και καταλαβαίνεις ξαφνικά: σήμερα δεν έζησα μάταια, δούλεψα».
«…Όσο πιο δυνατό μαρτύριο σου έλαχε, άλλο τόσο πιο δυνατή είναι η ψυχή σου, επειδή ο Θεός θέλει όλοι να σωθούν και επιτρέπει κακουχίες στον καθένα ανάλογα με τη δύναμή του. Οπότε, μαθαίνω να υπομένω με χαρά. Δεν είναι μακριά η Βασιλεία και περιμένει η αιωνιότητα. Αιωνιότητα, κι όχι 30-40 χρόνια».
«Η αμαρτία. Δε θυμάμαι πότε και που είχα δει, αλλά ακόμα και τώρα έχω μπροστά στα μάτια μου την εικόνα: ο άντρας, από ζήλια ή από κάποια άλλη βλακώδη αιτία, άρπαξε μαχαίρι, το βούτηξε μέσα στο στήθος της αγαπημένης του και αμέσως το έβγαλε έξω. Σαν να ήθελε να πει: «ωχ, ωχ, όχι-όχι. Συγγνώμη. Δεν ήθελα». Και με εξέπληξε: ήθελε-δεν ήθελε, τέλος, είναι αργά. Έτσι και η αμαρτία. Ακόμα και μικρή, αφήνει στην ψυχή αγιάτρευτη πληγή. Σαν να φαίνεται ότι όλα είναι καλά: δεν πίνεις, δεν καπνίζεις, αλλά ούτως ή άλλως, σηκώνεσαι το πρωί και έχεις θλίψη. Για ποιο πράγμα; Αφού δεν υπάρχει κομμάτι του εαυτού σου που να μην έχει πληγές. Τίποτα δεν άφησες για τον εαυτό σου, με τι να ζεις, με τι να αγαπάς. Μόνο ουλές. Και νιώθεις πολύ φόβο και κάπως σαν απορία: με τα δικά μου χέρια τα έκανα όλα!».
Πριν το τέλος του, ο ηθοποιός, που βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο, κάλεσε ιερέα, πρόλαβε να συμμετάσχει στο Μυστήριο του Ευχελαίου και της Θείας Μετάληψης.
«Όταν θα πεθαίνω, δε χρειάζονται ούτε δρύινα φέρετρα ούτε λουλούδια. Να προσεύχεστε, παιδιά, για μένα, πέρασα διάφορα στη ζωή μου!».