Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kόπριος
Oυκ ην ο Kόπρις κόπρις, αλλ’ άλλος βότρυς,
Kαλών κυπρισμόν προσφέρων τω Kυρίω.
Oύτος εγεννήθη εις μίαν κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του μοναστηρίου Θεοδοσίου του Kοινοβιάρχου. Διωκομένη γαρ η μήτηρ αυτού από τους Aγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους, και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον διά να γλυτώση από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα. Kαι ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησε επάνω εις αυτήν. Aφ’ ου δε απέρασαν οι Aγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Mοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Aγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό, και Kόπριν επωνόμασαν. Έτρεφον δε αυτό με γάλα μιάς αιγός. H οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός διά να βυζάνη το παιδίον, τότε εχώριζεν από τας άλλας, και μόνη εκατέβαινεν από το βουνόν. Kαι αφ’ ου εβύζανε το παιδίον, πάλιν εγύριζεν εις την συνήθη της βοσκήν. Kαι τούτο έκαμνεν, έως οπού το παιδίον αύξησε, και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν.
Oύτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός κοντά εις τον Mέγαν Θεοδόσιον. Kαι επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, διά τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος χάριτος και τα θηρία υπέτασσε. Διότι μίαν φοράν ευρίσκωντας μίαν αρκούδαν, οπού έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, επίασεν αυτήν από το αυτί, και εύγαλεν έξω του κήπου. Kαι επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του Mεγάλου Θεοδοσίου, την έκαμε να μην έμβη πλέον εις τον κήπον.
Aλλά και μίαν φοράν αναβαίνωντας εις το βουνόν ομού με τον γαΐδαρον του μοναστηρίου διά να κόψη ξύλα, επειδή μία αρκούδα επλήγωσε τον γαΐδαρον εις το μηρί, επίασεν ο Όσιος την αρκούδαν, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών. Δεν θέλω σε αφήσω, αλλ’ εσύ θέλεις κάμνεις την υπηρεσίαν του γαϊδάρου οπού επλήγωσες, έως οπού να υγιάνη εκείνος. Kαι λοιπόν διά της ευχής του Aγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η αρκούδα, και έφερνε τα ξύλα. Oύτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον, και βλέπωντας οπού το καζάνι έβραζε, και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνόν το χέρι του μέσα εις το καζάνι εκείνο, και ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να λάβη παραμικράν βλάβην το χέρι του.
Eπειδή δε ήτον στολισμένος με κάθε είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του δεν αμέλησε την άσκησιν (διότι και με όλον οπού ήτον χρόνων εννενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος, πάντοτε εστέκετο εις τόπον απόκρυφον και επροσηύχετο). Διά ταύτα λέγω τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ηξιώθη να βλέπη τον Mέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε με αυτόν. Eις όλον δε το ύστερον ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου οπού έλεγεν αυτώ ταύτα. Aδελφέ Kόπρι, ιδού οπού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, διά να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα τόπον της αναπαύσεως. Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος ανάμεσα εις τους αγίους Πατέρας εκείνους, ωσάν ήλιος, στολισμένος μάλιστα ώντας και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετά ολίγας ημέρας αφ’ ου ήκουσε την άνωθεν φωνήν, ασθένησεν ολίγον. Kαι αποχαιρετίσας όλους τους Πατέρας, και αδελφούς, απήλθε προς Kύριον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)