1. Παίρνει σῶμα ἀνθρώπινο ὁ ἀσώματος Κύριος ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα καὶ μικραίνει -μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς- τὸν ἑαυτό Του ὁ μέγας καὶ ὑπερούσιος, γιά νὰ μπορέσει νὰ ἐνωθεῖ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀγγέλων, ὥστε να μπορέσουν καὶ αὐτὲς νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς ἀθάνατης ζωῆς τῆς Θεότητάς Του. Καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ πῆρε καὶ φόρεσε τὰ μέλη τοῦ σώματος, μάτια, αὐτιὰ κ.λ.π., κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ παίρνει σῶμα κι’ ἑνώνεται μὲ τὶς πιστὲς καὶ ἀγαπητὲς σ’ Αὐτὸν ψυχὲς καὶ γίνεται ἕνα Πνεῦμα μ’ αὐτές, κατὰ τὸν Θεῖο Παῦλο. Ἔτσι γίνεται ψυχὴ στὴν ψυχή, ὑπόσταση στὴν ὑπόσταση, ὥστε μιὰ τέτοια ψυχὴ νὰ ζήσει καὶ νὰ ὑπάρξει μέσα στήν Θεὸτητά Του, νὰ φτάσει στὴν ἀθάνατη ζωὴ καὶ ν’ ἀπολαύσει ἄφθαρτη ἡδονὴ καὶ ἀνέκφραστη δόξα!…
2. Γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτὴ ὁ Κύριος, ὅταν θέλει, γίνεται φωτιὰ καὶ κατακαίει κάθε κακὸ μέσα της. Ἄλλοτε γίνεται ἀνάπαυση ἀνείπωτη καὶ ἀνέκφραστη, κι’ ἄλλοτε χαρὰ καὶ εἰρήνη, ποὺ περιθάλπει καὶ περικυκλώνει τὴν ψυχή. Μόνο ν’ ἀγωνίζεται κανείς, νὰ Τὸν ἀγαπάει καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ καὶ θὰ δεῖ μὲ τὴν πείρα καὶ τὴν αἴσθησή του ὅτι ἄγγιξε ἀνεκλάλητα ἀγαθά, «ποὺ μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ἄνθρωπος δὲν τὰ διανοήθηκε». Ἔτσι τὸ Πνεῦμα Κυρίου γίνεται ἀνάπαυση, ἀγαλλίαση, τρυφὴ καὶ ζωή τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀναδεικνύεται ἄξιά Του. Γιατὶ σωματοποιεῖ τὸν ἑαυτό Του καὶ τὸν κάνει πνευματικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ ἔνδυμα καὶ κάλλη ἀπερίγραπτα, γιὰ νὰ γεμίσει ἔτσι τὴν ψυχὴ πνευματικὴ χαρά· «Ἐγὼ εἶμαι -λέει- ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς». Καί• «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θ’ ἀναβρύσει μέσα του μία πηγή νεροῦ, ποὺ θὰ δίνει αἰώνια ζωή».
3. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεχθεῖ ἔνοικό της τὴν οὐράνια δύναμη καὶ τὴ θεϊκὴ ἐκείνη φωτιά, καὶ ποὺ ἡ ἐπουράνια ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνώθηκε μὲ τὰ μέλη της, ἐλευθερώνεται ἐντελῶς ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἀγάπη. Ὁ σίδηρος καὶ ὁ χρυσός, ὅταν παραδοθοῦν στὴ φωτιά, λειώνουν, ἀλλὰζοντας τὴ σκληρή φύση τους σὲ μαλακὴ καὶ αποβάλλουν τὴ φυσική τους σκληρότητα ἐξ αἰτίας τῆς δυνάμεως τῆς φωτιᾶς· Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δέχθηκε τὴν ἐπουράνια ἐκείνη φωτιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποσύρεται ἀπὸ κάθε προσκόλληση στὸ κοσμικὰ πνεύμα. Ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κακίας καὶ ἀποβάλλει τὴ φυσικὴ σκληρότητα τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θεωρεῖ ὅλα μικρὰ καὶ ἄξια περιφρονήσεως. Λέω μάλιστα ὅτι ἡ ψυχὴ ποὺ κυριεύθηκε ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἔρωτα καὶ τοὺς ἀδελφούς της, ὅταν τὴν ἐμποδίζουν ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη, τοὺς ἀπαρνεῖται!.
4. Ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, μακροθυμεῖ, περιμένοντας τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καὶ «γίνεται χαρὰ στὸν Οὐρανὸ γιὰ ἕνα ἁμαρτωλό, ποὺ μετανοεῖ». Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ μετάνοια καὶ πληθαίνει ἡ ἁμαρτία, τότε ἡ Θεία δίκη τοὺς ἐξαφανίζει ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. Κάτι τέτοιο συνέβη στὰ Σόδομα καὶ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα μὲ τὸν καταποντισμὸ τῶν Αἰγυπτίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ ἀφαίρεσε ὁ Θεὸς καὶ τὴν προφητεία καὶ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴ λατρεία καὶ τὰ ἐμπιστεύθηκε στὰ ἔθνη ποὺ πίστεψαν, διότι καὶ τοὺς Προφήτας καὶ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ σὲ θάνατο παρέδωκαν.