Λόγος ἐπικήδειος στὴ μητέρα του, κ. Μηλιὰ Μασοῦρα (Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Ἐλευθερίου, Συνοικισμὸς Λατσιῶν, 06.09.2014)
Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του.
«Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα»
Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.
Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!»
«Ὁ καλὸς μοναχός, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του»
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων.
Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο;
«Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ»
«Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ»
«Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!»
Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»
Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!
«Ἐπιστέγασμα»
Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας. Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας.
Παρακαλῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀρχιερεῖς καὶ πατέρες, νὰ μνημονεύετε τακτικὰ στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Λειτουργίες σας τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Μηλιά. Εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς!
Τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Μηλιάς, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη! Ἀμήν!