1. Ἐπίσης καὶ τὸ φῶς ποὺ ἔλαμψε στὸν μακάριο Παῦλο στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο ὑψώθηκε ὥς τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ ἄκουσε ἀλάλητα μυστήρια, δὲν ἦταν κάποιος φωτισμὸς νοημάτων καὶ γνώσεως. Ἦταν ὑποστατικὴ μέσα στὴν ψυχὴ ἔλλαμψη τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος. Τήν ὑπερβολικὴ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ φωτὸς δὲν μπόρεσαν ν’ ἀντέξουν τὰ σαρκικά μάτια καὶ τυφλώθηκαν. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς ἀποκαλύπτεται κάθε γνώση καὶ γνωστοποιεῖται ἀληθινὰ ὁ Θεὸς στὴν ἄξια καὶ ἀγαπώμενη ἀπὸ Αὐτὸν ψυχή.
2. Κάθε ψυχὴ ποὺ μὲ τὴ δική της ἐπιμέλεια καὶ πίστη ἀξιώθηκε νὰ ντυθεῖ ἀπὸ ἐδῶ τελείως τὸ Χριστὸ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία τῆς Χάριτος, μυεῖται ἀπὸ τώρα στὴ γνώση ὅλων τῶν οὐρανίων μυστηρίων. Κατὰ δὲ τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, καὶ τὸ σῶμα της θὰ συνδοξασθεῖ μὲ τὴν ἴδια δόξα καὶ θὰ ἁρπαγεῖ στοὺς Οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Ὁπότε θὰ ἀξιωθεῖ νὰ γίνει ὅμοιο μὲ τὸ δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἔτσι θὰ κληρονομήσει καὶ τὴν αἰώνια χαρὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μαζὶ μὲ τὸ Δεσπότη Χριστό μας.
3. Ἡ Θεὸμορφη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔχουν οἱ ἅγιοι κατὰ κάποιο τρόπο, σὰν τυπωμένη ἀπὸ τώρα μέσα τους, θὰ κάνει τότε καὶ τὸ σῶμα ἐξωτερικὰ Θεὸμορφο καὶ οὐράνιο. Στοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλοίμονο, τὸ σκοτεινὸ κάλυμμα τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος ποὺ τύλιξε τὴν ψυχή τους καὶ μὲ τὰ πάθη ἔκανε τὸ νοῦ τους σκοτεινό, θὰ παρουσιάσει τότε καὶ τὸ σῶμα σκοτεινὸ καὶ γεμάτο ἀπὸ κάθε λογῆς ντροπή.
4. Μετά τὴν παράβαση ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ κατεδίκασε σὲ θάνατο τὸν Ἀδάμ. Ἦρθε πρῶτα ὁ θάνατος στὴν ψυχή του καὶ ἀκολούθησε ὁ σωματικὸς θάνατος μετὰ 930 χρόνια. Ἔτσι καὶ τώρα ὁ Θεὸς μὲ τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ συμφιλιώθηκε μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀληθινὰ πίστεψε καὶ ξαναζωντάνεψε τὴν ψυχή του γιὰ νὰ ξαναζωντανέψει καὶ νὰ ντύσει μ’ ἀθάνατη καὶ ἄφθαρτη δόξα τὸ σῶμα του.
5. Γιατί, ὅπως λέει ὁ μακάριος Παῦλος, ἡ στέρεη τροφὴ εἶναι γιὰ τοὺς τελείους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γυμνασμένα τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια, στὸ νὰ διακρίνουν τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεῖος Πέτρος λέει. «Καὶ σεῖς, ἔχοντας τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, καλά θὰ κάνετε νὰ τὰ προσέχετε, γιατί εἶναι σὰν λυχνάρι ποὺ φέγγει στὸ σκοτάδι, ὥσπου νὰ χαράξει ἡ μέρα καὶ ν’ ἀνατείλει στὶς καρδιές σας ὁ αὐγερινός». Ἀλλὰ οἱ πολλοὶ δὲν διαφέρουν διόλου ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βαδίζουν τὴ νύχτα χωρὶς κανένα φῶς καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀκτίνα. Χωρὶς δηλαδὴ κάποιο Θεϊκὸ λόγο νὰ φωτίζει τὶς ψυχὲς τους, ὥστε σχεδόν νὰ μοιάζουν μὲ τυφλούς. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ὁλότελα δεμένοι μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης καὶ τὶς βιοτικὲς ἁλυσίδες. Καὶ οὔτε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τοὺς συγκρατεῖ, οὔτε κανένα ἀγαθὸ ἔργο κάνουν. Γιατί, ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο κρατοῦν τὴν πίστη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ δὲν τυλίγονται ὁλότελα στὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦν νὰ ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας.