Site icon Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Γ΄ Περίοδος (7ος -10ος αι. μ.Χ.)

Γ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (7ος -10ος αι. μ.Χ.)

Αραβικές Επιδρομές,

Ακρίτες και Μόρφου,

οι 300 όσιοι της Συρο-Παλαιστίνης

και η μετοικεσία τους

στην Κύπρο, Μικρασία – Μόρφου

Το 649 οι Σόλοι γνωρίζουν για πρώτη φορά τις ληστρικές επιδρομές των Αράβων και τούτο επαναλαμβάνεται και τον επόμενο χρόνο, το 650, όπως καταγράφεται στην μεγάλης αξίας επιγραφή των Σόλων. Ας την αναγνώσουμε, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν: «Πολλή ειν’ η αγαθότητα του φιλάνθρωπου Θεού, / ανείπωτη η ανεξικακία του κι ανεξιχνίαστες οι βουλές του. / Γιατί όσο θέλει είναι καρτερικός / και πάλι ως αγαθός παιδαγωγεί, / πατέρας στοργικός που με έλεος οδηγεί σ’ επιστροφή και / διόρθωση· / γιατί ούτε κρίνει ανελέητα, ούτε άκριτα ελεεί. / Στα χρόνια λοιπόν της Ινδικτιώνος Ζ του Διοκλητιανού έτους / ΤΞΕ, / απ’ τις δικές μας αμαρτίες έγινε επέλαση ενάντια στο νησί / όπου πολλoί σκοτώθηκαν / κι ίσαμε εκατόν είκοσι χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν· / κι ύστερα πάλι, την επόμενη χρονιά, / χειρότερη επέλαση υπέστη το νησί / όπου σφαχτήκαν πιότεροι από πριν και αιχμαλωτίστηκαν· / κι άλλες χιλιάδες, ίσαμε πενήντα […λα], / και τη βασιλική κι όλο το επισκοπείο, τον τόπο των αγίων / επισκόπων κι άλλα που στόλιζαν τον τόπο των αγίων / […] κι έγινε σπίτι και στο α[…] / και σ’ άλλα μέρη του νησιού έγινε ο επάρατος σεισμός / άλλος […] της σπλα[…] να με του Θεού τη συγκατάθεση / έτσι που γκρεμίστηκε και η αγία εκκλησία / Κίνησε ζήλο και προθυμία στον Ιωάννη, τον όσιο πρόεδρό / της […] / που με πολλή φροντίδα όλα τούτα τα ερειπωμένα τα / ξανάχτισε[…] / κι αφού τα στέγασε, ύστερα τα στόλισε και συμπλήρωσε το / έργο προς δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος / Ινδικτιώνος ΙΓ’ του 355 κατά το έτος του Διοκλητιανού».

Οι αραβικές επιδρομές διήρκεσαν από τον 7ο μέχρι και τον 10ο αιώνα. Τον 10ο αιώνα επανεντάσσεται η Κύπρος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και γίνεται προκεχωρημένο φυλάκιο της Ρωμιοσύνης στην καθ’ ημάς Ανατολή.

Ακρίτες

Τον 7ο αιώνα αρχίζει η ιστορία της Θεομόρφου. Μια ιστορία που περιλαμβάνει τους Ακρίτες, τον Διγενή Ακρίτα και τα παλικάρια του, τους προστάτες των άκρων, των ορίων, των συνόρων της Ρωμιοσύνης, τους μεγάλους μάρτυρες Μάμα τον Μυροβλύτη και Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο.

Πολλοί ιστορικοί, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Σάθας, χρονολογούν την απαρχή των Ακριτών στην Κύπρο σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια των αραβικών επιδρομών. Αυτή την περίοδο μειώνεται δραματικά ο πληθυσμός του νησιού. Οι Άραβες, στοχεύοντας να αποδυναμώσουν τις παράλιες πόλεις, καταστρέφουν και λεηλατούν, αιχμαλωτίζοντας χιλιάδες χριστιανούς. Ο απώτερος στόχος τους είναι να αποδυναμώσουν την βυζαντινή επαρχία της Κύπρου, σχεδιάζοντας μελλοντικούς εποικισμούς Αράβων μουσουλμάνων.

Στα σχέδια των Αράβων, απαντούν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, Τιβέριος ο Αψίμαρος (698-705) και Ιουστινιανός ο Β’ ο Ρινότμητος (685-695 και 705-711), αποστέλλοντας τους Μαρδαΐτες Ακρίτες στην βόρεια περιοχή της Κύπρου. Οι Μαρδαΐτες Ακρίτες κατάγονται από τα μαύρα όρη της βορείου Συρίας, το μέχρι σήμερα ονομαζόμενο «Αμανό Όρος», το Μέλαν Όρος των Βυζαντινών. Ήταν φύλακες στις κλεισούρες των συνόρων, στα περάσματα δηλαδή των βουνών. Οι Βυζαντινοί τους μετέφεραν από τη βόρεια Συρία στα όρη του Λιβάνου, όπου και έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των Αράβων. Κατά τον Άγιο Θεοφάνη, αποτελούσαν «το χαλκούν τείχος που εμπόδιζε τους Άραβες να εισβάλουν στις βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας και της Ανατολής». Το 688 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ο Β , ο Ρινότμητος, συνήψε συμφωνία με τον χαλίφη της Δαμασκού Αβιμέλεχ, ως αποτέλεσμα της οποίας απέσυρε το τάγμα των Μαρδαϊτών από τον Λίβανο και την Συρία, και τους μετέφερε στην ναυτική βάση της Αττάλειας καταστρέφοντας, κατά τον Θεοφάνη, ένα χάλκινο τείχος, «χάλκεον τείχος διαλύσας» .

Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Θεοφάνης: «και απέσυρεν ο βασιλιάς τους Μαρδαΐτες δώδεκα χιλιάδες και ακρωτηρίασεν το Ρωμαϊκόν κράτος, (…) έκτοτε η Ρωμανία έχει υποστεί τα πάνδεινα από τους Άραβες μέχρι τα τώρα». Απ’ τη δική μας πλευρά, οι σύγχρονοι αναγνώστες της ιστορίας, με δυσκολία συγκρατιόμαστε να μην αναφωνήσουμε κι εμείς το στερεότυπο «η ιστορία επαναλαμβάνεται», αφού το ίδιο περίπου έργο παίχτηκε το 1967, όταν η ελληνική χούντα εγκατέλειψε την Κύπρο -με μόνο κίνητρο την ηλιθιότητα άραγε;- αποσύροντας την ελληνική μεραρχία από το νησί…

Το 690, πάντοτε κατά την Χρονογραφία του Αγίου Θεοφάνη, ο Ιουστινιανός ο Β , «εξ ανοίας», λόγω ανοησίας δηλαδή, διέκοψε την ειρήνη με τον Αβιμέλεχ. Γιατί, λόγω της αφροσύνης του, αποπειράθηκε να μετακινήσει τον πληθυσμό της νήσου Κύπρου, «…και πλήθος Κυπρίων περώντων κατεποντίσθη, και από αρρωστίας ώλοντο και οι λοιπoί εστράφησαν εις Κύπρον», μεταφέροντάς τον στην Κύζικο του Ελλησπόντου.

Οι Ακρίτες, τον 7ο αι., μεταφέρονται άλλοι στην Ελλάδα και άλλοι, όπως προείπαμε, στα μέρη της βόρειας Κύπρου. Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Σάθας, μετά τον επαναπατρισμό των Κυπρίων: «Οι κάτοικοι δια τον φόβον των Σαρακηνών παρεκάλεσαν τον βασιλέα να πέμψει αρματωλούς (λας των αρμάτων)». Το επιβεβαιώνει και ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς: «Ο βασιλεύς γροικώντα την παρακάλεσίν τους, έπεψεν πολύν λαόν των αρμάτων εις βλέπισιν του αυτού τόπου (…) και εκράχτην Στρατία δια τους Στρατιώτας». Ένα από τα κέντρα τους, ίσως το σημαντικότερο, είναι και η πολίχνη της Θεομόρφου. Έχουν δε ως προστάτες αγίους, τους μεγάλους μάρτυρες Μάμα και Γεώργιο. Αυτό αποτυπώνεται γλαφυρά στο ακριτικό άσμα του Θεοφυλάκτου, το οποίο διασώζει ο Αθανάσιος Σακελλάριος: «Ο βασιλέας Αλέξανδρος Αλεξανδροπολίτης, / έκαμεν μίαν γεορτήν μικρήν και μίαν γεορτήν μεάλην / έκαμεν μίαν τ’ άϊ Γεωρκού και μίαν τ’ άϊ Μάμα, / εκάλεσεν τους άρκονταις, κη ούλον τ’ αρκοντολόϊν, / εκάλεσεν και τους φτωχούς κη ούλον το φτωχολόϊν, / τραπέζιν εν ‘που έβαλεν κη εκάτσασι να φάσιν… / Φέρτε μου το κοντάριν μου που ν’ άϊς Γεώρκης πάνω, / Φέρτε μου το ματσούκιν μου που ‘ ν’ άϊς Μάμας πάνω».

Από το πιο πάνω ακριτικό άσμα συνάγεται η σχέση των Ακριτών με την Κύπρο, η μετοικεσία αυτών και η αφομοίωσή τους από την κυπριακή Ρωμιοσύνη στους ευαίσθητους αιώνες 9ο, 10ο έως και μέσα του 11ου. Ο Κ. Π. Χατζηιωάννου δέχεται την άποψη του Gregory, αφού προηγουμένως είχε δεχθεί ότι η πρώτη εισαγωγή των ακριτικών τραγουδιών οφειλόταν σε «μετοικεσία». Ο Θ. Πιερίδης λέει: «στην Κύπρο μένουν ολοζώντανα τα τραγούδια αυτά της παλικαριάς και της αντίστασης των ξένων γιατί εξακολουθεί να υπάρχει η αιτία που τα γέννησε, ο ξένος».

Τα επείσακτα ακριτικά τραγούδια διαδόθηκαν, ωστόσο, στην νέα πατρίδα τους και αποβάλλοντας τα ξένα γλωσσικά τους στοιχεία, απέκτησαν ιθαγένεια και επιβίωσαν δυναμικά, έτσι που ο βασικός πρωταγωνιστής τους, ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας -ο οποίος έζησε πραγματικά τον 9ο αιώνα και γύρω από την προσωπικότητά του έπλεξε ο μύθος τις περικοκλάδες του – να θεωρείται ντόπιο ηρωικό πρόσωπο και να εγείρει για τον μελετητή τη δίκαιη απορία για τους τρόπους αυτής της εξάπλωσης, της αφομοίωσης, της τελικής επιβίωσης και μεταμόρφωσης. Κατά την πολύ εύστοχη ερμηνεία του φαινομένου από τον Σάθα, η εντονότατη παρουσία και επιβίωση για πολλούς αιώνες των απελατικών αυτών τραγουδιών, όπως τα αποκαλεί, σχετίζεται με την παρουσία των Ακριτών που πρώτος μεταφέρει στην Κύπρο ο Τιβέριος ο Β΄ το 698. Όπως αναφέρει ο Σάθας, υπήρξε μάλιστα μια σύμπραξη των Ακριτών της Αττάλειας και της Κύπρου κατά των Αράβων, με αποτέλεσμα να μην κατορθώσουν οι Άραβες να επιβάλουν την κυριαρχία τους στην Κύπρο, όπως έγινε στην περίπτωση της Κρήτης. Γι’ αυτό και στην Κύπρο έχουμε αραβικές επιδρομές αλλά όχι αραβοκρατία όπως στην Κρήτη. Οι Ακρίτες αυτοί, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές ήσαν πρωτευόντως ναυτικοί με έδρα την Αττάλεια και ναυτικούς σταθμούς στους κόλπους της Κύπρου. Στη συνέχεια γίνονται ακτοφύλακες και εντέλει αφομοιώνονται από την κοινωνία της Κύπρου. Η διαδικασία αυτή έχει χρονικό ορίζοντα από τον 7ο μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνος. Τον 12ο αιώνα, γίνεται η πρώτη καταγραφή του έπους του Διγενή Ακρίτα.

Η μακαριστή Μάγδα Κιτρομηλίδου, αναφέρει ότι οι περισσότερες καταγραφές ακριτικών τραγουδιών έγιναν στις περιοχές της βορειοδυτικής Κύπρου. Μια επιπλέον ένδειξη για το που ρίζωσαν οι Ακρίτες πρόγονοί μας. Η μετεγκατάσταση Ακριτών στη Θεομόρφου και στις γειτονικές περιοχές της, άφησε τα ίχνη της στην παράδοση της μεταφοράς του Αγίου Μάμαντος από την Αλαγία της Αττάλειας. Λέει σχετικά ο Λεόντιος Μαχαιράς: «εις κιβούριν και δια χάριτος κυρίου επέσωσεν εις την Κύπρον, εις τον γιαλόν της τε Μόρφου. Και επικαλύφθην ενού καλού ανθρώπου να πάρη το ζευγάριν του και τους δύο του υιούς· και επήγεν, και εδήσάν το με το σχοινίν και επήραν το ως γοιόν έναν μικρόν πράμαν, το ποίον ήτον πολλά βαρετόν, ότι πολλoί άνθρωποι εθέλαν διαβάσειν μέγαν κόπον να το σύρουν· και όνταν ήλθεν εις τον τόπον οπού ευρίσκεται σήμμερον, εστάθηκεν και δεν ημπόρεσεν τινάς να το σαλέψη· και έκτισαν ναόν και βρύει μύρος, και πολομά μεγάλα θαύματα εις ούλον τον κόσμον, πληγές αγιάτρευτες· και απού τον ζωγραφίζουν βρύει ιάματα, εις την Λευκωσίαν, εις την Λεμεσόν, εις την Αμμόχωστον, εις την Κλαυδίαν·|αν ήτον να γράψω τες γιάσες του ως του νάζουν δεν έφταννα».

Η ως άνω μαρτυρία του μεσαιωνικού χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά καταγράφει την άφιξη της σαρκοφάγου από τα μικρασιατικά παράλια «εις τον γιαλόν της Θεομόρφου» και επαληθεύεται από αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν το 1958 υπό τον Peter Megaw.

Κάτω από το πάτωμα του σημερινού ναού του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου, βρίσκονται τα ερείπια δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών και μιας βυζαντινής εκκλησίας που χτίστηκαν διαδοχικά η μία επί της άλλης. Άξιον προσοχής, είναι το ότι οι δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές οικοδομήθηκαν με τέτοιο τρόπο και προσανατολισμό που η μαρμάρινη σαρκοφάγος να είναι ενταγμένη στον βόρειο τοίχο των ναών, όπως βλέπουμε και στον σημερινό, τέταρτο, ναό του αγίου μας.

Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα, τόσο η Κωνσταντινούπολις όσο και η Κύπρος, συνειδητοποίησαν την αδυναμία τους να αποτρέψουν την επερχόμενη εξ ανατολών λαίλαπα. Η άμυνα της νήσου οργανώθηκε κατά τα πρότυπα των Ακριτών της Ανατολής. Συστάθηκε ένα στρατιωτικό σώμα, επονομαζόμενο στρατιά, που είχε την ευθύνη για την άμυνα και την προστασία των πληττόμενων πόλεων. Περαιτέρω, ανηγέρθησαν σε στρατηγικά υψώματα τα λεγόμενα καστρομονάστηρα, όπως αυτό του Αγίου Γεωργίου του Οριάτη.

Σε χειρόγραφο του 10ου αιώνος (970), που φυλάσσεται στο Παρίσι, βρίσκουμε την εξής συγκλονιστική μαρτυρία: «Εγράφη η παρούσα βίβλος|οικεία χειρί Νικήτα πρωτοσπαθαρίου και γεγονότος|δρουγγαρίου του πλοΐμου άντου |αδελφού Μιχαήλ πατρικίου πραι|πωσίτου και βέστου γεγονότος πρωτοβεστιαρίου Νι|κηφόρου του φιλοχρίστου|δεσπότου· όντος αυτού εν τω δεσμωτηρίω Αφρικής· μηνί σεπτεμβρίω ινδ. ι’, και επεδό|θη εν τω ναώ [του αγίου|ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του| Οριάτου πλησίον Θεομόρφου] εν έτει ,ςυοθ ινδ. ιδ .».

Η Μονή Αγίου Γεωργίου Οριάτη βρίσκεται πλησίον της Θεομόρφου και σήμερα στέκεται περήφανα στο ύψωμα του Ριγάτη, δίπλα από την κατεχόμενη κοινότητα Κυρά της Μόρφου. Στα βυζαντινά χρόνια, τον 10ο αιώνα, ονομαζόταν του Οριάτου, δηλαδή αυτού που φυλάττει τα όρια, τα σύνορα, τα άκρα, του Ακρίτα! Το δασυνόμενο επίθετο του Αγίου Γεωργίου, το Οριάτης, σημαίνει αυτός που βρίσκεται στα όρια, ο Ακρίτας. Για άλλη μια φορά η παράδοση των Ακριτών της Θεομόρφου επιβεβαιώνεται από την παρουσία της μονής του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου. Από το ύψωμα του Οριάτη, οι Ακρίτες και οι μοναχoί αγνάντευαν το πέλαγος της Παμφυλίας Κιλικίας. Βιγλάτορες της Ρωμιοσύνης. Ακρίτες της ορθόδοξης ψυχής μας!

Πάνω από τη σαρκοφάγο που βρίσκεται στον ναό του Αγίου Μάμαντος, βρίσκονται τρεις εικόνες: στο κέντρο, επί λέοντος καθήμενος, ο Άγιος Μάμας. Τον συνοδεύουν, στα δεξιά του ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης, σε κόκκινο άτι και στ’ αριστερά του ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, σε άσπρο άτι. Δίπλα από την Μονή του Αγίου Μάμαντος στην Μόρφου, οι Μορφίτες έκτισαν, τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ναό του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Την ίδια εποχή οι Κατωζωδιάτες ανοικοδόμησαν στη στράτα της Ζωτίας τον Άγιο Γεώργιο των Ξαλώνων. Ευσεβής παράδοση, των πάππων και προπάππων μας, συνδέει με μονοπάτι την Μονή του Αγίου Γεωργίου του Οριάτη-Ριγάτη με το ξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου των Ξαλώνων. Στην περιοχή συνήθιζαν να λένε «έρκεται ο Ριάτης στα έξω αλώνια του».

Η Μόρφου απαντάται με την ονομασία Θεομόρφου στην γεωργιανή μετάφραση του Πνευματικού Λειμώνος του Ιωάννου Μόσχου. Ένα χειρόγραφο που εγράφη το 977, περιέχει συμπλήρωμα τριάντα εποικοδομητικών αφηγήσεων, που δεν ανήκουν στον Πνευματικό Λειμώνα και φέρουν την ακόλουθη επικεφαλίδα: «Τα κεφάλαια αυτά ευρέθησαν εις την Κύπρον εις τόπον καλούμενον Θεομόρφου». Από τους τύπους των κυρίων ονομάτων που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη μετάφραση, συνάγεται ότι πρέπει να έγινε από αραβική απόδοση του κειμένου και όχι από το ελληνικό πρωτότυπο. Από τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνεται η παρουσία στην Θεομόρφου της Κύπρου κατά τον 10ο αι. Γεωργιανών μοναχών και Χριστιανών Αράβων, πιθανώς μοναχών, καθώς και ενεργού μεταφραστικής δραστηριότητος. Αυτή την εποχή, τον 10ο αιώνα, ανοικοδομείται δυτικώτερα της Θεομόρφου από Γεωργιανούς επίσης μοναχούς η μονή πιθανότατα του Αγίου Μάμα στην Γυαλιά Πόλεως Χρυσοχούς. Τα μοναστήρια των Γεωργιανών στην Κύπρο συνδέονταν πνευματικά με τη μονή του Κουτσοβέντη στον Πενταδάκτυλο αλλά περισσότερο με τα μοναστικά κέντρα της βόρειας Συρίας και εννοώ του Αγίου Συμεών του Θαυμαστορίτου και του Νίκωνος του Μελανορείτου στο Μαύρο-Αμανό Όρος. Υπενθυμίζω την παρουσία του χωριού Συριανοχώρι, πλησίον Θεομόρφου. Χωριό των Σύρων Ορθοδόξων που εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο, μεταξύ 7ου και 10ου αιώνος, στην ως άνω κοινότητα. Στην δυτική αυλή του ναού του Αγίου Νικολάου Συριανοχωρίου, ορθώνονταν μέχρι πρόσφατα, ως το 2010, κίονες πιθανώς μεσοβυζαντινού η παλαιοχριστιανικού ναού.

Οι όσιοι της Παλαιστίνης

Σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, κατά την περίοδο 812-816, «πολλοί από τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης, μοναχoί και λαϊκοί, καθώς και απ’ όλη την Συρία έφθασαν στην Κύπρο, θέλοντας να γλιτώσουν από τα πολλά παθήματα που υφίσταντο από τους Άραβες… Στην Αγία Πόλη του Χριστού και Θεού μας οι σεβάσμιοι τόποι της αγίας Αναστάσεως, του Γολγοθά και οι λοιποί, βεβηλώθηκαν. Παρομοίως και οι περίφημες Λαύρες στην έρημο, όπως εκείνες του Αγίου Χαρίτωνος και του Αγίου Σάββα, αλλά και άλλες μονές και εκκλησίες, ερημώθηκαν. Αρκετoί Χριστιανoί δέχθηκαν μαρτυρικό θάνατο. Άλλοι πήγαν στην Κύπρο και από κει στην Κωνσταντινούπολη όπου τους δόθηκε φιλοξενία από τον ευσεβή βασιλιά Μιχαήλ και τον αγιότατο Πατριάρχη Νικηφόρο. Ο βασιλιάς δώρισε μια σημαντική μονή σ’ εκείνους που είχαν έλθει στην Πόλη, ενώ σε όσους παρέμειναν στην Κύπρο, τόσο μοναχούς όσο και λαϊκούς, έστειλε τάλαντο χρυσού και φρόντισε να τους παράσχει πολλά από κάθε άποψη».

Το ίδιο γεγονός περιγράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικό του: «Όνταν οι Σαρακηνoί επήραν την γην της επαγγελίας, τότε εβγήκαν οι πτωχoί οι χριστιανoί απού εγλιτώσαν και επήγαν όπου ηύραν καταφύγιν· ήσαν αρχιεπισκόποι, επισκόποι, ιερείς και λαϊκοί, και επήγαν όπου φτάσαν. Και ήρταν και εις την περίφημον Κύπρον μία συντροφία, όπου ήσαν τ’ (300) ονομάτοι, και γροικώντα ότι Έλληνες εφεντεύγαν τον τόπον, δια τον φόβον επήγαν εις το έναν μέρος και εις το άλλον, και εσγάψαν την γην και εμπήκαν μέσα, και επροσεύχουνταν τω Θεώ, και ήσαν δύο τρεις αντάμα, και είχαν τινάν δουλευτήν απού τους εδούλευγεν το εχρειάζουνταν δια την ζωήν τους. Και εποθάναν εις το αυτόν νησσίν, και πολλoί εξ αυτών τους εφανερώθησαν δι’ αγγέλου, άλλοι δια τα θαυμαστά θαύματα· μέσον τους ποίους είδα και έμαθα πολλά κοιμητήρια, και πολομούν θαυμαστά θαύματα, και είνε χωρίς τα λείψανα και κοιμητήρια τους αρχιερείς και επισκόπους τους άνωθεν λαλημένους».

Ο ίδιος χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς γράφει περί της αφίξεως των 300 προσφύγων Πατέρων και αδελφών της Ανατολής που βρήκαν καταφύγιο στη γλυκιά χώρα της Κύπρου. Αναφερόμενος στους Αγίους Φανέντες γράφει: «και είναι από εκείνους τους 300 που έφυγαν από την Συρία». Δηλαδή, ο Μαχαιράς μας αποκαλύπτει εδώ για μοναδική φορά τον τόπο προέλευσης των 300 Πατέρων που πολλοί εξ αυτών αγιάζουν την κυπριακή ευσέβεια μέχρι σήμερα, μας δίνουν υπόσταση, ταυτότητα και θεραπεία ψυχών και σωμάτων!

Κατά τον κώδικα του Λονδίνου, από τους ως άνω πρόσφυγες-ασκητές της Συροπαλαιστίνης ασκήτευσαν «εις την Θεομόρφου ο Άγιος Θεοδόσιος και ο Άγιος Πολέμιος». Χειρόγραφη σημείωση του τέλους του 14ου αιώνα μας πληροφορεί ότι λειτουργούσε ακόμη τότε ο ναός του Οσίου Θεοδοσίου στην Μόρφου. Στη γειτονική κοινότητα του Καλού Χωριού Λεύκας βρίσκουμε τοπωνύμιο με το όνομα «ο Πολέμιος».

Στη γειτονική με την Μόρφου κοινότητα Ζώδιας, ασκήτευσε ο Όσιος Ειρηνικός. Κατά τον ως άνω κώδικα του Λονδίνου: «προς την στράταν της Ζώτιας ο Άγιος Ειρηνικός». Σύμφωνα με τον Μενέλαο Χριστοδούλου, ο ναός του Αγίου Ειρηνικού πρέπει να βρισκόταν στη μεταξύ Μόρφου και Ζώδιας τοποθεσία, όπου το 1920 κτίστηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Ξαλώνων.

Η πεντάτρουλη εκκλησία των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα, χρονολογείται στις αρχές του 10ου αιώνος, είναι δε πιθανόν να αντικατέστησε προγενέστερη εκκλησία που κατέστρεψε η κακοποίησε ο Νταμιάνα το 911. Οι όσιοι της Περιστερώνας Βαρνάβας και Ιλαρίων κατάγονται από την Καππαδοκία και τα τίμια λείψανά τους ήλθαν δια μέσου της θάλασσας στον φιλόξενο κόλπο της Μόρφου, σε τόπο καλούμενο Στομάτιον, στην περιοχή Συριανοχωρίου εκεί που ο Σερράχης ενώνεται με τα αλμυρά νερά της θάλασσας. Την ίδια εποχή στην Μαραθάσα ασκήτευε ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Την εποχή αυτή, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε με χρονολογική ακρίβεια, ασκητεύει στην Ευρύχου ο Όσιος Κυριακός ο της Ευρύχου, όπου και ο τάφος του η εκκλησία και τα άγιά του λείψανα. Στην απέναντι κοινότητα της Κοράκου, προς τα μέρη της Φλάσου, σώζεται η εκκλησία του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Επιτηδεώτη. Φαίνεται ότι κάτω από την τιμή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου κρύβεται ο Όσιος Γεώργιος ο Επιτηδεώτης. Εξάλλου μέχρι σήμερα οι κάτοικοι της Κοράκου λένε «θα πάμε ν’ άψουμεν το καντήλι του Παππού». Η ως άνω εκκλησία είναι κατάλοιπο διαλελυμένης μονής. Αυτό λέει πολλά! Στην άνω Σολιά, στην αγιοτόκο κοινότητα της Γαλάτας φυλάσσονται τα λείψανα του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σωζομένου, ως επίσης και κατάγραφος ναός επ’ ονόματι του αγίου. Ο άγιος τιμάται την 20η Νοεμβρίου και είναι ο ίδιος που τιμάται και στην Γαλάτια Καρπασίας. Έτσι, τα δυό χωριά συνδέονται μ’ έναν όσιο, αλλά και με το κοινό όνομα και πιθανότατα την κοινή μικρασιατική καταγωγή. Εξάλλου στην Γαλάτα Σολέας οι παλαιότεροι καυχώνται για την ως άνω καταγωγή τους. Το πότε αφίχθησαν από την Γαλατία της Μικράς Ασίας, παραμένει ιστορικό μυστήριο. Κατά μία εκδοχή, ήρθαν τον 11ο αιώνα, όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατακυρίευσαν τα μέρη της καθ’ ημάς Ανατολής. Λίγο πιο πάνω, στην Κακοπετριά, διασώζεται άλλος κατάγραφος ναός επ’ ονόματι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Περαχωρίτη. Σε παλαιά αγιολόγια βρήκαμε τους οσίους Γεώργιους, Επιτηδεώτη και Περαχωρίτη να τιμώνται την 12η του μηνός Οκτωβρίου. Ο Όσιος Σωζόμενος τιμάται και στην κοινότητα Γερακιών Μαραθάσας. Στο δρόμο που οδηγεί στην παλαίφατο Μονή του Κύκκου, μετά τις Γερακιές, στην τοποθεσία «Αγιόπετρα» σώζεται προσκυνηματικός τόπος τον οποίο ο όσιος Σωζόμενος χρησιμοποίησε ως τόπο ασκήσεως και προσευχής. Μεταξύ Αστρομερίτη και Πάνω Ζώδιας υπάρχει σπήλαιο με την ονομασία ο «Σπήλιος του Σωζόμενου». Φαίνεται ότι ο άγιος Σωζόμενος μετακινείτο από τόπου εις τόπον, από την Καρπασία στον Αστρομερίτη στη Σολιά και Μαραθάσα.

Οι ως άνω όσιοι, Πολέμιος και Θεοδόσιος της Μόρφου, Ειρηνικός της Ζώδιας, Βαρνάβας και Ιλαρίων της Περιστερώνας, Ιωάννης Λαμπαδιστής της Μαραθάσας, οι Όσιοι Γεώργιοι της Σολέας Επιτηδεώτης και Περαχωρίτης ως και ο όσιος Κυριακός της Ευρύχου, με τα ασκητικά τους δάκρυα και τα χαριτόβρυτά τους λείψανα αγίασαν την παλαίφατη επισκοπή των Σόλων, μετεμόρφωσαν την Μορφώ σε Θεομόρφου, τόπον όμορφον και θεόμορφον, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού.

Το 965 μια βυζαντινή στρατιωτική μονάδα υπό την αρχηγία του πατρικίου και στρατηγού Νικήτα Χαλκούτση, αποβιβάστηκε στην Κύπρο και έτσι επανενσωματώθη η νήσος των Αγίων ως θέμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, «πάσαν την νήσον τη των Ρωμαίων προσήγαγεν επικρατεία, τους Αγαρηνούς απελάσας εκείθεν δια Νικήτα πατρικίου του Χαλκούτζη».

Exit mobile version