Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ιακώβου του από Νισίβεως
Τον Ιάκωβον θνητόν όντα τη φύσει,
Θνητοίς ομοίως μη θανείν ουκ ην πρέπον.
Oύτος ο Όσιος Ιάκωβος ήτον κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τιη΄ [318], γέννημα και θρέμμα υπάρχων της μεγαλοπόλεως Νισίβεως. Ήτις πρότερον μεν, ελέγετο Aντιόχεια της Μυγδονίας, τώρα δε ονομάζεται Nισβίν, ευρισκομένη εν τη Μεσοποταμία. Ούτος λοιπόν αγαπήσας την ερημικήν και ήσυχον ζωήν, ανέβη εις τας εκεί υψηλοτάτας κορυφάς των βουνών, και υπέμενεν ο αοίδιμος ανδρείως τας ανάγκας της φύσεως. Δηλαδή καταφλεγόμενος μεν, από το καύμα του θέρους, ταλαιπωρούμενος δε, από την ψυχρότητα του χειμώνος. Φαγητόν δε είχε τας αγρίας βοτάνας, πιοτόν δε, νερόν μέτριον, και ένδυμα ευτελές. Και διά να ειπώ καθολικώς, ο Όσιος ούτος, το μεν σώμα του κατεξήρανε με την τραχυτάτην άσκησιν. Την δε ψυχήν του έτρεφε πάντοτε και εζωογόνει με την πνευματικήν τροφήν, ήτοι με την θείαν προσευχήν, και με την των Aγίων Γραφών ανάγνωσιν.
Eκ τούτων λοιπόν των θεοειδών αρετών, απόκτησεν ο μακάριος την προς Θεόν αγάπην και παρρησίαν. Και έλαβε δύναμιν από την χάριν του Aγίου Πνεύματος, να θαυματουργή και να προβλέπη τα μέλλοντα. Όθεν μίαν φοράν περνώντας από ένα τόπον, και βλέπωντας εις μίαν βρύσιν μερικάς νέας γυναίκας, οπού έκαμναν αδιάντροπα σχήματα, παρευθύς, την μεν βρύσιν εκαταράσθη, και εξηράνθη. Καταρασθείς δε και τας γυναίκας, έκαμε να ασπρίσουν τα μαύρα μαλλία της κεφαλής των. Και το μεν νερόν της βρύσεως, πάλιν το ανέβλυσε, παρακαλεσθείς από τους εκεί Χριστιανούς. τας δε τρίχας των γυναικών εκείνων δεν τας εμαύρισεν1. Oύτος ο Όσιος βλέπωντας ένα κριτήν Πέρσην, πως έκαμε κρίσιν και απόφασιν άδικον, εκαταράσθη την πέτραν, οπού ευρίσκετο εκεί κοντά εις αυτόν. Και ω του θαύματος! η πέτρα εσχίσθη εις μυρία κομμάτια2.
Μίαν φοράν ο Όσιος ηθέλησε να υπάγη εις ένα χωρίον, και ιδού έρχονται μερικοί πτωχοί, οι οποίοι ηθέλησαν να λάβουν ελεημοσύνην από τον Άγιον. Ένας δε από αυτούς εκαμώθη, ότι ήτον αποθαμένος. Οι δε άλλοι παρεκάλουν εμπαικτικώς τον Όσιον, να δώση τα έξοδα εις την ταφήν του νεκρού. O δε Όσιος παρεκάλεσε μεν να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι του υποκριθέντος τον θάνατον, την δε ψυχήν του έκαμε να χωρισθή από το σώμα, και να αποθάνη τη αληθεία. Aλλά πάλιν ύστερον ανέστησεν αυτόν, παρακαλεσθείς από τους άλλους συντρόφους του. Ούτος ο θείος Ιάκωβος διά τας πολλάς αρετάς του, έγινεν Eπίσκοπος της εδικής του πατρίδος Νισίβεως. Και ήτον παρών εις την εν Νικαία συναχθείσαν Πρώτην και Οικουμενικήν Σύνοδον. Όπου τον δυσσεβέστατον Άρειον παρέδωκεν εις το ανάθεμα. Και εις καιρόν οπού εκείνος εσπούδαζε να δεχθή πάλιν εν τη Eκκλησία, και να συλλειτουργήση δολερώς, ο θείος ούτος Ιάκωβος μετά των λοιπών Πατέρων εθανάτωσεν αυτόν διά της προσευχής του. Καθότι μέσα εις το αναγκαίον όλα τα σπλάγχνα εκείνου εχύθησαν.
Aλλά και όταν ο βασιλεύς των Περσών Σαβώριος επήγε να περιτειχίση με στρατεύματα την Νίσιβιν, και έκαμε πολλάς μηχανάς διά να πάρη την πόλιν, τότε ο θείος ούτος Iάκωβος φανείς μοναχός, έκαμε τους Πέρσας να φύγουν. Παρεκάλεσε γαρ τον Θεόν και έστειλεν εναντίον εις τους Πέρσας ένα σύνεφον από σκνίπας και κωνώπια. Τα οποία ώρμησαν εναντίον εις τα άλογα και εις τους ελέφαντας των Περσών, και τούτους δαγκάνοντα, έκαμαν αυτούς να σπάσουν τα δεσμά και να φεύγουν. Όθεν ο βασιλεύς βλέπωντας το παράδοξον τούτο, και μη ηξεύρωντας τί να κάμη, εγύρισεν άπρακτος εις την Περσίαν. Με τα τοιαύτα μεγαλώτατα θαύματα διαλάμψας ο θείος Ιάκωβος, και πλήρης ημερών γενόμενος, μακαρίως ανεπαύσατο εν Κυρίω.
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι τούτου του Οσίου τον Βίον γράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ πρώτω της Φιλοθέου Ιστορίας, αφ’ ου και το Συναξάριον τούτο ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι ο Όσιος εζήτησε τας γυναίκας εκείνας, διά να τας ιατρεύση και να κάμη πάλιν τα μαλλία των μαύρα. Eπειδή όμως εκείναι δεν ήλθον να ζητήσουν την ιατρείαν, διά τούτο δεν τας ιάτρευσεν. Aλλά αφήκε τας τρίχας των άσπρας προς σωφρονισμόν και διόρθωσιν. Διότι αυταί πλύνουσαι ιμάτια με τα ποδάρια, είχον τα ρούχα των ανεσκομβωμένα επάνω, και την κεφαλήν ασκέπαστον. Και χωρίς εντροπήν έβλεπον τον Άγιον.
2. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι ο κριτής βλέπων το παράδοξον θαύμα, εθεώρησε πάλιν την κρίσιν, και αντί της προτέρας αδίκου, δικαίαν εποίησεν ύστερον. Φαίνεται δε ότι κατά λόγον εκαταράσθη ο Όσιος την άψυχον και αναίσθητον πέτραν. Ίνα διά του πάθους του αναισθήτου κτίσματος, σωφρονίση και διορθώση τον λογικόν άνθρωπον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)