Ομιλία του Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου στο Ακάκι (28.01.2009)
Το να μιλά κανείς για τους Τρεις Ιεράρχες είναι εγχείρημα δύσκολο, καθότι οι τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, παρόλο που μας κληροδότησαν ένα λόγο γεμάτο φως, ήσαν πρωτίστως άνθρωποι των έργων.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου περί το 330 από γονείς ευσεβείς, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια, που είχαν ακόμα πέντε κόρες και τρεις γιους. Τα πρώτα μαθήματα του ο άγιος τα παρακολούθησε κοντά στον πατέρα του, που ήταν ρήτορας και διδάσκαλος εγκυκλίων μαθημάτων. Ακολούθως, φοίτησε στις περίφημες σχολές της Καισάρειας, της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, σπουδάζοντας ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Στην Αθήνα αναπτύσσει με τον συμφοιτητή του, άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, πνευματική και αδελφική φιλία, η οποία θα διατηρηθεί σ’ όλη τους τη ζωή. Παρόλο δε, που είχε μελετήσει σε βάθος όλους τους μέχρι την εποχή του Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, δήλωνε υπερήφανα ότι τη θεολογική του σκέψη τη διαμόρφωσαν η μητέρα και η γιαγιά του. Η μητέρα του Εμμέλεια, που του εμφύσησε την αίσθηση περί του ενός και μόνου Θεού, και η γιαγιά του Μακρίνα, που κατά την παιδική του ηλικία αύξησε αυτή την αίσθηση περί του Θεού.
Ήταν άνθρωπος πολυσχιδής, ακαταπόνητος και υπερδραστήριος, ηγέτης σπάνιος. Με ότι ασχολείτο το έφερνε εις πέρας. Ήταν πρότυπο μοναχού ασκητή. Οργάνωσε τον μοναχικό βίο με αξιοθαύμαστο τρόπο, έτσι ώστε να διακονείται η Εκκλησία και το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να παρεμποδίζεται το πνευματικό, ησυχαστικό και δοξολογικό έργο των μοναχών. Ήταν κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος άνθρωπος στην ιστορία για την αναμόρφωση της κοινωνίας και την οργάνωση της κοινωνικής και νοσοκομειακής πρόνοιας με τα λίγα μέσα που διέθετε, ιδρύοντας στα προάστεια της Καισάρειας την περίφημη «πολιτεία του ελέους», που θα γίνει μεταγενέστερα γνωστή με το όνομα Βασιλειάδα. Ήταν μέγας θεολόγος. Προσέφερε την οριστική λύση στο τριαδολογικό πρόβλημα, που συντάρασσε την Εκκλησία κατά τον 4ον αιώνα. Το σχετικό θεολογικό του έργο υιοθετήθηκε επίσημα από την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, την οποία οραματιζόταν και ανέμενε, αλλά δεν πρόλαβε, καθότι εκοιμήθη δύο χρόνια πριν. Κατέστη πρότυπο ποιμενάρχη, συγγραφέα και θεολόγου. Συνδύαζε πρακτική ιδιοφυία, φιλοσοφική σκέψη και θεολογική ακρίβεια. Για μια περίοδο 18 ετών, μέχρι το τέλος του βίου του, παράλληλα με την ποιμαντική του απασχόληση και παρά την ασθένεια του σώματος του, παρήγαγε συγγραφικό έργο σε έκταση και ποιότητα, που τον τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των Πατέρων όλων των εποχών.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε γύρω στο 328 στην Αριανζό της Καππαδοκίας, που βρίσκεται κοντά στη Ναζιανζό, γι’ αυτό και ονομάζεται Ναζιανζηνός. Καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Καππαδοκίας. Η μητέρα του, η Νόννα, αναγνωρίστηκε ως αγία της Εκκλησίας μας, ενώ ο πατέρας του, ο Γρηγόριος, διετέλεσε επίσκοπος Ναζιανζού. Μετά τις σπουδές του στην Καισάρεια και την Αλεξάνδρεια, μεταβαίνει στην Αθήνα και λαμβάνει και αυτός την ίδια ακαδημαϊκή γνώση, που έλαβε και ο Μέγας Βασίλειος. Ήταν άνθρωπος ασθενικός, ήσυχος και ήρεμος. Προτιμούσε να ζει μακριά από τον κόσμο και να ασχολείται με το γράψιμο. Όποτε αναγκάστηκε να ζήσει σε μεγάλες πόλεις, το έκανε για χάρη της Εκκλησίας. Εξαιτίας του χαρακτήρα του, προτιμούσε την αναχώρηση, τη φυγή. Γι’ αυτό όλη του η ζωή ήταν γεμάτη από συνεχείς μετατοπίσεις. Ενώ η μόρφωση του, το ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά πράγματα και η φωνή της θείας χάριτος που συχνά άκουε εντός του, τον έσπρωχναν προς τις διοικητικές ευθύνες, από την άλλη το φιλάσθενο σώμα του και η επιθυμία του για ησυχία, τον απομάκρυναν.
Ωστόσο, στα λίγα χρόνια που διακόνησε την Εκκλησία από τη θέση του ποιμένα, άλλαξε την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αν και θεωρείται ο ποιητικότερος των Τριών Ιεραρχών, ως συγγραφέας δεν εργαζόταν μεθοδικά και συστηματικά, αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις. Το έργο του είναι πολύ μεγάλο σε όγκο και θεωρείται ο πιο μυστικός από την τριάδα των Ιεραρχών. Τα δε κείμενα του χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολύ ως μαρτυρίες της ορθοδόξου πίστεως και ζωής καθ’ όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο Θεολόγος ως κυριώνυμο, για τον ιδιάζοντα, βαθύ και υψηλό χαρακτήρα της θεολογίας του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήκει στους αγίους Πατέρες, που λόγω της τεράστιας συμβολής του στα διοικητικά της Εκκλησίας, του μεγάλου κοινωνικού και πνευματικού του έργου και της συμβολής του στην ανάπτυξη της θεολογίας, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή σε όλους τους αιώνες. Είναι ο μόνος από τους Τρεις Ιεράρχες, που δεν κατάγεται από την Καππαδοκία, αλλά από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν παιδί επιφανούς οικογενείας, του Σεκούνδου και της αγίας Ανθούσης, της οποίας την αρετή και την πίστη εγκωμίασε ο δάσκαλος του αγίου, ο ονομαστός φιλόσοφος Λιβάνιος, λέγοντας ότι είναι η αξιότερη των χριστιανών. Ο άγιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 344 και 354 και, όπως προαναφέραμε, φοίτησε κοντά στον σοφό Λιβάνιο. Μετά την κοίμηση της μητέρας του, ασκήτεψε για τέσσερα χρόνια κοντά σε Σύριο Γέροντα και άλλα δύο μόνος σε σπήλαιο. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε και επιδόθηκε στη συγγραφή. Χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στην Αντιόχεια, όπου αναπτύσσει μεγάλο πνευματικό έργο. Κηρύττει κάθε Παρασκευή και Κυριακή και τη Μεγάλη Σαρακοστή περιέρχεται όλους τους ναούς της πόλης και κηρύττει καθημερινά, προφυλάσσοντας και με αυτόν τον τρόπο τον λαό από τις διάφορες αιρέσεις. Το 398 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και ασκεί συνεχή κριτική κατά των ατασθαλιών των βασιλέων, των αρχόντων και της πολιτικής βίας. Επιδίδεται σε τεράστιο κοινωνικό και ποιμαντικό έργο, κτίζοντας νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και οργανώνοντας υποδειγματικά το έργο της κοινωνικής πρόνοιας. Αναπτύσσει το αίσθημα της σοβαρότητας της ιερωσύνης και συμβάλλει και απαιτεί από τους ιερείς του να είναι ολιγαρκείς, λιτοί και με ήθος. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του διακονίας δέχθηκε πολλές ταλαιπωρίες, εξορίες και διώξεις. Το συγγραφικό του έργο είναι ογκώδες και θεωρείται ο ρητορικώτερος των Τριών Ιεραρχών.
Η εποχή, που έζησαν οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν περίοδος ταραχών και ριζικών αλλαγών, αν και ο αρχαίος κόσμος παρέμενε ακόμα πολύ ισχυρός και η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει τα βέλη και τους πειρασμούς των ποικίλων αιρέσεων. Η δε αυτοκρατορική μοναρχία ήταν τόσο ισχυρή, που είχε τη δύναμη να αλλάζει μέσα σε μια μέρα αποφάσεις που αφορούσαν την Εκκλησία και την Παιδεία, με αποτέλεσμα να διώκονται άγιοι ιεράρχες και σημαντικές προσωπικότητες από τους θρόνους και τις θέσεις τους.
Η αυτοκρατορική αυλή ήταν ευάλωτη στις επιρροές κακών συμβούλων, αλλά και ιεραρχών, που ήθελαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υπηρετήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα τους. Το κλίμα αυτό δεν δίστασαν να στηλιτεύσουν οι Τρεις Ιεράρχες, και ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που δέχθηκε περισσότερο από τους υπόλοιπους τον πόλεμο των αυλοκολάκων. Πέραν τούτου, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν να αντιμετωπίσουν και τους φανατικούς χριστιανούς, που δημιουργούσαν προβλήματα και προχωρούσαν σε βανδαλισμούς εναντίον ειδωλολατρικών ναών ή στο κάψιμο βιβλίων αρχαίων συγγραφέων.
Ειδικά, ο Μέγας Βασίλειος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να τιθασεύσει μερικούς μοναχούς, που επιδίδονταν σε τέτοιου είδους καταστροφές, διότι ως άριστος γνώστης της αρχαίας γραμματείας ήξερε ότι η παιδεία της εποχής του ήταν στηριγμένη στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Επομένως, εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν η σύγκρουση και η απόρριψη, ούτε και η πλήρης αποδοχή, αλλά η διάκριση, η ανάλυση και η αφομοίωση του αρχαίου κόσμου, όχι ως περιεχομένου, αλλά ως ενδύματος του ορθοδόξου χριστιανικού λόγου.
Οι Τρεις Ιεράρχες έβλεπαν ότι την εποχή, που έζησαν, η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ζώσα και πραγματική, όχι μόνο για τους ειδωλολάτρες, αλλά και για πολλούς χριστιανούς, που αισθάνονταν κληρονόμοι των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του χριστιανικού και ήθελαν να παραλάβουν από τον ελληνισμό ένα περίλαμπρο ένδυμα κι από τον χριστιανισμό μια υψηλή θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Καππαδόκες Πατέρες, και ειδικά ο Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν το μέτρο της διακρίσεως, που προέτρεπε μεν τους χριστιανούς να σπουδάζουν τη φιλοσοφία και τις συναφείς επιστήμες, αλλά να προφυλάγονται από την κενή απάτη των ειδώλων, έχοντας για οδηγό τους την αποκάλυψη της εν Χριστώ αλήθειας.
Η φιλοσοφία μπορούσε να είναι ένα όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών και ηθικών αντιλήψεων, αλλά το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της σχέσης με τον ένα και μόνο Θεό. Η χρησιμοποίηση των όρων και μεθοδολογίας της ελληνικής φιλοσοφίας θεωρήθηκε αναγκαία, για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί σε όρους δογματικούς η χριστιανική πίστη. Αξίζει εδώ να προσέξουμε το εξής: Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έπαιρναν, όπως πολλοί πιστεύουν, ό,τι τους άρεσε από την αρχαία γραμματεία για να το προσαρμόσουν στη χριστιανική πίστη. Ούτε και συνέχισαν το έργο μερικών απολογητών, που υποστήριζαν ότι κάποια αρχαία κείμενα προετοίμαζαν την έλευση του Χριστού. Αντιθέτως, έχοντας ξεκάθαρη άποψη, αντιμετώπισαν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολο του. Και έχοντας ως αφετηρία τον βαθύ συγκλονισμό που ένοιωθαν οι Έλληνες απέναντι στο απρόβλεπτο της ζωής, το οποίο τους ενέπνεε την αίσθηση της τραγωδίας, αντιπρότειναν στην εποχή τους ως λύση το απέραντο έλεος του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να προσλάβει τη ζωή και να θεραπεύσει την ιστορία.
Στον τομέα της παιδείας, οι Τρεις Ιεράρχες αναδεικνύονται πρωτοπόροι αφού, σε μια εποχή συγκρούσεων και ταραχών, είχαν το σθένος και την τόλμη να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι θα πρέπει να μορφώνονται όλοι, ανεξαρτήτως τάξεως και όχι μόνο οι ανώτερες τάξεις του λαού. Κατάφεραν, λόγω της προσωπικότητας τους, της μεγάλης ακαδημαϊκής μόρφωσης και της ευρύτητας του πνεύματός τους, να καθορίσουν την παιδεία της εποχής τους. Έτσι στα σχολεία διδάσκονταν και αρχαιοελληνικά κείμενα και συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ιστορικοί και ρήτορες, ακόμα και μερικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι τα κείμενα αυτά δεν θα σώζονταν, εάν οι Τρείς Ιεράρχες δεν τα ενέτασσαν στην εκπαίδευση. Και αν σήμερα θεωρούνται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, είναι γιατί, όχι μόνο διέσωσαν τα αρχαία γράμματα σε μια εποχή φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και γιατί η βαθιά τους πίστη τους επέτρεψε να είναι επιλεκτικοί, διακριτικοί, ανοικτοί και κριτικοί προς κάθε κατεύθυνση.
Η κοινωνική ευαισθησία των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική και αξεπέραστη σε εύρος και δημιουργικότητα. Πρώτοι οι Τρεις Ιεράρχες τόνισαν ότι, παράλληλα με την ασκητική και ησυχαστική ζωή, θα έπρεπε να λειτουργεί και η διακονία προς τον συνάνθρωπο μας, δηλαδή η συμπαράσταση και η βοήθεια προς κάθε πάσχοντα, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκείας. Είναι γνωστά τα οργανωμένα συσσίτια του Μεγάλου Βασιλείου, στα οποία προσέρχονταν και Εβραίοι και Αρειανοί, καθώς είναι γνωστή και η κριτική, που ασκούσε στους τοκογλύφους και όσους εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους στη δουλειά. Ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ανατρέποντας τη σχετική άποψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του ιουδαϊκού κόσμου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του παραχωρεί εκκλησία στους Γότθους, για να τελούν τη λατρεία στη δική τους βαρβαρική γλώσσα. Όλα αυτά δείχνουν αγίους, που εφάρμοζαν στην πράξη και στην κυριολεξία τις εντολές του Χριστού. Δεν ήσαν χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν.
Η σκέψη των Τριών Ιεραρχών αποτελεί σήμερα το κλειδί για την ελληνική παιδεία. Διότι προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της αγάπης και της συνδιαλλαγής, αλλά και προβάλλει τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, που έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου αλλά και τη δυνατότητα να συνομιλεί και να κοινωνεί με τον Θεό, ως πρόσωπο ανεπανάληπτο και μοναδικό.