Site icon Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Η κατάθλιψη και η αντιμετώπισή της

Εισήγηση στην Ζ΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους  (2013-2014)

Ομιλητής: Δρ. Αγάθη Βαλανίδου, Ψυχίατρος

Η κα Αγάθη Βαλανίδου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Κυρίες και κύριοι,

Αρχίζοντας τη σημερινή μου εισήγηση, που είναι αφιερωμένη στην ψυχική διαταραχή της κατάθλιψης και τους τρόπους αντιμετώπισής της, θα ήθελα ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι: Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια, που αντιμετωπίζεται, αλλά αντιμετωπίζεται καλύτερα, όταν αντιμετωπίζεται έγκαιρα.

Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή, που εμφανίζεται συχνότερα. Ένα στα δέκα άτομα θα νοσήσει από κατάθλιψη κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του. Από επιδημιολογικές έρευνες, υπολογίζεται ότι το 6% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, που έχει επεξεργαστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα του ΟΗΕ, με βάση το δείκτη  βαρύτητας που μετρά τη συνολική επιβάρυνση στην προσωπική επαγγελματική και κοινωνική ζωή, πέντε από τις δέκα αρρώστιες με τον υψηλότερο δείκτη είναι ψυχικές. Η κατάθλιψη καταλαμβάνει σήμερα την τέταρτη θέση και υπολογίζεται ότι θα αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση της κατάταξης μέχρι το 2020.            

Το ψυχικό τούτο νόσημα εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, τους διαζευγμένους και τους κατοίκους αγροτικών περιοχών. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Έχει διαπιστωθεί, ότι στη διάρκεια της ζωής τους στο 20% των γυναικών και στο 12% των ανδρών θα εμφανιστεί καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ το 10% των γυναικών και μόλις το 5,8% των ανδρών θα νοσήσουν μέσα σε ένα έτος. Παρά τις βιολογικές συνιστώσες στην αιτιολογία της κατάθλιψης και τις ορμονικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, πιστεύεται ότι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και τα διαφορετικά στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (τοκετοί, ανατροφή παιδιών), στα οποία εκτίθενται οι γυναίκες, διαμορφώνουν τα ποσοστά αυτά.

Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν αναγνωρίζονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία, ενώ 10% περίπου των καταθλιπτικών ασθενών αυτοκτονούν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προβλέπει ότι μέχρι το έτος 2020 η κατάθλιψη θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προσβάλλοντας πιθανόν περισσότερο από το 25% του πληθυσμού και μέχρι τότε, η βαριά κατάθλιψη θα αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο αίτιο θανάτου και ανικανότητας, αν και η κατάθλιψη είναι θεραπεύσιμη.        

Η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία (από 15-70 χρονών), η έναρξή της, όμως, τοποθετείται συνήθως στη μέση ηλικία.

Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην εφηβική ηλικία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή. Τα καταθλιπτικά επεισόδια, που συναντούμε σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες, έχουν ενοχοποιηθεί για την αυξημένη χρήση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.

Η βαρύτητα της νόσου ποικίλλει. Τα επεισόδια που αναδύονται κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά. Μπορεί να εμφανιστεί ένα και μοναδικό επεισόδιο ή η νόσος να μεταπέσει σε χρόνια ή υποτροπιάζουσα μορφή.               

Με τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα, η κατάθλιψη είναι μια νόσος που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, μόνο το 10-25% των ασθενών υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή. Η πολυμορφία, με την οποία εμφανίζεται, η άτυπη πολλές φορές συμπτωματολογία της, η ικανότητά της να υποδύεται και να μιμείται οποιαδήποτε νόσο, ξεγελούν πολλές φορές τους μη ειδικούς ιατρούς, με αποτέλεσμα μόνο στο 50% των ασθενών να γίνεται σωστή διάγνωση από τους γενικούς ιατρούς.

Επιπλέον, η προκατάληψη και ο στιγματισμός, που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές, αποθαρρύνουν ή αποτρέπουν τους πάσχοντες να απευθυνθούν στους ειδικούς. Γι’ αυτό τον λόγο συχνά δεν αναγνωρίζεται (διαγιγνώσκεται) και δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά μια νόσος, που μπορεί να επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή του ατόμου (κατάχρηση ή εξάρτηση από ουσίες, πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων), όπως, επίσης, στις οικογενειακές σχέσεις και στις επαγγελματικές του δραστηριότητες.  

Προεξάρχει, βεβαίως, πέραν των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Η κατάθλιψη είναι η νόσος που, συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ένας στους δέκα ασθενείς επιλέγει την αυτοχειρία ως λύση στον ψυχικό πόνο που τον κατακλύζει και τα αδιέξοδα που θεωρεί ότι τον περιβάλλουν.

Πιο συγκεκριμένα στοιχεία, για την εμφάνιση της κατάθλιψης

Φύλο: Οι γυναίκες διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σύγκριση με τους άνδρες, χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία. Οι γυναίκες εμφανίζουν κατάθλιψη δύο φορές σχεδόν πιο συχνά απ’ ότι οι άνδρες. Η διαφορά αυτή δεν έχει πλήρως εξηγηθεί. Κατ’ αρχήν, ένα μέρος της μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι οι γυναίκες μπορεί να παραδέχονται πιο εύκολα από τους άνδρες τα καταθλιπτικά τους συμπτώματα στις σχετικές εργασίες. Η διαφορά όμως είναι αρκετά μεγάλη και έτσι πιστεύεται ότι συνδυασμός βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων συμβάλλει στη μεγαλύτερη συχνότητα.

Κοινωνική – οικονομική κατάσταση: Τα ποσοστά κατάθλιψης μειώνονται ελαφρά, όσο αυξάνεται το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο. Οι περισσότερο σοβαρές μορφές συσχετίζονται επίσης με την κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση, αν και δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς αν η κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση ευθύνεται για την κατάθλιψη ή η κατάθλιψη οδηγεί στην κατώτερη  κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Σήμερα, σε καιρούς οικονομικής κρίσης, η ανεργία και η μείωση των απολαβών συμβάλλουν πολύ στην εμφάνιση της κατάθλιψης.

Οικογενειακό ιστορικό: Η κατάθλιψη είναι δύο ή τρεις φορές πιο συχνή σε οικογένειες καταθλιπτικών ασθενών.

Διαζευγμένοι: Οι χωρισμένοι ή διαζευγμένοι έχουν τριπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη απ’ ότι οι παντρεμένοι. Οι διαζευγμένοι άνδρες φαίνεται πως διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις διαζευγμένες γυναίκες.

Ηλικία: Ο κίνδυνος της κατάθλιψης εθεωρείτο πως αυξάνεται με την ηλικία, αλλά πρόσφατες μελέτες δείχνουν σήμερα ότι όλες οι ηλικίες είναι επιρρεπείς για την εμφάνισή της. Η κατάθλιψη φαίνεται να είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους, αν και συχνά δεν ανιχνεύεται και δεν υποβάλλεται σε θεραπεία σε αυτή την ομάδα ασθενών. Η κατάθλιψη των ηλικιωμένων σχετίζεται επίσης με μακρύτερη χρονική διάρκεια και σημαντικότερο κίνδυνο υποτροπής και αυτοκτονίας. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν περισσότερα σωματικά  συμπτώματα, όπως  κόπωση, δυσκοιλιότητα και απώλεια βάρους παρά θλίψη. Οι διαταραχές μνήμης είναι επίσης συνηθισμένες και συχνά αποδίδονται εσφαλμένα σε σωματική νόσο, άνοια («ψευδοάνοια») ή τη γήρανση. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν,  ότι η κατάθλιψη είναι δύο φορές πιο συχνή σε άτομα που υποφέρουν από σωματικές παθήσεις.          

Παιδιά: Τα τελευταία  χρόνια αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, πως η κατάθλιψη προσβάλλει συχνά παιδιά και εφήβους, σε ποσοστό 2% έως 5%. Ο ίδιος αριθμός κοριτσιών και αγοριών υποφέρουν από κατάθλιψη ως παιδιά, κατά τη διάρκεια όμως της εφηβείας ο αριθμός των κοριτσιών που παρουσιάζει κατάθλιψη διπλασιάζεται. Τα παιδιά χωρισμένων γονιών, αυτά έχασαν τον ένα γονιό πρόωρα στη ζωή τους και τα παιδιά που υποφέρουν από εγκατάλειψη είναι περισσότερο ευάλωτα στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη κατά την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε κακή επίδοση στο σχολείο, κακές σχέσεις με τους υπόλοιπους και κατάχρηση ουσιών.

Τι εννοούμε με τον όρο «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική

Ο όρος «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική υποδηλώνει μια συγκεκριμένη νόσο, δηλαδή μια διαταραχή, η οποία προκαλεί ένα συνδυασμό συμπτωμάτων, που δεν συναντάται σε άλλη νόσο (οι γιατροί συνηθίζουν να ονομάζουν αυτούς τους συνδυασμούς συμπτωμάτων, που εμφανίζονται μαζί πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα περίμενε κανείς μόνο από τύχη, ως σύνδρομα). Ένα από τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου της Κατάθλιψης είναι και η άσχημη διάθεση, και γι’ αυτό το σύνδρομο ονομάστηκε έτσι. Δεν είναι όμως το μοναδικό, ενώ μερικές φορές μπορεί και να απουσιάζει. Σαν αρρώστια, η Κατάθλιψη έχει κάποιους προδιαθεσικούς και αιτιολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, μια συγκεκριμένη πορεία, πρόγνωση και θεραπεία.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος και της κλινικής κατάθλιψης;

Είδαμε πιο πριν, ότι ένα από τα συμπτώματα της Κατάθλιψης είναι και το καταθλιπτικό συναίσθημα. Η διαφορά αυτού του συναισθήματος από το φυσιολογικό είναι ότι στην Κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση και είναι μόνιμο. Δεν επηρεάζεται από τις καταστάσεις που ζει ο ασθενής, π.χ., ο ασθενής δεν θα γελάσει και δεν θα αισθανθεί παροδικά καλύτερα, όταν συμβεί κάτι χαρούμενο. Επίσης, στην κατάθλιψη το συναίσθημα μπορεί να είναι χειρότερο το πρωί σε σχέση με το βράδυ, ενώ στους φυσιολογικούς ανθρώπους, που απλά νιώθουν στενοχωρημένοι, η διάθεση είναι συνήθως καλύτερη όταν σηκώνονται το πρωί.

Πόσο συχνή είναι η Κατάθλιψη;

Από έρευνες, που έχουν γίνει, υπολογίζεται ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή 5% του πληθυσμού εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ κατά την διάρκεια ενός έτους 10% του πληθυσμού θα εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους, 20% των γυναικών και 12% των ανδρών εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με κατάθλιψη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τα νούμερα αυτά περιλαμβάνουν όλες τις μορφές κατάθλιψης, από τις ελαφριές μέχρι τις σοβαρές, γι’ αυτό και είναι λίγο ψηλά.

Έχω κατάθλιψη;

Όλοι θα νιώσουμε κατά καιρούς αυτά τα ενοχλήματα. Είναι φυσιολογικό. Αν έχετε διαπιστώσει, όμως, ότι μερικά από τα συμπτώματα που ακολουθούν εμφανίζονται για δύο ή τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο, επισκεφτείτε τον ψυχολόγο σας ή τον ψυχίατρο, για να αξιολογήσει αν έχετε κατάθλιψη.

Συμπτώματα της κατάθλιψης

α. Αλλαγή στη διάθεση

Νιώθετε συνεχώς λυπημένος, απογοητευμένος, απελπισμένος, άκεφος. Δακρύζετε με το παραμικρό, εκνευρίζεστε εύκολα. Είστε ανήσυχος, αγχωμένος, χωρίς πολλές φορές να ξέρετε το γιατί. Σας απασχολούν μικροπράγματα, για τα οποία στο παρελθόν θα αδιαφορούσατε. Δεν χαίρεστε, δεν απολαμβάνετε πια δραστηριότητες και χόμπι που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Τίποτα δε σας ευχαριστεί, «σαν να στέρεψε η χαρά της ζωής».

β. Αλλαγές στη σωματική ευεξία

Δυσκολεύεστε να κοιμηθείτε, ξυπνάτε συχνά τη νύχτα ή πολύ νωρίς το πρωί ή έχετε υπερβολική υπνηλία στη διάρκεια της μέρας. Η όρεξή σας και το βάρος έχουν μειωθεί, κάποιες φορές όμως μπορεί και να αυξηθούν. Έχετε πονοκεφάλους και ναυτία, ζαλάδες, πόνους στα πόδια, στα χέρια. Δεν έχετε επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις. Όταν ξυπνάτε το πρωί, δεν νοιώθετε την ευεξία που επιφέρει ο ύπνος. Νοιώθετε νευριασμένος και κουράζεστε εύκολα. Δραστηριότητες, που πριν λίγο καιρό τις πραγματοποιούσατε εύκολα, τώρα σας φαίνονται «βουνό». Πολλές φορές δεν έχετε διάθεση να σηκωθείτε από το κρεβάτι.

γ. Αλλαγές στον τρόπο σκέψης

Όλα σας φαίνονται μάταια. Κατακλύζεστε από ιδέες ενοχής, τα βάζετε με τον εαυτό σας, νιώθετε ότι δεν αξίζετε, νιώθετε μόνος, αβοήθητος, εγκλωβισμένος σε αδιέξοδα. Το μέλλον σας τρομάζει, φαντάζει ζοφερό και απειλητικό. Νιώθετε τη σκέψη σας σαν να μη λειτουργεί. Δυσκολεύεστε να συγκεντρωθείτε, με πολύ κόπο ανακαλείτε πληροφορίες που προσφάτως έχετε δεχθεί. Σκέπτεστε μόνο τις δυσάρεστες πτυχές των πραγμάτων και τις διογκώνετε.

δ. Αλλαγές στην καθημερινότητα

Δεν επιθυμείτε, πλέον, τη συναναστροφή με ανθρώπους που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Δεν έχετε διάθεση να μιλήσετε. Όλα μοιάζουν πληκτικά, ανιαρά, χωρίς νόημα. Κλείνεστε στο σπίτι. Αδιαφορείτε για την προσωπική σας υγιεινή, δεν μεριμνάτε για την εμφάνισή σας.

Έντονη θλίψη ή Κατάθλιψη;

Αρνητικά αισθήματα θλίψης, στενοχώριας και απογοήτευσης είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Αισθανόμαστε απογοήτευση μετά από μια αποτυχία ή θλίψη μετά από ένα χωρισμό ή μια απώλεια. Τα αρνητικά αυτά αισθήματα είναι φυσιολογικά και δεν επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε στις καθημερινές μας υποχρεώσεις. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι είναι και χρήσιμα, στο βαθμό που μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Η θλίψη μας σκληραγωγεί και μας εκπαιδεύει, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε δυναμικά τις αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν αργότερα στη ζωή μας. Η αυτογνωσία, που προκύπτει μέσα από τις αρνητικές εμπειρίες, μας βοηθά να  κάνουμε προσπάθειες να αλλάξουμε τον εαυτό μας, ώστε να αποφεύγουμε στο μέλλον τις αρνητικές συνέπειες των ανώριμων συμπεριφορών. Όταν η θλίψη, αντί να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται πιο έντονη και διαρκεί περισσότερο από δύο εβδομάδες, εμποδίζοντας τις φυσιολογικές δραστηριότητες της ομαλής ζωής, όπως είναι η δουλειά, η διατροφή, ο ύπνος και οι στενές μας σχέσεις, τότε είναι πιθανόν να υποφέρουμε από κατάθλιψη και να χρειαζόμαστε τη βοήθεια κάποιου ειδικού για να την αντιμετωπίσουμε. Αυτό που χαρακτηρίζει την κατάθλιψη δεν είναι η παρουσία των αρνητικών αισθημάτων, αλλά η μεγάλη ένταση και η μακρά τους διάρκεια.

Η κατάθλιψη σε κάνει… αδύναμο!

Το πρόβλημα είναι ότι, όταν υποφέρουμε από κατάθλιψη, αισθανόμαστε ότι τίποτε δεν μπορεί να μας παρηγορήσει. Ακόμη και όταν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ανεβάσει τη διάθεσή μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Η γνώση από μόνη της δεν μπορεί να μας ελευθερώσει. Ξέρουμε, αλλά δεν μπορούμε. Οι συμβουλές που μας δίνουν τα αγαπημένα μας άτομα είναι περιττές και μάταιες. Ακόμη και όταν συμφωνούμε μαζί τους, ότι όλα όσα μας προτείνουν θα μπορούσαν πράγματι να μας φτιάξουν τη διάθεση, νιώθουμε ότι μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι που θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Αυτό που νιώθουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η αδυναμία μας να επιθυμήσουμε κάτι, να εμπνευσθούμε από κάτι, να ενδιαφερθούμε για κάτι. Σαν να έχει αρρωστήσει μέσα μας ο ψυχικός μηχανισμός, που μας βοηθά να δημιουργούμε δεσμούς νοήματος με την πραγματικότητα. Έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιθυμούμε και να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, αλλά δεν νιώθουμε να μας ενδιαφέρει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας αρέσει, αλλά δεν μας αρέσει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που οι άλλοι θέλουν από εμάς, αλλά δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε. Και δεν μπορούμε ούτε να ελπίσουμε, ότι σε λίγο καιρό θα νιώθουμε καλύτερα. Έχουμε χάσει την ελπίδα ή καλύτερα η ελπίδα έπαψε να λειτουργεί μέσα μας. Η κατάθλιψη δεν επιτρέπει στην παρούσα φάση της ζωής μας να ελπίζουμε. Δεν υπάρχει μέσα μας η ελπίδα, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τη θεραπευτική αλλαγή. Ακριβώς επειδή έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιδιώκουμε αυτό που είναι ωφέλιμο για εμάς και για τους άλλους, νιώθουμε ενοχές και κατηγορούμε τον εαυτό μας για όσα δεν μπορούμε να καταφέρουμε. Είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στην αδυναμία και την ενοχή. Νιώθουμε κατώτεροι, μειωμένοι, ανάξιοι, άχρηστοι. Είναι όμως αδύνατο να ελευθερωθούμε από την παγίδα της κατάθλιψης μόνο με τις δικές μας συνειδητές προσπάθειες. Όσο περισσότερο προσπαθούμε, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Εφόσον δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και όλες οι προσπάθειες που κάνουμε επιβαρύνουν τη θέση μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδεχτούμε όσο πιο φιλικά γίνεται αυτή την αδυναμία. Αντί να προσπαθούμε βίαια να αλλάξουμε τον εαυτό μας, να συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε, με αυτό που νιώθουμε και με αυτό που μπορούμε. Η θλίψη θα μειωθεί και θα φύγει από πάνω μας, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς θα γίνει αυτό. Η θεραπευτική μας πορεία θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Κάθε στιγμή κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Δεχόμαστε όμως ήσυχα και την αδυναμία μας. Ζούμε μαζί της. Συμβιώνουμε όσο πιο αρμονικά γίνεται με την κατάθλιψή μας, μέχρι να απαλλαγούμε από αυτήν. Δεν μας αρέσει η κατάθλιψη, αλλά καταλαβαίνουμε ότι είναι μάταιο να την πολεμούμε δυναμικά, αφού άλλωστε στην παρούσα φάση της ζωής μας αυτό που μας λείπει είναι η δύναμη, η αποφασιστικότητα και η αγωνιστικότητα.

Μερικοί Μύθοι και Αλήθειες σχετικά με την Κατάθλιψη

ΜΥΘΟΣ: Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα προκαλούν εθισμό και αλλάζουν την προσωπικότητα.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση και εθισμό ούτε αλλάζουν την προσωπικότητα. Όταν η θεραπεία έχει ολοκληρωθεί, ο ασθενής, με την καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού, μπορεί να διακόψει τα φάρμακα, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα.

ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος, που έχει κατάθλιψη, κάνει απλά υπομονή και περιμένει, η νόσος θα περάσει.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί να μην υποχωρήσει από μόνη της. Σε κάποιους ασθενείς διαρκεί χρόνια, αν δεν αντιμετωπιστεί. Η κατάθλιψη, στις σοβαρότερες τουλάχιστον μορφές της, είναι μια βιολογική νόσος, που απαιτεί βιολογικά μέσα -φάρμακα- για να αντιμετωπιστεί.

ΜΥΘΟΣ: Μόνο οι ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής (αυτοκτονίας) χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η φαρμακευτική αγωγή δεν απευθύνεται μόνο στους ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής. Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βοηθήσουν όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν να γίνουν καλά, να ζουν τη ζωή τους με τον τρόπο που επιθυμούν και να την απολαμβάνουν.

ΜΥΘΟΣ: Η κατάθλιψη εκδηλώνεται πάντα ως αντίδραση σ’ ένα τραυματικό ή δυσάρεστο γεγονός της ζωής, όπως το διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή η απώλεια της εργασίας.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί, πράγματι, να πυροδοτείται από δυσάρεστα ή τραυματικά γεγονότα ζωής, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Στην αιτιολογία της εμπλέκονται και βιολογικοί συντελεστές, όπως η διαταραχή της ισορροπίας βιοχημικών ουσιών του εγκεφάλου, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές.

ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος δεν καταφέρει να συνέλθει από την κατάθλιψη, αυτό σημαίνει ότι είναι αδύναμος χαρακτήρας.

ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη δεν υποδηλώνει ότι κάποιος είναι αδύναμος χαρακτήρας. Αντιθέτως, σε κάποιες μορφές της προσβάλλονται οι εξωστρεφείς, συμπαθείς, συνεπείς και δημιουργικοί συνάνθρωποί μας, άτομα, δηλαδή, με σταθερή, υγιή και λειτουργική προσωπικότητα.

Παράγοντες εμφάνισης

Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό αίτιο, που θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση των καταθλιπτικών επεισοδίων. Η κατάθλιψη είναι μια νόσος πολυπαραγοντική και οφείλεται στην αλληλεπίδραση γενετικών, βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Οι βαρύτερες μορφές της προκαλούνται κυρίως από βιολογικούς παράγοντες, ενώ οι ηπιότερες από ψυχοκοινωνικούς.

α. Γενετικοί Παράγοντες

Οι επιδημιολογικές έρευνες, που έχουν γίνει σε οικογένειες και διδύμους, καθώς και οι μελέτες υιοθεσίας, κατέδειξαν ότι ο κίνδυνος νόσησης (η πιθανότητα δηλαδή να νοσήσει κάποιος) από κατάθλιψη είναι: Για τους συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά) περίπου τριπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς δευτέρου βαθμού (παππούδες, εγγόνια, θείοι, ανήψια, ετεροθαλή αδέλφια) διπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς τρίτου βαθμού (πρώτα ξαδέλφια) ελαφρώς αυξημένος, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Η επικρατέστερη σήμερα άποψη είναι, ότι κληρονομείται μια ευαισθησία (ευαλωτότητα) για τη νόσο, η οποία θα εκδηλωθεί, εάν επιδράσουν ψυχοκοινωνικοί στρεσσογόνοι παράγοντες.

β. Βιολογικοί Παράγοντες

Από τη δεκαετία του ’50, ήδη, έχουν προκύψει από ερευνητικά δεδομένα ισχυρές ενδείξεις, που κατοχυρώνουν τον ρόλο ουσιών, των νευροδιαβιβαστών, στην αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης. Οι νευροδιαβιβαστές είναι βιοχημικές ουσίες, μέσω των οποίων επικοινωνούν τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιασθεί στους νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και νοραδρεναλίνη, και διαπιστώθηκε ότι στην κατάθλιψη τα νευροδιαβιβαστικά αυτά συστήματα υπολειτουργούν. Ο μηχανισμός δράσης, άλλωστε, των περισσότερων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, τα οποία δρουν ενισχύοντας τη νευροδιαβίβαση που επιτελείται μέσω της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης, έρχεται να συμφωνήσει με την υπόθεση αυτή. Επίσης, μερικές μη ψυχιατρικές νόσοι του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (Κ.Ν.Σ.), όπως η νόσος του Parkinson, η επιληψία, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οι όγκοι, που επηρεάζουν τη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου οι οποίες ρυθμίζουν το συναίσθημα, εκδηλώνονται με καταθλιπτικά συμπτώματα. Ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός, νόσος του Cushing), λοιμώδη και αυτοάνοσα νοσήματα (πνευμονία, λοιμώδη μονοπυρήνωση, φυματίωση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, AIDS), αναιμίες, καθώς και όγκοι του γαστρεντερικού (π.χ. καρκίνος της κεφαλής του παγκρέατος), εκδηλώνονται επίσης με καταθλιπτικά συμπτώματα. Αρκετές εξαρτησιογόνες ουσίες (ιδιαίτερα η κοκαΐνη και το αλκοόλ) και φάρμακα (αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά, αντιυπερτασικά, κυτταροστατικά, ορμόνες και νευρολογικά) μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη.

γ. Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες

Από ερευνητικά δεδομένα προκύπτει, ότι οι τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της ζωής, ιδιαίτερα η στέρηση των γονέων, η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τον γονεϊκό ρόλο, οι συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις, η έκθεση σε σωματική ή φυσική βία, καθιστούν το άτομο επιρρεπές στο να αναπτύξει κατάθλιψη στο μέλλον. Τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής είναι δυνατόν να δράσουν ως εκλυτικοί παράγοντες σε άτομα με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες ή σε άτομα εκτεθειμένα σε χρόνιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, οι οποίες συνιστούν προδιαθεσικούς -για την εμφάνιση της κατάθλιψης- παράγοντες. Τέτοια γεγονότα είναι αυτά που εκλαμβάνονται από το άτομο ως απειλητικά και επικίνδυνα, εκείνα που συνδέονται με απώλειες (π.χ. χωρισμός) και εκείνα που αποτυπώνουν δυσαρμονία στις σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Ο τρόπος, τέλος, με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, αντιλαμβάνονται και αναπαριστούν τον κόσμο και την πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, να επιδεινώσει την συμπτωματολογία της και να επιμηκύνει τη διάρκειά της.

Η κατάθλιψη είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που μπορεί να επηρεάσει άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων. Το βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης είναι το επίμονο και διαρκές συναίσθημα θλίψης, η ευερεθιστότητα και η απουσία ενδιαφέροντος ή ικανοποίησης από οποιαδήποτε δραστηριότητα. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων που επηρεάζουν την όρεξη, τον ύπνο, τα επίπεδα δραστηριότητας και συγκέντρωσης, την αυτοπεποίθηση του ατόμου και την εικόνα του για τον εαυτό του. Η κλινική κατάθλιψη είναι πολύ διαφορετική από το αίσθημα κακής διάθεσης ή από τα αισθήματα λύπης ή πένθους, που συνήθως συνοδεύουν την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Η κατάθλιψη δεν οφείλεται σε προσωπική αδυναμία του ατόμου, ούτε σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για μια ψυχική ασθένεια, που επηρεάζει όλο το σώμα και έχει αντίκτυπο στον τρόπο που ένα άτομο αισθάνεται, σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Τα παιδιά και οι έφηβοι με κατάθλιψη είναι συνήθως θλιμμένα, ενώ σε γενικές γραμμές βιώνουν την ασθένεια με παρόμοιο τρόπο με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Η κατάθλιψη, που δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη σχολική αποτυχία, την κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, αλλά και την αυτοκτονία.

Στοιχεία για την κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους

Περίπου 2-3% των παιδιών μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους είναι το ίδιο αποτελεσματική με την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ενήλικες. Η κατάθλιψη κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι κληρονομική, αν και τα βιώματα του κάθε παιδιού μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Όσο μικρότερο είναι το παιδί κατά την έναρξη της νόσου, τόσο πιο δύσκολη είναι η πρόγνωση.

Παράγοντες κινδύνου

Τα παιδιά που βρίσκονται σε κατάσταση έντονου στρες, που έχουν βιώσει μια σημαντική απώλεια, έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη. Η εφηβεία είναι ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια. Τα παιδιά, που εμφανίζουν κλινική κατάθλιψη, συνήθως προέρχονται από οικογένειες με ιστορικό κατάθλιψης.

Επιπτώσεις

 Τα παιδιά που έχουν περάσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, είναι πολύ πιθανό στα επόμενα πέντε χρόνια να εμφανίσουν ένα δεύτερο επεισόδιο. Η κατάθλιψη στην παιδική ηλικία μπορεί να προοιωνίζει σοβαρότερες καταστάσεις κατά την ενήλικη ζωή. Η κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους είναι συνδεδεμένη με τον αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.

Πως η κατάθλιψη επηρεάζει την οικογένεια και πως η οικογένεια επηρεάζει την κατάθλιψη

Φαίνεται πως είναι πιο πιθανό να υπάρχει σχέση μεταξύ του πόσο ευάλωτο είναι το καταθλιπτικό άτομο και της σταθερότητας της οικογένειας. Σε περίπτωση που η οικογένεια αντιμετωπίζει προβλήματα και ταυτόχρονα υπάρχουν μέλη στην οικογένεια που αντιμετωπίζουν ψυχικές ή σωματικές διαταραχές, τότε η κατάθλιψη πιθανόν να χειροτέρευσει η να αργήσει να ξεπεραστεί. Επομένως η επίδραση είναι μια αρνητική ανατροφοδότηση, όπου η τρωτότητα του ατόμου και τα οικογενειακά προβλήματα τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Η κάθε οικογένεια έχει διάφορους βαθμούς προσαρμοστικότητας. Κάποιες προσαρμόζονται καλά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες με επιτυχία. Η δυνατότητα να προσαρμόζονται επηρεάζεται από διάφορες συνθήκες, όπως οι κοινωνικο-οικονομικές πηγές της, η σύνθεση της οικογένειας, η διαθεσιμότητα κοινωνικής υποστήριξης, η παρουσία ή η απουσία άλλων ψυχικών ή σωματικών ασθενειών και η κατάσταση της οικογένειας την κάθε στιγμή. Αν η οικογένεια μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, η καταθλιπτική φάση μπορεί να διαρκέσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μπορεί το επεισόδιο να είναι παρατεταμένο και να συμβαίνουν πολλές υποτροπές, εξασθενώντας ακόμα πιο πολύ την αποτελεσματικότητα της οικογένειας, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.

Τι συμβαίνει στην οικογένεια, όταν κάποιο μέλος παρουσιάσει κατάθλιψη; Όταν υπάρχει μια ασθένεια σωματική, αργά ή γρήγορα θα γίνει φανερό πως κάτι δεν πάει καλά. Η διαφορά με την κατάθλιψη είναι πως συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή. Ένα επεισόδιο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως απλή φάση που θα περάσει, μπορεί να ερμηνευτεί ως προβλήματα στη δουλειά ή στον γάμο. Πολλές φορές το άτομο που περνάει το επεισόδιο δεν καταλαβαίνει και το ίδιο τι συμβαίνει, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση για το άλλο μέρος, καθώς αναρωτιέται για πιο λόγο παρουσιάζεται αυτή η αρνητική, αποτραβηγμένη, ευερέθιστη και ευέξαπτη  στάση. Ταυτόχρονα το άτομο που βιώνει κατάθλιψη προσπαθεί να βγάλει την ημέρα σκεπτόμενο τι κάνει λάθος, πως ο/η σύζυγός του/της θεωρεί πως είναι απαίσια/ος και πως είναι θέμα χρόνου πότε θα θυμώσει. Έτσι, όταν εκφραστεί ο προβληματισμός για τον λόγο της απόμακρης και απαισιόδοξης στάσης, είναι δύσκολο να μην αποτραβηχτεί περισσότερο, αφού επιβεβαιώνεται ο χειρότερος φόβος του/της. Επιπλέον το καταθλιπτικό άτομο πολύ δύσκολα δέχεται υποστήριξη από τον/τη σύζυγό του/της. Όταν έχεις κατάθλιψη, δεν μετράς την αγάπη. Δεν βοηθάει η διαβεβαίωση του/της συζύγου, πως το αγαπάει και το εκτιμά. Αυτό, που σκέφτεται, είναι για ποιον λόγο τα λέει αυτά. Δεν μπορεί να βλέπει πόσο απαίσιο άτομο είμαι και να με αγαπά. Αν παρ´ όλα αυτά πειστεί, τότε αναρωτιέται τι πάει λάθος στον/στη σύζυγο, για να έχει τέτοια άποψη. Το καταθλιπτικό άτομο είναι συνεχώς βυθισμένο στις σκέψεις του βάζοντας την κατάθλιψη ανάμεσα σε εκείνο και τον/τη σύζυγό του. Έχοντας κατάθλιψη, η ικανότητα να σχετιζόμαστε με τους άλλους μειώνεται σημαντικά και η αντίληψη της σχέσης μας διαστρεβλώνεται. Οι έρευνες δείχνουν πως η κόπωση, τα συναισθήματα απελπισίας, συνεχούς ανησυχίας και η απουσία ενδιαφέροντος για κοινωνική ζωή διασπά τη σταθερότητα μιας σχέσης.

Περιέργως η θλίψη δεν είναι κάτι που θα δει κάποιος ως κάτι που επεμβαίνει στις σχέσεις, όπου ένα η περισσότερα άτομα έχουν κατάθλιψη. Στην πραγματικότητα η θλίψη εμφανίζεται στις μισές περιπτώσεις. Στις άλλες μισές το άγχος και η απάθεια κυριαρχούν. Οι καταθλιπτικοί συχνά αγχώνονται υπερβολικά με την υγεία τους ή με τα οικονομικά τους. Από την άλλη, μπορεί να μην νιώθουν τίποτα στην πραγματικότητα, ούτε θετικό ούτε αρνητικό, και να μην νοιάζονται καθόλου. Αυτά τα άτομα απλά παρατηρούν παθητικά από απόσταση τη φθορά των σχέσεων τους.

Από όσα έχουν ειπωθεί έως τώρα, είναι φανερό πως η επίδραση της κατάθλιψης έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μέλη μιας οικογένειας την κατάσταση. Κάποιος ή κάποια, που συνήθως ήταν ευδιάθετος/η και είχε αυτοπεποίθηση, ξαφνικά είναι ευερέθιστος/η και πιο απαισιόδοξος/η. Το άλλο μέλος συχνά αναλαμβάνει την ευθύνη για την καταθλιπτική διάθεση του/της συντρόφου, χωρίς να γνωρίζει με ποιον τρόπο μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη δεν έχουν την ικανότητα να συγκεντρώνονται σε μια σχέση και νιώθουν ανόητοι, ενώ δεν είναι. Δεν είναι τόσο επαρκείς, όσο ήταν, και δεν μπορούν να εκφράσουν τις επιθυμίες τους και τις ανάγκες τους με ακρίβεια. Μπορεί να νιώθουν πως είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι είναι. Όλα αυτά κάνουν τις κοντινές σχέσεις πολύ δύσκολες, καθώς η κατάθλιψη διαλύει την εγγύτητα. Συνήθως τα άτομα με κατάθλιψη ντρέπονται να πουν πως νιώθουν, φοβούμενοι πως θα ακουστούν τρελοί ή κακοί. Νιώθουν ενοχές, που επιβάλλουν στον/στη σύζυγό τους την κατάθλιψή τους, και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος απόσυρσης από τη σχέση. Έτσι η επικοινωνία μεταξύ του ζευγαριού γίνεται προβληματική, ειδικά αναφορικά  με την αυτο-αποκαλυπτική δυνατότητα του καταθλιπτικού μέλους, και μάλιστα όταν το υγιές μέλος αρνείται την ύπαρξη κάποιας τριβής στη σχέση, το μέλος με κατάθλιψη νιώθει ακόμα περισσότερο θυμωμένο, ειδικά όταν υπάρχει επίγνωση της κατάστασης. Τέτοια απόκριση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη καταθλιπτική διάθεση ή σε κάποιο μανιακό ξέσπασμα. Επίσης μπορεί ο θυμός να στραφεί προς τον εαυτό. Αυτή η διαδικασία κάνει πιο δύσκολη την αναγνώριση, την έκφραση και την διαχείριση των συγκρούσεων.

Άλλη μια σοβαρή επίδραση της κατάθλιψης στην οικογένεια αφορά την ικανότητα του μέλους με κατάθλιψη να είναι γονιός. Ενώ είναι πιο “εύκολο” να υπάρξει επέμβαση σε περίπτωση βαριάς κατάστασης, όπου γίνεται επαρκής διάγνωση και θεραπεία, το πρόβλημα είναι εντονότερο σε περιπτώσεις ήπιας καταθλιπτικής διαταραχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ζητείται βοήθεια και γίνεται προσπάθεια από το μέλος να αντιμετωπίσει μόνο του την κατάσταση. Όμως τα παιδιά και ο/η σύντροφος υποφέρουν, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο που συμβαίνει αυτό. Έχοντας αυτό στον νου, ένας γονιός που βρίσκεται σε καταθλιπτική διάθεση χρειάζεται να αναζητήσει βοήθεια. Μάλιστα δεν χρειάζεται να κρύβεται, αλλά να είναι ευθύς και ξεκάθαρος γι᾽ αυτό που συμβαίνει, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία λεπτομερούς ανάλυσης, αλλά και να πει στα παιδιά αυτά που “χρειάζονται” να ακούσουν. Για παράδειγμα, ” είμαι λυπημένος/η, γιατί έχω μια ασθένεια και για την οποία έχω βοήθεια και θα γίνω καλά”. Τα παιδιά έχουν την τάση να παρατηρούν και να προσέχουν την απόσυρση   και την ευέξαπτη, ευερέθιστη διάθεση. Ειδικά ο γονιός, που περνάει περισσότερες ώρες με τα παιδιά, θα έχει και περισσότερες ευκαιρίες να νιώσει έτσι, κάνοντας την κατάσταση αφόρητα δύσκολη για όλους.

Τι συμβαίνει όμως, όταν ένα άτομο με κατάθλιψη δέχεται μια θεραπευτική διαδικασία και ξεκινά τον δρόμο για ανάρρωση; Ξανά εξαρτάται από την οικογένεια. Αν και η κατάσταση βελτιώνεται, η οικογένεια αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα από τις άλλες οικογένειες. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να εντοπίσει κάποιες αιτίες ανάπτυξης ή πρόκλησης της κατάθλιψης. Οι συζυγικοί καβγάδες μπορεί να ενταθούν μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων, αν το υγιές μέλος περιμένει την άμεση επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, κάτι που μπορεί να πάρει αρκετό καιρό. Αν και μπορεί να ακουστεί περίεργο, σε πολλούς ανθρώπους, ειδικά άντρες, η ανάρρωση από κατάθλιψη έχει και θετικά στοιχεία. Οι αναφορές λένε για μια θετική αύξηση στην ευαισθησία στις σχέσεις τους. Η επαφή με τη μοναξιά φαίνεται να επικεντρώνει την προσοχή στα στοιχεία της ζωής που πραγματικά έχουν αξία και στα άτομα που νοιάζονται για τα άτομα που βίωσαν κατάθλιψη. Αυτή η πτυχή έχει σημασία, καθώς δείχνει πως η κατάθλιψη δεν έχει μόνο μόνιμα καταστρεπτική επίδραση στις σχέσεις, αρκεί να γίνει από όλα τα μέλη κατανοητό το τι συμβαίνει και να ζητείται βοήθεια.  

Τι μπορώ να κάνω

Το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε για κάποιο άτομο με κατάθλιψη στον κοντινό σας περίγυρο ή στον ευρύτερο, είναι να τον βοηθήσετε να ζητήσει θεραπεία. Αυτό μπορεί να σημαίνει να τον ενθαρρύνετε να αναζητήσει βοήθεια από κάποιον ειδικό και να παραμείνει στη θεραπεία, όταν την ξεκινήσει. Αυτό επίσης, που μπορείτε να κάνετε, είναι να του προσφέρετε συναισθηματική υποστήριξη, που σημαίνει κατανόηση, υπομονή, στοργή και ενθάρρυνση. Εμπλέξτε το άτομο σε συζητήσεις και δραστηριότητες και, σε περίπτωση που αρνηθεί, επιμείνετε, χωρίς όμως να ασκείτε πίεση. Θυμείστε στο άτομο, ότι με τον καιρό και την κατάλληλη θεραπεία, θα αισθανθεί καλύτερα.

Πριν από δυόμισι χιλιετίες, ο Ιπποκράτης αποκάλεσε την κατάθλιψη μελαγχολία. Σήμερα εκτιμάται ότι παγκοσμίως ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη ξεπερνά τα εκατόν εκατομμύρια. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος δεν την αναχαιτίζουν. Ο πάσχων έχει ανάγκη από ειδικό γιατρό και από τη δέουσα συμπεριφορά των γύρω του, για να ξεπεράσει την “ανηδονία”, δηλαδή την αδυναμία για άντληση ευχαρίστησης, ή το άγχος και τον φόβο, τη λύπη και την ενοχή, τον θυμό και τη ντροπή.

Θεραπεία

Χωρίς θεραπεία, ένα επεισόδιο κατάθλιψης σε νέους ασθενείς διαρκεί κατά μέσο όρο δέκα μήνες (μπορεῖ να εκταθεί από λίγες μέρες έως πολλά χρόνια) και περίπου 2 χρόνια στους ηλικιωμένους. Η θεραπεία είναι σημαντική, όχι μόνο για την υποχώρηση ενός μεμονωμένου επεισοδίου το συντομότερο δυνατό, αλλά και για να προληφθούν μελλοντικά επεισόδια. Πολλοί άνθρωποι, που υπέστησαν ένα επεισόδιο κατάθλιψης, παρουσιάζουν και άλλα επεισόδια (δηλ. υποτροπές). Ο κίνδυνος υποτροπών αυξάνεται με τον αριθμό και τη σοβαρότητα προηγούμενων επεισοδίων.

Η Θεραπεία της κατάθλιψης συνήθως περιλαμβάνει δύο στάδια:

1. Θεραπεία του οξέος σταδίου.

2. Συντήρηση του αποτελέσματος, που επιτεύχθηκε στο στάδιο (1).

Ο στόχος του σταδίου 1 είναι να θεραπεύσει τα συμπτώματα της κατάθλιψης, έτσι ώστε ο ασθενής να αρχίσει πάλι να νιώθει καλά και να ξαναγυρίσει στις συνηθισμένες του δραστηριότητες. Συνήθως αυτό το στάδιο, όταν χρησιμοποιείται φαρμακευτική θεραπεία, κρατάει περίπου ένα μήνα.    Έρευνες έδειξαν, ότι οι ασθενείς που σταματούν τη θεραπεία στο στάδιο 1 έχουν μεγάλη πιθανότητα υποτροπής τους στους αμέσως επόμενους μήνες. Αντίθετα, αυτοί που συνεχίζουν τη θεραπεία και στο στάδιο 2, θεωρείται ότι θεραπεύονται από το παρόν επεισόδιο κατάθλιψης. Η συνέχιση αυτή της θεραπείας συνήθως εκτείνεται από 3-6 μήνες. Μερικοί ασθενείς, που παθαίνουν συχνά επεισόδια κατάθλιψης στη ζωή τους, μπορεί να ωφεληθούν από τη συνεχή χορήγηση αντικαταθλιπτικής θεραπείας. Έχει βρεθεί, ότι εάν κάποιος έχει ιστορικό τουλάχιστον τριών διαφορετικών επεισοδίων κατάθλιψης στη ζωή του, τότε μπορεί να ωφεληθεί από τη χρόνια προληπτική θεραπεία, με μεγάλες πιθανότητες να μην ξαναπάθει επεισόδιο στη ζωή του.

Είδη θεραπείας

Οι κύριοι τύποι θεραπείας, που υπάρχουν για την κατάθλιψη, είναι οι εξής :

1. Ψυχοθεραπεία

2. Αντικαταθλιπτική φαρμακευτική θεραπεία

3. Συνδυασμός φαρμακευτικής θεραπείας και ψυχοθεραπείας

4. Άλλες θεραπείες (κυρίως Ηλεκτροσπασμοθεραπεία)

Για τις σοβαρές μορφές κατάθλιψης η φαρμακευτική θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική. Η ψυχοθεραπεία μόνη της δεν έχει δοκιμαστεί σε τέτοιες μορφές.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς

Αν οι γονείς ή άλλα ενήλικα πρόσωπα στη ζωή του παιδιού ή του εφήβου υποψιάζονται την ύπαρξη κατάθλιψης, θα πρέπει να αναζητήσουν εξειδικευμένη βοήθεια. Η κατάθλιψη θεραπεύεται. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά είναι πολύ σημαντική. Η διάγνωση γίνεται μέσα από την εκτίμηση του παιδιού και της οικογένειάς του και με τη βοήθεια ψυχολογικών tests. Γενικότερα, η συνεργασία της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη και αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στο παιδί. Πολλές φορές, το παιδί εκφράζει με την κατάθλιψη το πρόβλημα που υπάρχει στην οικογένεια, στο ζευγάρι των γονιών ή στα αδέλφια του. Είναι, επομένως, πολύ σημαντική η διαγνωστική εκτίμηση όλης της οικογένειας, εάν αυτό είναι εφικτό, ή η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για τις συνθήκες, τις σχέσεις και τη δυναμική της οικογένειας. Συχνά, η αναζήτηση βοήθειας και η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση του ζευγαριού των γονιών έχει τη δύναμη να θεραπεύει την κατάθλιψη του παιδιού. Η αλλαγή των στάσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών μέσα στην οικογένεια, μέσω οικογενειακών συναντήσεων με ειδικούς ψυχοθεραπευτές (θεραπεία οικογένειας), είναι καθοριστικής σημασίας.

 Η ατομική ψυχοθεραπεία του παιδιού μπορεί να έχει επίσης καλά αποτελέσματα. Καινούργιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η παιγνιοθεραπεία (play therapy), μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να επεξεργαστεί τα καταθλιπτικά συναισθήματα μέσα από το παιχνίδι. Φαρμακευτική αγωγή δίνεται σπάνια στα παιδιά, σε πολύ σοβαρές μορφές κατάθλιψης, που συνήθως συνυπάρχουν με οργανικά αίτια (άλλες ασθένειες).

——————–

Σύντομο βιογραφικό της κ. Αγάθης Βαλανίδου

Κατάγεται από τη Μόρφου. Είναι έγγαμος, παντρεμένη με τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο, κ.-Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και μητέρα 5 παιδιών.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική.
Ψυχίατρος από το 1998, διορισμένη στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
Από το 2011 είναι Βοηθός Διευθύντρια Κλινικής /Τμήματος, Υπεύθυνη Νοσοκομείου Αθαλάσσας.

Exit mobile version