Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου κ. Ιωσήφ
Στὸ «῞Αγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» πρὶν τοὺς Αἴνους ὁ Πατριάρχης περιβάλλεται πετραχηλωμόφορο καὶ διαβάζει τὴν εὐχὴ τῶν Βαΐων πάνω στὰ βάγια ποὺ κρατοῦν σὲ πανέρι τὰ παιδιὰ τοῦ ἱεροῦ• «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, ὁ ἐξεγείρας τὴν δυναστείαν καὶ ἀποστείλας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν…».
Δὲν ξέρω γιατί, κάθε φορὰ ποὺ ἀκούω ἤ διαβάζω ὁ ἴδιος τὴν εὐχὴ αὐτὴ ἔρχεται μπροστά μου ἡ σεπτὴ μορφὴ τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει νὰ τὴ διαβάζει μὲ τὴν χαρακτηριστικὰ ταπεινὴ καὶ πονεμένη φωνή του στοὺς δίσκους ποὺ κάποια Μεγαλοβδομάδα εἶχε ζωντανὰ ἠχογραφήσει ἡ ΕΡΤ ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ Ναό. Στὸ δεύτερο «Αἰνεῖτε» ὁ Πατριάρχης κατεβαίνει καὶ προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Βαϊφόρου ποὺ βρίσκεται πάνω σὲ εὐτρεπισμένο δισκέλι καὶ κατόπιν εὐλογεῖ τὸ λαό. Στὸ προσκύνημα τὸν ἀκολουθοῦν ἕνας-ἕνας οἱ ᾿Αρχιερεῖς πού, ἀφοῦ προσκυνήσουν, ἔρχονται στὸν Πατριάρχη ποὺ τοὺς περιμένει στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τοῦ θρόνου, ἀσπάζονται τὴ δεξιά του καὶ παίρνουν τὰ βάγια• «᾿Εξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καὶ λαοί, καὶ θεάσασθε σήμερον τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, ὡς ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, ἐπὶ πώλου εὐτελοῦς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ προσεπιβαίνοντα…»…
Στὴν πατριαρχικὴ τράπεζα ἰχθυοφαγία. Στὸ νοῦ ἔρχεται ἡ προφητεία Γρηγορίου τοῦ Ε´ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1821• «᾿Αδελφοί, ἂς φάγωμεν σήμερον τὰ ψάρια τοῦ γιαλοῦ καί, τίς οἶδε, μήπως, μέχρι τὴν Κυριακήν, φάγουσιν ἐκεῖνα ἡμᾶς;»… ῞Αγιε ῾Ιερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν…
᾿Ενωρὶς τὸ βράδυ τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας (πρῶτος Νυμφίος). ῾Ο Πατριάρχης χοροστατεῖ ἀπὸ τὸ παραθρόνιο χωρὶς μανδύα, χωρὶς πατερίτσα καὶ χωρὶς ἐγκόλπιο. Φέρει τὸ ράσο του, ἕναν ἐπιστήθιο σταυρό, τὸ ἐπιρριπτάριό του καὶ κρατᾶ στὸ χέρι χαζράνι. «᾿Ιδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». ῾Ωραῖα καὶ λυρικότατα ἔλεγε ὁ μακαρίτης Χαλκηδόνος Μελίτων• «᾿Ιδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται!… ᾿Απὸ τὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος ξεκινᾶ. ᾿Απὸ τὰ ὕψη τῆς θείας μεγαλειότητος κατεβαίνει. Καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς κραταιᾶς Βασιλείας, μέσα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἀνοίξεως, τὴν γαλανὴ αὐτὴ νύκτα, περνᾶ στὴν περιοχὴ τῆς ζωῆς μας… ῎Ερχεται… ᾿Ιδοὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός… Καὶ ἔρχεται πρᾶος καὶ γλυκὺς σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα. ᾿Αλλὰ σταθερὸς καὶ ἀποφασιστικὸς καὶ τρομερός, σὰν τὴν ἀληθινὴ καὶ τελεία ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἕτοιμη γιὰ ὅλα, ποὺ θὰ μείνῃ ἐκεῖ ὥς τὸ τέλος, διεκδικώντας μὲ τὸ καλάμι Του, τὴν ρομφαία Του, ἕναν-ἕναν ὅλους μας, μέχρι τὸν τελευταῖο, ἀπὸ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, διεκδικώντας σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ ὅλην αὐτὴ τὴν ἀπέραντη καὶ ὡραία χώρα τῆς ψυχῆς μας, τὴν εἰκόνα Του, μέχρι τὴν τελευταία κώχη τῆς ἀντιστάσεώς της» (ΧΑΛΚΗΔΟΝΙΑ, σσ. 439-440).
Στὸ «Αἰνεῖτε Αὐτὸν» ποὺ ψάλλεται ἀργά, ὁ Πατριάρχης κατεβαίνει ἀπὸ τὸν θρόνο, προχωρεῖ δεξιὰ στὸ νότιο τμῆμα τοῦ ναοῦ, μπροστὰ στὴν Παμμακάριστο, καὶ προσκυνᾶ τὶς εἰκόνες τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Παναγίας τοῦ Πάθους, ποὺ βρίσκονται πάνω σὲ δισκέλια, ἐνῷ ἀπὸ δίπλα παραστέκονται ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος μὲ τὸν Μέγα ᾿Αρχιδιάκονο. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ τὰ ἑπόμενα δύο βράδυα.
Τὸ πρωΐ τῆς Μεγάλης Δευτέρας, τῆς Μεγάλης Τρίτης καὶ τῆς Μεγάλης Τετάρτης τελεῖται λιτὰ ἡ ᾿Ακολουθία τῶν ῾Ωρῶν καὶ ἀκολουθεῖ ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, κατὰ τὴν ὁποία χοροστατεῖ ὁ Πατριάρχης. Μεγάλη Δευτέρα καὶ Μεγάλη Τρίτη τὸ ἀπόγευμα τελοῦνται τὰ τελευταῖα Μεγάλα ᾿Απόδειπνα. «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ’ ἡμῶν γενοῦ! ἄλλον γὰρ ἐκτός Σου βοηθόν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν. Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς!» Εἶναι ἡ κραυγὴ τῆς ὁμογένειας ποὺ ἀπέμεινε! ῾Η κραυγὴ τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων… «Μεθ’ ἡμῶν γενοῦ»!..
Κάθε βράδυ τελεῖται ὁ ῎Ορθρος τῆς ἑπομένης, πάντα μὲ πατριαρχικὴ χοροστασία ἀπὸ τὸ παραθρόνιο. Οἱ ὕμνοι ἀποδίδονται λιτά, χωρὶς θεατρινισμούς. Ζητούμενο δὲν εἶναι ἡ αἰσθητικὴ τέρψη ἀλλὰ ἡ κατάνυξη. Τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης τελεῖται τὸ ἱερὸ Εὐχέλαιο, προεξάρχοντος τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. ῾Ο Πατριάρχης συμπροσεύχεται ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα. Στὸ τέλος τοῦ Μυστηρίου ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος φέρνει στὸν Πατριάρχη τὸ ἄλειπτρο βαπτισμένο στὸ ἁγιασμένο ἔλαιο καὶ τοῦ τὸ παραδίδει ἀσπαζόμενος τὴν δεξιά του. ῾Ο Πατριάρχης μυρώνει τὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν τὸν Πρωτοσύγκελλο, ὁ ὁποῖος ξαναασπάζεται τὴν πατριαρχικὴ δεξιὰ καὶ ἐξέρχεται γιὰ νὰ μυρώσει τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ ἐκκλησίασμα. ᾿Εὰν ὑπάρχουν συμπροσευχόμενοι ᾿Αρχιερεῖς λαμβάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἄλειπτρο καὶ μυρώνονται.
Τὸ πρωΐ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ὁ ῎Ορθρος τῆς ἡμέρας καὶ συνάπτεται ὁ ῾Εσπερινὸς μὲ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ τελεῖται κατὰ τὴν τάξη ἀπὸ τὸν Μέγα Πρωτοσύγκελλο. ῾Ο Πατριάρχης χοροστατεῖ ἀπὸ τὸν θρόνο μὲ μανδύα καὶ πατερίτσα. ᾿Αντὶ γιὰ ἐγκόλπιο φορᾶ πάλι ἐπιστήθιο Σταυρό. ῾Ο ῞Αγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης λέει γιὰ τὸν ᾿Αρχιερέα ὅτι φέρει ἐπὶ τοῦ στήθους «Σταυρίδιον ἤ εἰκονίδιον». Σήμερα εἶναι ἡ ὥρα γιὰ τὸ «Σταυρίδιον», ὅπως καὶ στοὺς προηγηθέντες τέσσερεις «Νυμφίους».
Τὸ βράδυ στὴν ᾿Ακολουθία τῶν ᾿Αχράντων Παθῶν ἔχουμε Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ χοροστασία. Οἱ ᾿Αρχιερεῖς ποὺ θὰ χοροστατήσουν βγαίνουν κι ἀνεβαίνουν στὰ στασίδια τους στὸ πρῶτο «῞Οτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί». Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης (δηλ. τὸ πρῶτο) διαβάζεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀπὸ τοὺς χοροστατοῦντες ᾿Αρχιερεῖς κατὰ τὰ πρεσβεῖα τους. ῞Ολα τὰ εὐαγγέλια διαβάζονται κατὰ τρόπο λογαοιδικὸ (μὲ μέλος), ποτὲ χύμα ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ νεωτεριστὲς ἀλλοῦ, σὰ νὰ πρόκειται γιὰ ρεβύθια στὸ τσουβάλι τοῦ μπακάλη ἤ γιὰ ἐφημερίδα! Τὸ παραδοσιακὸ σεμνὸ σύντομο μέλος τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων ὑπογραμμίζει ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι ἔκτακτο, οὐράνιο, θεῖο, φωνὴ ἑνὸς κόσμου ἄλλου! ῞Ενας-ἕνας προσκαλοῦνται ἀπὸ τὸν Μέγα ᾿Εκκλησιάρχη οἱ Μητροπολίτες, κάνουν σχῆμα στὸν Πατριάρχη, εἰσέρχονται στὸ ἱερό, περιβάλλονται λευκὰ πετραχηλωμόφορα καὶ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ. Τελειώνοντας κάνουν ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη σχῆμα στὸν Πατριάρχη, ἀπεκδύονται τὸ πετραχηλωμόφορο καὶ παρακολουθοῦν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ᾿Ακολουθίας μέσα ἀπὸ τὸ ἱερό. ῞Οταν προσκαλεῖται ὁ προτελευταῖος χοροστατῶν Μητροπολίτης, μαζί του συναπέρχεται καὶ ὁ τελευταῖος. ῞Οταν τελειώσει ἡ σειρὰ τῶν Μητροπολιτῶν Εὐαγγέλια διαβάζουν κατὰ σειρὰν ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος, ὁ ᾿Αρχιγραμματεὺς καὶ ὁ Μέγας ᾿Αρχιμανδρίτης. Τὸ δωδέκατο τὸ διαβάζει ὁ Μέγας ᾿Αρχιδιάκονος ἀπ’ ἄμβωνος. ᾿Εὰν οἱ Μητροπολίτες εἶναι λίγοι καὶ ὑπάρχει κενὸ ἀνάμεσα στὸν Μέγα ᾿Αρχιμανδρίτη καὶ τὸν Μέγα ᾿Αρχιδιάκονο, Εὐαγγέλια διαβάζουν καὶ ἄλλοι ἱερεῖς, μὲ πρώτους τὸν Μέγα Σύγκελλο καὶ τὸν Μέγα ᾿Εκκλησιάρχη.
Μετὰ τὸ πέμπτο Εὐαγγέλιο κλείνεται ἡ ὡραία πύλη καὶ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἁγίας τραπέζης. Μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἁγία τράπεζα ἔφερε χρυσόπαστη ἐνδυτή. Τούτη τὴν ὥρα τὴν καλύπτουν μὲ ἄλλη κατάμαυρη. ᾿Επίσης ἀλλάζουν καἰ οἱ ῾Ιερεῖς κ’ οἱ Διάκονοι καὶ φοροῦν κατάμαυρες στολές. ῾Ο ᾿Εσταυρωμένος εἶναι ἕτοιμος καὶ ἔρχεται μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα. Οἱ πολυέλαιοι σβήνουν καὶ ὁ ναὸς φωτίζεται μόνο ἀπὸ τὰ κανδήλια καὶ τὰ κεριά. ᾿Ατμόσφαιρα ὑποβλητική. ῾Ο Μέγας ᾿Αρχιμανδρίτης θυμιάζει τὸν ᾿Εσταυρωμένο, κάνει τρεῖς μετάνοιες, τὸν προσκυνᾶ καὶ τὸν παίρνει στὰ χέρια του. ῾Η καμπάνα ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ πένθιμα. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας…» ἀρχίζει ν’ ἀπαγγέλλει ὁ π. ᾿Αθηναγόρας καθὼς σηκώνει τὸν ᾿Εσταυρωμένο κι ἀρχίζει νὰ τὸν λιτανεύει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, γύρω-γύρω στὸ ναό, ὥσπου νὰ τὸν τοποθετήσει στὴ μέση τοῦ σολέα. ῾Ο Πατριάρχης ἔχει κατέβει κάτω ἀπὸ τὸν θρόνο, ἔχει βγάλει τὸ καλυμμαύχι του καὶ σταυροκοπιέται σκυφτὸς ἀργὰ-άργά. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξη καὶ ὄχι ὁ ᾿Αρχιερεὺς νὰ βγάζει τὸν ᾿Εσταυρωμένο, ὅπως συνηθίζουν τελευταίως κάποιοι νεωτερίζοντες. Οἱ ψάλτες ἔχουν ἐπίσης κατέβει ἀπὸ τὰ στασίδια τους. Στὸ «Προσκυνοῦμεν Σου τὰ Πάθη, Χριστέ», ὅλοι κάνουν μετάνοιες…
———-
Ἀπό τό βιβλίο «Γιορτές στή Βασιλεύουσα”