Ανάμνησις της Θεοσημείας, ήτοι της προς τον όσιον και θεοφόρον πατέρα ημών Νεόφυτον πρεσβύτερον, μοναχόν και έγκλειστον, γενομένης παραδόξως θείας επικουρίας και αώρου θανάτου απαλλαγής εκ λίθου και κρημνού, ην εσκαιώρησεν μεν ο παμπόνηρος δαίμων, διεσκέδασε δε ο πανελεήμων Θεός, ο ζωής έχων και θανάτου την εξουσίαν
Ώετο εχθρός βαλείν σε καιρίως λίθω,
Χριστός δε ζωής η πέτρα σώζει, Πάτερ.
Εικάδι εκ κρημνού Νεόφυτος ερρύσθη τετάρτη.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε την πατρική οικία για να αποφύγει τον γάμο που ήθελαν να του επιβάλουν και κατέφυγε στην Μονή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, στο όρος Κουτζουβέντη, σκεπτόμενος ότι με αυτόν τρόπο θα πραγματοποιούσε τον πόθο για την ησυχαστική ζωή, που φύλαγε μέσα στην καρδιά από παιδί. Οι γονείς του όμως τον ανακάλυψαν και κατόρθωσαν με τις παρακλήσεις τους να τον επαναφέρουν στο χωριό για να τελεσθεί ο γάμος. Την ίδια νύχτα ο νεόνυμφος επέστρεψε το δακτυλίδι στη νύφη και έσπευσε στην μονή, όπου σύντομα εκάρη μοναχός.
Επί πέντε χρόνια ανέλαβε τη φροντίδα των αμπελιών σ’ ένα μετόχι της μονής και στον χρόνο που δεν αφιέρωνε στην εργασία ή την προσευχή, καταγινόταν με την εκμάθηση του Ψαλτηρίου και την ένθερμη μελέτη των ιερών βιβλίων.
Επανήλθε στην μονή, όπου του ανέθεσαν για δύο χρόνια το διακόνημα του βοηθού εκκλησιαστικού. Κατόπιν μη έχοντας λάβει ευλογία να αναχωρήσει στην ησυχία, μετέβη για προσκύνημα στους αγίους Τόπους, με την ελπίδα να βρει εκεί γέροντα ο οποίος να τον αναπαύει και τοπίο κατάλληλο για ησυχαστική βιοτή. Όμως δεν ήταν θέλημα θεού και επέστρεψε στην μονή του.
Καθώς πάλι δεν έλαβε την συγκατάθεση από τους προϊσταμένους για να πραγματοποιήσει τον ευσεβή του πόθο, αναχώρησε εκ νέου με πρόθεση να μεταβεί στο όρος Λάτρος, το οποίο την εποχή εκείνη ανθούσε ως μοναστικό κέντρο.
Καθ’ οδόν τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Πάφο, και οι δεσμοφύλακες του έκλεψαν το βαλάντιό του. Εννόησε τότε ο άγιος ότι ο Θεός του υποδείκνυε με αυτές τις αντιξοότητες ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, και άρχισε να περιτρέχει τα γειτονικά βουνά, όπου ανακάλυψε σπήλαιο σε μια πλαγιά πάνω από απόκρημνο φαράγγι. Ήταν τότε είκοσι πέντε ετών ( 1159).
Επί έναν χρόνο ασχολήθηκε με την διαμόρφωση του σπηλαίου, έσκαψε τον τάφο του εκεί κοντά, και άρχισε τους ασκητικούς αγώνες για να υποτάξει την σάρκα στις ουράνιες επιθυμίες του πνεύματος. Η φήμη του διαδόθηκε γοργά στα περίχωρα και ολοένα πιο πολλοί νέοι ζητούσαν να τους δεχθεί ως μαθητές. Μετά από τέσσερα χρόνια άρνησης, ο Νεόφυτος υπάκουσε στην εντολή του επισκόπου Πάφου, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και δέχθηκε μαθητές, περιορίζοντας τον αριθμό τους σε δεκαοχτώ.
Οι νέοι μοναχοί έσκαψαν κελλιά στις πλαγιές του βουνού, και κατόπιν ολοκλήρωσαν σιγά-σιγά το συγκρότημα χτίζοντας ναό και κοινόχρηστους χώρους ώστε, τον εικοστό τέταρτο χρόνο του εγκλεισμού του Νεοφύτου (1183), η μονή ήταν έτοιμη και πήρε το όνομά της από το σπήλαιο του κτίτορά της: Εγκλείστρα.
Καθώς επισκέπτες συνέρρεαν αδιάκοπα για να ωφεληθούν από την παρουσία και την διδασκαλία του, ο Νεόφυτος αποσύρθηκε σε πιο απόμακρο σπήλαιο, το οποίο ονόμασε «Νέα Σιών», και δεν κατέβαινε πια στην μονή παρά μόνο τις Κυριακές και τις εορτές, για να τελέσει την θεία Λειτουργία και να μεταδώσει στους μαθητές του τους καρπούς της θεωρίας.
Μια ημέρα εκεί που έφτιαχναν ένα άλλο κελλί, ένας βράχος αποκολλήθηκε ξαφνικά από το βουνό. Όμως, με την χάρη του Θεού, αντί να ρίξει τον άγιο στην χαράδρα, σταμάτησε σε μια πτυχή του ράσου του, και τον κράτησε στο κενό. Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης, ο άγιος Νεόφυτος συνέθεσε ακολουθία και όρισε να εορτάζεται κάθε χρόνο η επέτειος του θαύματος στις 24 Ιανουαρίου. Έκτοτε αυτή η ημερομηνία αφιερώθηκε στην Κύπρο στην μνήμη του οσίου, γιατί αγνοούμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς του.
Ο όσιος Νεόφυτος άφησε μεγάλο αριθμό ασκητικών συγγραμμάτων, βίων αγίων και ομιλιών για πολλές εορτές του λειτουργικού έτους.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πέμπτος, Ιανουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 298.