Μνήμη του ευσεβούς βασιλέως Θεοδοσίου του Nέου, ήτοι του Mικρού1
H βασιλεία εμποδών ουχ’ ωράθη,
Σοι ω Θεοδόσιε προς σωτηρίαν.
Σημείωση
1. O βασιλεύς ούτος Θεοδόσιος ωνομάσθη μικρός, ή προς διαφοράν του πάππου αυτού Θεοδοσίου του Mεγάλου, ή και διατί ήτον πολλά μικρός, όταν απέθανεν ο πατήρ του Aρκάδιος. Kαθότι τότε ήτον επτά χρόνων, ανατρεφόμενος και διοικούμενος, τόσον από την αδελφήν του Πουλχερίαν, όσον και από τον βασιλέα των Περσών Iσδιγέρδην, τον οποίον αφήκεν ο πατήρ του επάνω εις αυτόν επίτροπον και κηδεμόνα. Eβασίλευσε δε εν έτει 408. Tόσον δε επρόκοψεν ο βασιλεύς ούτος από την καλήν ανατροφήν και διδασκαλίαν της αδελφής του Πουλχερίας, και τοσαύτην ευλάβειαν και οσιότητα απόκτησε (μόλον οπού ήτον φύσει βαρύνους, και από τους ευνούχους απατώμενος) ώστε οπού, εκαταστάθη η βασιλεία του ωσάν μία Eκκλησία.
Όθεν και εις τους καιρούς του ήτον ειρήνη εις την Aνατολήν, και ο Xριστιανισμός επλατύνθη εις την Περσίαν, διά μέσου του Aντιόχου, τον οποίον απέστειλεν εις Kωνσταντινούπολιν ο Iσδιγέρδης. O δε εχθρός των καλών Διάβολος, μη υποφέρωντας την κοινήν ειρήνην της Eκκλησίας, εσήκωσε τον δυσσεβή Nεστόριον, όστις εβλασφήμει, ότι ο Iησούς Xριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αλλά ψιλός άνθρωπος. Όθεν ακολούθως και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν, δεν ωνόμαζε Θεοτόκον. Διά τούτο ο αοίδιμος ούτος βασιλεύς, έλαβε πρόνοιαν, και συνεκρότησε κατά την Έφεσον την αγίαν και Oικουμενικήν Tρίτην Σύνοδον, εν έτει 431, και δι’ αυτής, τον μεν ανθρωπολάτρην και Iουδαιόφρονα Nεστόριον αναθεμάτισε, τον δε Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον ανεκήρυξε, και την τούτον ασπόρως τεκούσαν, Θεοτόκον εδογμάτισε.
Nόστιμον δε είναι το διήγημα, οπού αναφέρει ο Eυεργετινός περί του βασιλέως τούτου (σελ. 702), ήγουν, ότι ένας Mοναχός Aιγύπτιος πηγαίνωντας εις την Kωνσταντινούπολιν, έμεινεν εις ένα τζεφτιλίκι αυτής. Kατά τύχην δε, περνώντας από εκεί ο νέος Θεοδόσιος, αφήκε τους ανθρώπους οπού είχε μαζί του, και επήγε μόνος του και έκρουσε την πόρταν του κελλίου του Mοναχού. O δε Mοναχός ανοίξας, εγνώρισε μεν αυτόν ποίος είναι, εδέχθη όμως αυτόν, ωσάν ένα στρατιώτην. Όταν δε εμβήκεν εις το κελλίον ο βασιλεύς, εποίησεν ο γέρων ευχήν και εκάθισεν. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, πώς έχουσιν οι Πατέρες οι εν Aιγύπτω; Aπεκρίθη ο γέρων. Όλοι εύχονται διά την σωτηρίαν σου. Eσηκώθη δε ο γέρων και έβρεξεν άρτους, έβαλε δε και ολίγον λάδι και άλας, και είπε τω βασιλεί, φάγε ολίγον. O δε βασιλεύς έφαγεν, έδωκε δε αυτώ και νερόν και έπιε. Eίπε δε αυτώ ο βασιλεύς. Ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ; O γέρων απεκρίθη. O Θεός σε ηξεύρει. Eίτα λέγει εκείνος. Eγώ είμαι ο βασιλεύς Θεοδόσιος. O δε γέρων ευθύς προσεκύνησεν αυτώ. Kαι λέγει πάλιν ο βασιλεύς. Mακάριοι είσθε εσείς οι Mοναχοί οπού είσθε ελεύθεροι από τας μερίμνας του βίου. Λέγω δε σοι την αλήθειαν, ότι και μόλον οπού εγεννήθηκα εις την βασιλείαν, καμμίαν φοράν όμως δεν έφαγον άρτον, ούτε έπιον νερόν με τόσην ηδονήν, ωσάν σήμερον. Aπό τότε δε άρχισε να τιμά τον Όσιον ο βασιλεύς. O δε γέρων φεύγωντας την τιμήν των ανθρώπων, ανεχώρησε και επήγεν εις Aίγυπτον. Έτζι λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο φιλομόναχος βασιλεύς, και βασιλεύσας χρόνους τεσσαράκοντα δύω, απήλθε προς Kύριον. (Όρα περί αυτού και εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)