Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων Παύλου, Παυσιρίου, και Θεοδοτίωνος των αυταδέλφων
Εις τον Παύλον και Παυσίριον
Παυσίριον και Παύλον άμφω συγγόνους,
Ποτάμιος ρους και συνάθλους δεικνύει.
Εις τον Θεοδοτίωνα
Ιδού τράχηλος, ελθέτω δη το ξίφος,
Θεόν ποθών έκραζε Θεοδοτίων.
Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, και Aρειανού ηγεμονεύοντος εν Κλεοπατρίδι, τη εν Αιγύπτω ευρισκομένη, ήτις τώρα ονομάζεται Σουβέζ, εν έτει σϟ΄ [290]. Ήτον δε και οι τρεις, αδελφοί κατά σάρκα. Και ο μεν Παύλος και Παυσίριος, έγιναν Μοναχοί εκ νεαράς ηλικίας. O δε Θεοδοτίων, ήτον εις τα βουνά μαζί με τους κλέπτας. Πιασθέντες δε από τον ηγεμόνα, ο μεν Παύλος, όταν ήτον χρόνων τριανταεπτά, ο δε Παυσίριος, όταν ήτον χρόνων εικοσιπέντε, ωμολόγησαν παρρησία την του Xριστού πίστιν. Τότε ο αδελφός αυτών Θεοδοτίων, μαθών πως επιάσθησαν, άφησε τα βουνά και τους κλέπτας, και επήγε διά να τους ιδή και να τους αποχαιρετίση. Βλέπωντας δε αυτούς, πως εκρίνοντο από τον ηγεμόνα, να πλησιάση μεν κοντά, δεν ετόλμησε. Πηγαίνωντας δε εις ένα παράμερον τόπον, εσυλλογίζετο ποίαν άρα γε κληρονομίαν και δόξαν έχουν να απολαύσουν οι αδελφοί του. Όθεν θερμανθείς την καρδίαν υπό της θείας χάριτος, εγύρισε, και παρασταθείς ενώπιον του ηγεμόνος, ωμολόγησε και αυτός τον εαυτόν του Χριστιανόν, και πηδήσας κατ’ επάνω του ηγεμόνος, εκρήμνισεν αυτόν από τον θρόνον του. Ευθύς λοιπόν διαπερνούσι καρφία πυρωμένα εις τας πλευράς του και εις την κοιλίαν του, έπειτα αποκεφαλίζουσιν αυτόν. Και ούτω λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Παύλος και Παυσίριος ριφθέντες εις ποταμόν, έλαβον τέλος του μαρτυρίου των.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)