Site icon Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Η Θεολογία της εορτής του ευαγγελισμού της Θεοτόκου

Εισήγηση στην  Στ΄ συνάντηση (24.02.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Δ΄ Ακαδημαϊκού  Έτους (2015-2016)

Εισηγητής: Πρεσβύτερος Μιχαήλ Νικολάου

Ο π. Μιχαήλ Νικολάου
Πανιερώτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Το πόσο ξεχωριστή θέση κατέχει στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας μας η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και ποια είναι η σωτηριολογική σημασία της, φανερώνεται εύστοχα από τους Θεοφόρους αγίους Πατέρες μας, μέσω αυτού και μόνου του απολυτικίου της εορτής. Σ’ αυτό τονίζεται πως το γεγονός που εορτάζουμε αποτελεί το κεφάλαιο, δηλ. το θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αποτελεί την αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών, αλλά και συνάμα την απαρχή όλων των σωτηριωδών γεγονότων, τα οποία έγιναν για την απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε λαμπρώς την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού στην πάναγνη σάρκα της αγίας Παρθένου, ώστε δι’ Αυτού να πραγματοποιηθεί το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αποτελεί, όπως και πάλιν ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής, την φανέρωσιν του απ᾽ αιώνος  μυστηρίου του Θεού, την εκπλήρωση της πιο ελπιδοφόρας υποσχέσεως που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, όταν οι πρωτόπλαστοι γενάρχες μας παράκουσαν τη θεία εντολή στην Εδέμ και προτίμησαν τον δρόμο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.

 

Τότε ακριβώς, ο απόλυτα αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε τη μεγάλη υπόσχεση, το πρώτο χαρμόσυνο άγγελμα, το πρώτο Ευαγγέλιο,  το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον, όταν, απευθυνόμενος προς τον αρχέκακον όφιν, του προλέγει: «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα» (Γεν. 3, 14-15). Με τα λόγια αυτά, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Θεός προαναγγέλλει τη συντριβή και ήττα του διαβόλου με την ενανθρώπηση, τη διδασκαλία, τα θαύματα , τα άγια Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού μας. 

Μετά την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο άρχισε το μεγάλο δράμα του ανθρωπίνου γένους, με την αποξένωσή του από την πηγή της ζωής. Γιατί η αμαρτία τους δεν ήταν ένα απλό ηθικό ή νομικό παράπτωμα, αλλά  μια καταστροφική κίνηση με  οντολογικές διαστάσεις. Η απεξάρτηση του ανθρώπου από την πηγή της ύπαρξης  είχε ως συνέπεια και την κίνηση και φορά του προς το μη όν, με κύριο γνώρισμα τη φθορά και τον θάνατο. Το πρόβλημα βέβαια αυτής της διακοπής της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου θα μπορούσε εξ αρχής να λυθεί, εάν -όπως θεολογούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας-, εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό. Αν γινόταν αυτό, ο Κύριος θα τους αποκαθιστούσε στην προπτωτική κατάστασή τους. Δυστυχώς όμως ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα επίγνωσης του μεγέθους της ανυπακοής και της ανταρσίας τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη γνήσιας μετάνοιας και αίτημα συγγνώμης προς τον Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δεν θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους.

Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους, με τη γεύση της αμαρτίας και με την προσμονή αυτής της καλής είδησης, της καλής αγγελίας, που φέρνει στον άνθρωπο η εορτή του Ευαγγελισμού. Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός, είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί, από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία μας είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο νέος Αδάμ, Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ. Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στη Μαρία. Με αυτό τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας και άνοιξε ξανά ο δρόμος για τον παράδεισο.

Το γεγονός του Ευαγγελισμού καταγράφεται από μόνο τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 1, 26-38). Όπως λοιπόν αυτός  περιγράφει στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, «απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον  μεμνηστευμένην  ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ· και το όνομα της παρθένου Μαριάμ· και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί».  Με τα λόγια αυτά του αγγέλου αντιλαμβανόμαστε το  ύψος της καθαρότητος και το μέγεθος της ηθικής προκοπής, που είχε φθάσει η Παναγία μας μέχρι της ώρας του Ευαγγελισμού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους αγίους Πατέρες, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθεί, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του ναού του Σολομώντος, έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Καί, όπως περαιτέρω θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, η Θεοτόκος Μαρία κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να φθάσει στον Θεό με τη λογική, την αίσθηση, τη φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νοός. Έτσι, νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νου. Με αυτό τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και τη θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δανείσει τη σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά τη θεοποιό Χάρη του Θεού, το πλήρωμα της Χάριτος. Γι᾽ αυτό και την αποκάλεσε ο Γαβριήλ κεχαριτωμένην.

Για την πνευματική τελειότητα και το πνευματικό ύψος της τόσο μικρής σε ηλικία Μαρίας, είναι αναμφίβολο ότι συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η αγία καταγωγή της. Όλοι γνωρίζουμε πως η ίδια αποτέλεσε τον καρπό της προσευχής των για πολλά χρόνια άτεκνων γονέων της. Οι άγιοι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα,  παρόλο τον ονειδισμό που δέχονταν από το περιβάλλον τους ένεκα της ατεκνίας τους -καθότι, σύμφωνα με τα εβραϊκά ήθη εκείνης της εποχής, η ατεκνία ήταν γεγονός ατιμωτικό, σημείο θεϊκής απαρέσκειας-, δεν απελπίστηκαν, ούτε ολιγοπίστησαν, αλλά συνέχισαν να περιμένουν το θαύμα με εμπιστοσύνη στον Θεό, κάτι το οποίο συντελέστηκε στη σύλληψη και γέννηση της Θεοτόκου. Αλλά και οι γονείς της αγίας Άννας ήταν ένα επίσης άγιο ζεύγος, ο ιερέας Ματθάν, απόγονος του βασιλιά και προφήτη Δαβίδ, και η αγία Μαριάμ. Με τέτοιους λοιπόν αγίους προγόνους η Παναγία μας, και από απόψεως κληρονομικότητας, αλλά και με την αναμφισβήτητα αγία ανατροφή που της έδωσαν, είχε όλες τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του προσωπικού της αγιασμού· κάτι το οποίο χάριτι Θεού πέτυχε στον μεγαλύτερο δυνατό για τον άνθρωπο βαθμό, ένεκα του οποίου και αξιώθηκε να καταστεί  κατοικητήριο του Θεού.

Το πόσο σημαντική και καθοριστική για την προσωπική αγιότητα της Θεοτόκου υπήρξε η αγιότητα των προγόνων της, διαπιστώνεται και στις μέρες μας, με την πρόοδο της ιατρικής και ειδικώτερα της γενετικής επιστήμης. Είναι αυτό, που αποκαλεί η επιστήμη DNA, ο γενετικός κώδικας κάθε ζωντανού οργανισμού, και οπωσδήποτε και του ανθρώπου, όπου αποθηκεύονται οι βιολογικές του καθενός πληροφορίες. Ειδικώτερα, είναι αυτό που αποκαλείται κυτταρική μνήμη, η μνήμη που αποθηκεύεται στα κύτταρα του ανθρώπου με τη σύλληψή του από τους γονείς του, η κληρονομικότητα δηλαδή και των χαρακτηριστικών του σώματος αλλά και της ψυχής. Ο άνθρωπος, εξ άκρας συλλήψεως, πλάθεται συνεχώς και κουβαλά μέσα του πάθη και αρετές των προγόνων του.  Είναι αυτή τη μνήμη, που τονίζει και ο σύγχρονος μεγάλος άγιος Πορφύριος, όπως μας τη μεταφέρει και ο Μητροπολίτης μας κ. Νεόφυτος μέσα από την εμπειρία του με τον άγιο. Δεδομένης λοιπόν αυτής της σύνθετης και με πάθη και αμαρτωλές ροπές κυτταρικής μνήμης, επιβάλλεται στον πιστό χριστιανό ο διηνεκής αγώνας κάθαρσης. Και ο καθαρισμός αυτός της κυτταρικής μνήμης επιτυγχάνεται με τη μετάνοια. Αυτή λοιπόν η κυτταρική μνήμη για τη Θεοτόκο ήταν αγνή και αγιασμένη, λόγων των αγίων καταβολών της και, ιδιαίτερα, λόγω των αγίων γονέων της.

Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Παναγία μας έφερε και αυτή το προπατορικό αμάρτημα, ως μέτοχος της ανθρωπίνης φύσεως. Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει  πως η αγία Παρθένος «ουχ ετέρως γεγεννημένη παρά την των ανθρώπων φύσιν, αλλά καθώς πάντες εκ σπέρματος ανδρός και μήτρας γυναικός».  Και ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει· «αδελφή γαρ ημών η Μαρία, επεί και πάντες εκ του Αδάμ εσμέν». Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται μόνον η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος.

Έτσι λοιπόν, ενώ η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Σε προσωπικό όμως επίπεδο, με τον πνευματικό της αγώνα, είχε την αναμαρτησία, αφού, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, ούτε και με τον λογισμό είχε υποπέσει σε αμαρτία. Tη  δε στιγμή, που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στη γαστέρα της Παναγίας, αυτή πρώτη γεύεται την απελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Από τότε η Παναγία μας είναι η κεχαριτωμένη στους αιώνες. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χαρακτηρίζει την Παναγία ως «ιερωτάτην περιστεράν, ακεραίαν και άκακον ψυχήν και τω Θεώ καθιερωμένην Πνεύματι…, θυγάτριον ιερώτατον, το λαθόν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Την Παναγία Παρθένο το Άγιο Πνεύμα «καθήρεν αυτήν και δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέσχεν, άμα δε και γεννητικήν».

Η χάρη, που δέχεται η Θεοτόκος κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και η τιμή που αξιώνεται, την καθιστά οπωσδήποτε ανώτερη από κάθε άνθρωπο, αφού λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό  δεν απαλλάχθηκε απλώς από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά θεώθηκε στην ψυχή και το σώμα, γευόμενη το τέλος (τον σκοπό) της δημιουργίας του ανθρώπου. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού.

Στη συνέχεια, για να επανέλθουμε στην ευαγγελική περικοπή για τον Ευαγγελισμό, ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει την αντίδραση της Μαρίας στον χαιρετισμό και την αποκάλυψη του Αρχαγγέλου: «Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. Και είπεν ο άγγελος αυτή· μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Και ίδου συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» Η απορία της Παρθένου Μαρίας την ώρα του Ευαγγελισμού δεν είναι αποτέλεσμα απιστίας! Το αντίθετο μάλιστα! Η άνευ σποράς σύλληψη και κυοφορία είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι ανατροπή των νόμων της φύσεως, είναι το θαύμα των θαυμάτων. Η ερώτησή της, «πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος. Επειδή, υπήρξαν μεν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως. Γι’ αυτό η Θεοτόκος, ως άνθρωπος και αυτή, εξέφρασε τη δικαιολογημένη απορία της προς τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Αν η απορία της ήταν απιστία, θα θεωρούσε το γεγονός ως μια ψευδαίσθηση, μια ψεύτικη οπτασία, και δεν θα έδινε τη μεγάλη συγκατάθεση.

Η αποκάλυψη του ακατάληπτου και ανερμήνευτου τρόπου της συλλήψεως, συμπληρώνεται στη συνέχεια με την ευλογημένη και σωτήρια αποδοχή του θελήματος του Θεού από την Παναγία μας. «Και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι, διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Και απήλθεν απ᾽ αυτής ο άγγελος.»

Η καλή αγγελία της έλευσης του Μεσσία δεν της προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, διότι η αγνή Παρθένος της Ναζαρέτ ανήκε στη μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι μελετούσαν τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Λυτρωτή. Η Θεοτόκος είχε γαλουχηθεί από τους ευσεβείς γονείς της και το ευσεβές ιερατείο του Ναού, όσο καιρό βρισκόταν εκεί, στην προσδοκία της έλευσης του Σωτήρα. Ασφαλώς λοιπόν η αναγγελία του ερχομού Του γέμισε την αγνή ψυχή της με ανείπωτη χαρά και ουράνια αγαλλίαση.

Ο αποφασιστικός αυτός λόγος  της Θεοτόκου, «ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», αποτελεί την απαρχή της υλοποιήσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του κόσμου. Αν, καθ᾽ υπόθεση,  η Παρθένος Μαρία αρνιόταν να γίνει μητέρα του Θεού, θα αναστέλλετο και το έργο της σωτηρίας. Όμως εκείνη, πλημμυρισμένη από ακράδαντη πίστη, γεμάτη ταπείνωση και υπακοή στη θεία εντολή, θέλησε να γίνει «η επουράνιος κλίμαξ, δι’ ης  κατέβη  ο  Θεός», και «η γέφυρα η μετάγουσα  τους  εκ  γης προς  Ουρανόν», δίνοντας έτσι ξανά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανενωθεί με τον Ποιητή του.

Εδώ, αναδεικνύεται εμφανέστατα η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, στο Θείο βούλημα, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει τη λογική της στο θέλημα του Θεού. Και τούτο, διότι η Παναγία είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα πνευματικής τελειότητας, που ήταν αδύνατο να αρνηθεί το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθεί για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου Του. Και, δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί ακριβώς είχε την πραγματική ελευθερία. Όπως σχετικά τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ήταν απαλλαγμένη από το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, που οδηγεί τον άνθρωπο στην άγνοια ενός πράγματος και την αμφιβολία και, τελικά, στην αδυναμία επιλογής. Η Θεοτόκος Μαρία είχε μόνο το λεγόμενο φυσικό θέλημα, την κατάσταση δηλαδή, που κάποιος οδηγείται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας. Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Μέχρι ο άνθρωπος να φθάσει στην κατάσταση της θέωσης, έχει γνωμικό θέλημα και ατελή ελευθερία, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύεται για το τι και το πώς πρέπει να πράξει.

Το ιερώτατο στόμα της Θεομήτορος τη στιγμή της εκούσιας αποδοχής του Θείου θελήματος αντιπροσώπευε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και την αγωνία του να σωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας και του διαβόλου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθεί και δεν υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως, αν ο Θεός προσέφερε ως υπέρτατο δώρο στην ανθρωπότητα τον Υιό Του για τη σωτηρία της, η ανθρωπότητα έδωσε ως δώρο την Παρθένο Μαρία, που σημαίνει ότι η γεμάτη ταπείνωση συγκατάθεσή της να γίνει συνεργός στο έργο της απολυτρώσεως είναι μέρος της υπέρτατης δωρεάς του Θεού για τον πεσόντα άνθρωπο.

Όλα όσα αφηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς για το σωτήριο αυτό γεγονός του Ευαγγελισμού, τα προβάλλει χρωματουργικά η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού. Η στάση των προσώπων, η έκφραση και οι χειρονομίες τους, καθώς τα χρώματα και οι λεπτομέρειες της παράστασης, υπομνηματίζουν το γεγονός. Αξίζει λοιπόν στο σημείο αυτό να προσπαθήσουμε λίγο, διαβάζοντας την παράσταση της εικόνας, να δούμε πως ο ορθόδοξος αγιογράφος προσπαθεί να αποδώσει εικονογραφικά τα όσα αναφέραμε πιο πάνω.

Αριστερά της εικόνας βλέπουμε τον αρχάγγελο Γαβριήλ, τον πρωτοστάτη άγγελο, τον αγγελιοφόρο του Θεού, που «ουρανόθεν επέφθη ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε». Η στάση του σώματός του εκφράζει τη χαρά που έφερε το άγγελμά του. Παρόλο που ο αρχάγγελος βρίσκεται στο έδαφος, παρουσιάζεται με ορμή κίνησης, όπως άλλωστε μαρτυρεί το άνοιγμα των ποδιών του. Η στάση του αγγέλου δίνει με αριστουργηματικό τρόπο την εντύπωση πως η πτήση του δεν έχει τελειώσει, καθώς μιλάει στη Θεοτόκο. Ο Γαβριήλ, με το αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο, που συμβολίζει τον αγγελιοφόρο, και όχι κρίνο, όπως μάς έχει συνηθίσει η δυτική ζωγραφική. Το δεξί του χέρι απλώνεται με βίαιη κίνηση προς τη Θεοτόκο σε σχήμα ομιλίας. Βοά σ’ αυτήν, κατά το γνωστό τροπάριο, «ποίον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον; τι δε ονομάσω σε; απορώ και εξίσταμαι. Διό, ως προσετάγην , βοώ σοι· Χαίρε, η Κεχαριτωμένη».

Από την άλλη πλευρά, στα δεξιά της εικόνας βρίσκεται η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών, η Θεοτόκος. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη  υπογραμμίζεται η υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας, ως γνωστό, υμνούμε τη Θεοτόκο, ως «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ» (όλων δηλαδή των αγγελικών ταγμάτων). Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ενωτίζεται καλύτερα, κατά κάποιο τρόπο, το θείο μήνυμα.

Σε κάποιες εικόνες ο αγιογράφος είναι συνεπής και προς τη διήγηση του απόκρυφου έργου, Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου, που γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθισε στον θρόνο της και την έγνεθε, κατά παραγγελία των ιερέων του Ναού, ένα ύφασμα για το καταπέτασμα του Ναού. Και εκείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Παρουσιάζουν μάλιστα να πέφτει από το φόβο της το αδράχτι με το νήμα, που, σύμφωνα με την παράδοση, κρατούσε στο χέρι της.

Η Παναγία επίσης παρουσιάζεται να είναι σκεπτική.  Σκεπτόταν τη σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, αλλά, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου εκφράζονται σε κάποιες άλλες παραστάσεις με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει αυτό, που ψέλνουμε στο β’ στιχηρό προσόμοιο της Ακολουθίας του Εσπερινού του Ευαγγελισμού· «Γάμου υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;»

Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν κυρίως τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του Αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται με σκυμμένο το κεφάλι,  έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της, στοιχεία που μας θυμίζουν το, «ιδού η δούλη Κυρίου…». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος φαίνεται να συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με ελαφρώς  σκυμμένο το κεφάλι, αλλά ταυτοχρόνως να είναι και βαθιά σκεπτόμενη.

Στο πάνω μέρος της εικόνας παρατηρούμε το τμήμα του κύκλου και τις ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό, και που καταλήγουν στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Αυτό μαρτυρεί τη διαβεβαίωση πως η σύλληψη και ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού γίνεται «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια ψάλλει, «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται, Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν», γιατί η σάρκωση του Λόγου  είναι έργον, όχι μόνον του Πατρός και της δυνάμεώς Του και του Πνεύματος, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου.

Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε συνοπτικά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για το γεγονός της συλλήψεως του Κυρίου. Αρχικά πρέπει να αναφέρουμε πως δεν μεσολάβησαν μερικές ώρες και ημέρες για να γίνει η σύλληψη, αλλά έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Όπως ψάλλουμε στο γνωστό θεοτοκίο του πρώτου ήχου, «Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι, Παρθένε, το χαίρε, σύν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης». Η ίδια ακριβώς θεολογία αποτυπώνεται  και στον πρώτο οίκο των Χαιρετισμών της Παναγίας μας, όπου επίσης ψάλλουμε· «Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε· και συν τη ασωμάτῳ φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε…» 

Επίσης η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε από το Πανάγιο Πνεύμα δημιουργικώς και όχι σπερματικώς, γιατί έπρεπε να αναλάβει ο Χριστός την καθαρή φύση που είχε ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Η σάρκα δηλαδή του Χριστού από απόψεως καθαρότητος ήταν όπως το προ της παραβάσεως σώμα του Αδάμ, από απόψεως δε θνητότητος και φθαρτότητος ήταν το μετά την παράβαση σώμα του Αδάμ. Ακριβώς αυτό το γεγονός συνδέεται στενώτατα με το ότι η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήταν ανήδονος, άκοπος και ανώδινος. Εφαρμόσθηκε έτσι η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης» (Ησ. 19, 1), αφού η ανθρώπινη σάρκα ήταν τόσο πολύ ελαφρά, ώστε δεν προξένησε κανένα βάρος και κόπο στην Παναγία, κατά το διάστημα της εννεαμήνου κυοφορίας. Η άσπορη και ανήδονη σύλληψη της Παναγίας και η άκοπη κυοφορία συνδέεται στενά με την άφθορη και ανώδινη γέννηση του Χριστού. Η γέννηση του Χριστού δεν έφθειρε την παρθενία της Θεοτόκου, όπως ακριβώς η σύλληψη δεν έγινε με ηδονή, και η κυοφορία με βάρος και κόπο. Εκεί, που ενεργεί το Πανάγιο Πνεύμα, «νικάται φύσεως τάξις».

Όπως έχουμε αναφέρει, η σύλληψη έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Αυτό σημαίνει πως άμεσα με τη σύλληψη το θείο βρέφος ήταν πλήρως διαμορφωμένο. Ενώ  δηλαδή άρχισε να αυξάνεται και να μεγαλώνει, εντούτοις δεν μεσολάβησε διάστημα μεταξύ σύλληψης και διαμόρφωσης των μελών του σώματος, κάτι το οποίο συμβαίνει σε κάθε φυσιολογική κυοφορία. Είναι αυτό, που τονίζει ο Μεγας Βασίλειος· «ευθύς γαρ τέλειον ην τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν».

 Επίσης πολύ σημαντικό να αναφερθεί είναι το γεγονός πως από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Συνέπεια και συνέχεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού αυτή γέννησε πραγματικά τον Θεό, τον οποίο κυοφόρησε εννέα μήνες στην κοιλία της, και όχι έναν άνθρωπο που είχε την Χάρη του Θεού, ή που θεοποιήθηκε εκ των υστέρων. Είναι σύμφωνα με αυτή τη δογματική πίστη, που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας στη Γ´  Οικουμενική Σύνοδο το 431 καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε πως το βρέφος που κυοφορήθηκε από τη Μαρία δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος, και ότι η σάρκα του Χριστού ήταν απλώς συνημμένη με τη φύση της Θεότητος. Με τέτοιες προϋποθέσεις ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Η Παναγία μας όμως είναι Θεοτόκος, επειδή γέννησε κατά άνθρωπο τον Θεό, αφού όπως είπαμε, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε αμέσως με την ένωσή της με τη θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου.

 Από την στιγμή της ασπόρου συλλήψεως και για εννέα μήνες η Παναγία δίνει το αίμα της στον Χριστό, αλλά και ο Χριστός τη Χάρη και ευλογία Του σ᾽ αυτήν. Η κυοφορία του Σωτήρος Χριστού δεν επηρέασε τη Θεοτητα του. Η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως, αμέσως από τη στιγμή της συλλήψεως. Έχοντας υπόψη τη στενή και οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε κυοφορούμενο  βρέφος με τη μητέρα του, κατανοούμε τις συνέπειες που είχε  για το πρόσωπο της Θεοτόκου η ένωσή της με τον Θεό. Η Παναγία μας πρώτη γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, τη θέωση. Αυτό, που οι Μαθητές του Χριστού γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή, και εμείς μετά το Βάπτισμα, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μιλώντας για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προχωρούν και σε μια προσωπική και υπαρξιακή προσέγγιση του γεγονότος αυτού. Γιατί, δεν αρκεί μόνο να εορτάζουμε εξωτερικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά να τα πλησιάζουμε υπαρξιακά και πνευματικά. Κατά τους αγίους Πατέρες (άγιο Γρηγόριο Νύσσης, άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, κ.ά.), αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε ένα, του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Χριστός, που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντα κατά Πνεύμα από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνους δια των αρετών. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να  παύουν να νικούν οι επιθυμίες για τη διάπραξη της αμαρτίας, και να μην ενεργούν τα πάθη στον άνθρωπο, να  μισήσει ο άνθρωπος την αμαρτία και να θέλει διαρκώς να πράττει το θέλημα του Θεού. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, ναός και κατοικητήριο του Θεού.

Πανιερώτατε, σεβαστοί πατέρες,

Είναι γνωστό πως στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στα πολυάριθμα βυζαντινά προσκυνήματα της Ορθοδοξίας, ξεχωριστή θέση κατέχει -λόγω κυρίως των εξαιρετικών ψηφιδωτών της-, η γνωστή Μονή της Χώρας. Σ᾽ αυτή λοιπόν τη Μονή, όταν εισέρχεται ο προσκυνητής, βλέπει στη είσοδο του ναού να τον υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού, «Η χώρα των ζώντων». Προχωρώντας λίγο παρακάτω, εντός του κυρίως ναού αντικρίζει τη μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας, με την επιγραφή, «Η χώρα του Αχωρήτου». Έχοντας υπόψη αυτές τις δυο εικόνες, έχουμε την εντύπωση πως, μέσα στο το κοινό τους θεολογικό θέμα, περικλείεται και όλο το θεολογικό μήνυμα της εορτής του Ευαγγελισμού.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο αχώρητος είναι ο Θεός, δηλ. άπειρος και απερίγραπτος, που δεν Τον χωράει τίποτε, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε κανένας ναός ή οτιδήποτε άλλο. Σ᾽ ένα ωραιότατο κάθισμα στην Ακολουθία του Όρθρου των Χριστουγέννων ψάλλουμε· «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της μητρός; Πάντως ως οίδεν, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν.» Με την ενανθρώπησή του όμως ο Αχώρητος Θεός γίνεται «χωρητός διά φιλανθρωπίαν», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και προσθέτει: «αλλ’ επειδή κατέρχεται και επειδή κενούται δι’ ημάς… διά τούτο χωρητός γίνεται». Από το γεγονός αυτό, της σαρκώσεως του Χριστού από την Παναγία Θεοτόκο και την εικονογράφηση της Παναγίας με τον Θεάνθρωπο Χριστό στους κόλπους Της, προήλθε δίκαια η ονομασία της Παναγίας και της ομωνύμου εικόνας Της «Η Χώρα του Αχώρητου».

Το πιο πάνω μπορεί να γίνει κατανοητό και να ερμηνευθεί σωστά μόνο σε συσχέτιση με το όνομα του Χριστού, στην άλλη εικόνα του Χριστού που προαναφέραμε στην είσοδο της Μονής, με την ονομασία «Η Χώρα των ζώντων». Αληθινά ζωντανός άνθρωπος είναι αυτός που ζει εντός του Θεού, ενωμένος μαζί Του. Έτσι ο Χριστός είναι η αιώνια ζωή και σωτηρία μας, το αιώνιο φως στην επουράνιο Βασιλεία, στην επουράνια χώρα η επουράνια πατρίδα όλων των τέκνων του Θεού, των σεσωσμένων από τον Χριστό και εν τω Χριστώ, χάρη στην αγάπη Του, διά της οποίας εδέχθη και ανέλαβε και εχώρησε εντός Του όλους εμάς.

Από τα πιο πάνω γίνεται κατανοητό, πως το γεγονός του Ευαγελισμού της Θεοτόκου, το σωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας, είναι ότι εχώρεσε η Παναγία τον Χριστό, και έγινε χώρα του αχωρήτου, για να μπορέσει ο Χριστός να χωρέσει όλους εμάς και να γίνει για όλους μας η Χώρα των ζώντων. Αυτή η μυστηριακή πραγματικότητα βιώνεται μόνον εντός του χώρου της Εκκλησίας, αφού Εκκλησία είναι ίδιος ο Χριστός, τον οποίο εμείς κοινωνούμε και εντός του οποίου ζούμε.

Όταν σε κάθε θεία Λειτουργία, αδελφοί μου, η σύναξη των πιστών, δια στόματος ημών των λειτουργών, αιτείται και λέγει   «κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ΄ημάς», κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνει τα λόγια της Αειπαρθένου, «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» Και έτσι ιερουργείται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Εκκλησίας. Κάθε θεία Λειτουργία είναι ένας καινούργιος Ευαγγελισμός. Με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η αγία μας Εκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ο Παράκλητος κατέρχεται σ᾽ αυτήν και στα δώρα Της. Μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος, και προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής. Η Εκκλησία δέχεται την τελείωση «τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»: «Τούτο εστί το σώμα μου… Τούτο εστί το αίμα μου.»

Όταν κάθε χρόνο, εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, εορτάζουμε παράλληλα και τον ευαγγελισμό όλου του ανθρωπίνου γένους, το γεγονός δηλαδή ότι ενηνθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Το γεγονός της εορτής αυτής δίνει τη δυνατότητα στον καθένα μας να οδηγηθούμε στον προσωπικό μας ευαγγελισμό, που δεν είναι άλλος από την ένωσή μας μαζί με το ζωηφόρο Σώμα και Αίμα του Δεσπότου Χριστού, το οποίο ομολογούμε και πιστεύουμε ότι έλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου δια την ημών σωτηρίαν .

Της  παναχράντου και αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.   Αμήν!

Exit mobile version