Ο μεν Ματθαίος λέει, ότι απλά τον έφεραν τον παραλυτικό, οι άλλοι δε ευαγγελιστές προσθέτουν ότι τον κατέβασαν αφού άνοιξαν οπή στην στέγη. Και ότι τοποθέτησαν τον ασθενή μπροστά στον Χριστό, χωρίς να πουν τίποτε, αλλά άφησαν τα πάντα στην διάθεση του Χριστού. Μιλούσε η ενέργεια τους από μόνη τους.
Και στην αρχή του έργου του ο Χριστός βεβαίως μετέβαινε από το ένα μέρος στο άλλο, και δεν ζητούσε από αυτούς που τον πλησίαζαν τόσο μεγάλη πίστη, στην προκειμένη όμως περίπτωση και ήρθαν κοντά του και εκδήλωσαν την πίστη τους. Διότι λέει. «Όταν είδε την πίστη τους», δηλαδή την πίστη αυτών που χάλασαν την στέγη. Γιατί δεν ζητάει σε όλες τις περιπτώσεις μόνο από τους ασθενείς πίστη, όπως, π.χ., σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν έχουν τα λογικά τους ή όταν έχουν χαμένες τις αισθήσεις τους σε άλλες περιπτώσεις εξ αιτίας της ασθένειάς τους ή δεν μπορούν να έρθουν οι ίδιοι (πρβλ. Χαναναία ή τον υπηρέτη του εκατόνταρχου). Σε αυτή όμως την περίπτωση είχε εκδηλωθεί μάλλον η πίστη του ασθενούς, γιατί αλλιώς δεν θα δεχόταν να χαλαστεί η στέγη και να κατεβεί κινδυνεύοντας, αν δεν πίστευε.
Επειδή λοιπόν εκδήλωσε τόσο μεγάλη πίστη, ο Χριστός καθιστά φανερή και τη δική του δύναμη με το να συγχωρεί τα αμαρτήματα με όλη του την εξουσία, και αποδεικνύει έτσι με όλες αυτές τις ενέργειές του, ότι είναι ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε.
Πρόσεξε όμως· Προηγουμένως το φανέρωσε αυτό με την διδασκαλία του, όταν τους δίδαξε ότι έχει εξουσία, στην περίπτωση δηλαδή του λεπρού που είπε «θέλω να καθαριστείς» (Ματθ. 8,3) ή του εθνικού εκατόνταρχου, όταν είπε «μόνο πες έναν λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου» (8,8), οπότε τον θαύμασε και τον παίνεψε περισσότερο από όλους· στην περίπτωση της θάλασσας, όταν αυτή ηρέμησε μόνο δια του λόγου του (8,26)· μέσω των δαιμόνων, όταν διακήρυτταν αυτόν ως κριτή και τους έδιωχνε με όλη την εξουσία του (8,28 κ. εξ.).
Σε αυτή όμως την περίπτωση πάλι με άλλον πολύ πιο μεγάλο τρόπο αναγκάζει τους ίδιους τους εχθρούς του να ομολογήσουν την ισοτιμία του προς τον Πατέρα του και με το στόμα τους το καθιστά αυτό φανερό. Διότι ο ίδιος ο Κύριος δείχνοντας την ταπείνωσή του (καθόσον τον περιέβαλε πολύ πλήθος ανθρώπων που έφρασσε την είσοδο, και για αυτό τον κατέβασαν από την στέγη), δεν προχώρησε αμέσως να θεραπεύσει το σώμα του ασθενούς που όλοι το έβλεπαν, αλλά λαμβάνει την αφορμή από τους εχθρούς του. Και κατ’ αρχήν θεράπευσε εκείνο που δεν ήταν ορατό, δηλαδή την ψυχή, αφού συγχώρεσε τα αμαρτήματα, πράγμα που εκείνον μεν τον έσωζε, σε αυτόν όμως δεν απέδιδε μεγάλη δόξα. Γιατί οι εχθροί του επειδή ενοχλήθηκαν λόγω της πονηριάς τους και ήθελαν να τον καταγγείλουν, συνέλαβαν ενάντια στην θέλησή τους να λάμψει περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε. Καθόσον ο Κύριος, λόγω της ικανότητάς του να επινοεί μέσα, χρησιμοποίησε τον φθόνο τους στο να καταστεί φανερό το θαύμα.
Επειδή λοιπόν δυσαρεστούνταν και έλεγαν «Αυτός βλασφημεί»· «ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από τον Θεό», ας δούμε τι λέει αυτός. Μήπως τους αφαίρεσε αυτή την σκέψη τους; όχι την δέχθηκε σαν σωστή. Αν και, βεβαίως, εάν δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα του, έπρεπε να πει. “Γιατί μου αποδίδετε δύναμη που δεν μου ταιριάζει; απέχω εγώ πάρα πολύ από αυτή την δύναμη”. Όμως, τώρα, δεν είπε τίποτα παρόμοιο· αντιθέτως όλα όσα συνέβησαν και τα επιβεβαίωσε και τα επικύρωσε και με τους λόγους του και με την επιτέλεση του θαύματος. Διότι, επειδή το να μιλάει κανείς ο ίδιος για τον εαυτό του φαίνεται ότι δυσαρεστούσε τους ακροατές, επιβεβαιώνει μέσω της αντίληψης των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του. Και βεβαιώθηκε μέσω τον φίλων του όταν είπε, «Θέλω, καθαρίσου», καθώς επίσης και μέσω του, «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών βρήκα τόση μεγάλη πίστη», ενώ μέσω των εχθρών του ως εξής. Επειδή δηλαδή είπαν οι εχθροί του, ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός, πρόσθεσε· «Για να μάθετε δε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί επί της γης αμαρτίες, τότε λέει στον παραλυτικό· Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στην οικία σου».
Όχι όμως μόνο εδώ, αλλά και σε άλλη περίπτωση όταν του έλεγαν, «Δεν σε λιθοβολούμε για κάποιο καλό έργο σου, αλλά εξ αιτίας της βλασφημίας σου και γιατί ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό»· ούτε στην περίπτωση εκείνη ανέτρεψε εκείνη την αντίληψη, αλλά και πάλι την επιβεβαίωσε λέγοντας· «Εάν δεν πράττω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· εάν όμως τα πράττω, πιστέψτε στα έργα μου, έστω και αν δεν πιστεύετε σε μένα».
Εδώ όμως αποδεικνύει και άλλο σημείο της θεότητάς του και της ισοτιμίας του προς τον Πατέρα του και μάλιστα όχι μικρό. Γιατί οι μεν εχθροί του έλεγαν, ότι μόνο ο Θεός έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες, ο Κύριος όμως δεν συγχωρεί μόνο τα αμαρτήματα, αλλά και πριν από αυτή του την ενέργεια φανερώνει και κάτι άλλο, που ήταν γνώρισμα μόνο του Θεού, το ότι δηλαδή αποκαλύπτει τις απόκρυφες σκέψεις της καρδιάς. Διότι δεν αποκάλυψε αυτό που σκεφτόταν. «Να, λοιπόν, μερικοί από τους γραμματείς», λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, «είπαν μέσα τους· Αυτός βλασφημεί. Και ο Ιησούς επειδή αντιλήφθηκε τις σκέψεις τους είπε· Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά πράγματα;». Το ότι είναι γνώρισμα μόνο του Θεού να γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, άκουσε τι λέει ο προφήτης· «Εσύ είσαι ο μόνος από όλους που γνωρίζεις τις καρδιές» (Β΄ Παρ. 6,30)· και αλλού πάλι· «Ο Θεός που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά των ανθρώπων» (Ψαλ. 7,10). Και ο Ιερεμίας λέει· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;» (Ιερ. 17,9)· και «Ο άνθρωπος θα δει μόνο το πρόσωπο, ενώ ο Θεός την καρδιά» (Α΄ Βασ. 16,7). Και δια πολλών άλλων γραφικών χωρίων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι είναι μόνο γνώρισμα του Θεού να γνωρίζει την σκέψη του ανθρώπου.
Δείχνοντας λοιπόν ότι είναι Θεός και ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε, αυτά ακριβώς που σκεφτόταν μέσα τους (γιατί δεν εξέφρασαν αυτή την σκέψη τους, επειδή φοβόταν την παρουσία του πλήθος του όχλου), τα αποκαλύπτει και τα καθιστά φανερά, αποδεικνύοντας και σε αυτή την περίπτωση την μεγάλη καλοσύνη του. Διότι, λέει, «Γιατί σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;». Αν έπρεπε φυσικά να αγανακτήσει κάποιος, ο ασθενής έπρεπε να αγανακτήσει, επειδή είχε εξαπατηθεί, και να πει· Ήρθα για να θεραπεύσω άλλο και εσύ επανορθώνεις άλλο; γιατί από πού αποδεικνύεται ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες μου; Τώρα όμως εκείνος δεν λέει τίποτα το παρόμοιο, αλλά παραδίδει τον εαυτό του στην εξουσία του θεραπευτή του· αυτοί όμως επειδή είναι αισχροί και φθονεροί επιβουλεύονται τις ευεργεσίες των άλλων. Για αυτό τους κατηγορεί μεν, αλλά το κάνει με όλη την καλοσύνη του. Εάν δηλαδή, λέει, δεν πιστεύετε σε αυτό που είπα πρωτύτερα και θεωρείτε απλά μεγάλο λόγο αυτό που λέχθηκε, ορίστε προσθέτω σε εκείνο και άλλα, το ότι αποκαλύπτω τις απόκρυφες σκέψεις σας· και μετά από εκείνο άλλο πάλι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ότι θα καταστήσω υγιές το σώμα του παράλυτου.
Και όταν μεν απευθύνθηκε προς τον παράλυτο δεν μίλησε με τρόπο που να φανερώνει καθαρά την εξουσία του· γιατί δεν είπε, “Σου συγχωρώ τις αμαρτίες”, αλλά, «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Επειδή όμως εκείνοι τον εξανάγκασαν, αποδεικνύει με πιο εμφανή τρόπο την εξουσία του, λέγοντας· «Για να γνωρίσετε δε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες στην γη». Βλέπεις πόσο απείχε από του να μη θέλει να θεωρείται ισότιμος με τον Πατέρα του; Διότι δεν είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει ανάγκη από άλλον ή ότι του έδωσε εξουσία, αλλά ότι «έχει εξουσία». Και αυτό δεν το λέει από φιλοδοξία, αλλά, λέει, “για να σας πείσω ότι δεν βλασφημώ εξισώνοντας τον εαυτό μου με τον Θεό”.
Σε όλες τις περιπτώσεις δηλαδή θέλει να παρέχει σαφείς αποδείξεις που δεν επιδέχονται αντιρρήσεις, όπως όταν λέει· «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα» (Ματθ.8,4)· και την πεθερά του Πέτρου την παρουσιάζει να τον υπηρετεί (8,15) και τους χοίρους επιτρέπει να πέσουν στον γκρεμνό (8,32).
Έτσι λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιεί ως απόδειξη της συγχώρεσης των αμαρτιών την θεραπεία του σώματος, και ως απόδειξη της θεραπείας το ότι πήρε στα χέρια του το κρεβάτι, ώστε να μη θεωρηθεί ότι ήταν φανταστικό δημιούργημα αυτό που συνέβη. Και δεν το κάνει αυτό προηγουμένως, αλλά μόνο τότε όταν τους ρώτησε. Γιατί λέει· «Τι είναι ευκολότερο· να πω, Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να πω, Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στον οίκο σου;». Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· “Τι θεωρείτε ευκολότερο, το να θεραπεύσω ένα σώμα παράλυτο ή να συγχωρήσω τα αμαρτήματα της ψυχής; Είναι ολοφάνερο ότι θεωρείτε ευκολότερο να θεραπεύσω το σώμα. Γιατί όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, τόσο περισσότερο προτιμότερο είναι το να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα αυτού· επειδή όμως το μεν δεν φαίνεται, ενώ το άλλο φαίνεται, κάνω το υποδεέστερο μεν αλλά οπωσδήποτε που είναι πιο εμφανές, ώστε μέσω αυτού να αποδειχθεί και αυτό που είναι σπουδαιότερο και που δεν φαίνεται”, αποκαλύπτοντας πλέον μέσω των έργων του αυτό που είχε λεχθεί από τον Ιωάννη, ότι δηλαδή αυτός σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου.
Αφού λοιπόν τον θεράπευσε τον στέλνει στο σπίτι του. Και έτσι πάλι αποδεικνύει την ταπεινοφροσύνη του και ότι δεν ήταν φανταστικό αυτό που συνέβη· διότι αυτούς που ήταν μάρτυρες της ασθένειας, αυτούς τους ίδιους χρησιμοποιεί και ως μάρτυρες της υγείας του. Γιατί, λέει, εγώ ήθελα με το δικό σου πάθημα να θεραπεύσω και αυτούς που παρουσιάζονται ως υγιείς, ενώ είναι πνευματικά ασθενείς, επειδή όμως δεν θέλουν πήγαινε στο σπίτι σου για να διορθώσεις τους συγγενείς σου.
Βλέπεις πώς αποδεικνύει ότι είναι δημιουργός και της ψυχής και των σωμάτων; Θεραπεύει λοιπόν κάθε ενός στοιχείου την παράλυση και καθιστά φανερό αυτό που δεν φαίνεται από αυτό που είναι φανερό, αλλά όμως αυτοί ακόμη σύρονται πάνω στην γη. Διότι, λέει, «Όταν τα πλήθη είδαν όλα αυτά θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοιου είδους εξουσία στους ανθρώπους»· εμποδίζονταν δηλαδή από την σάρκα τους να αντιληφθούν ότι ήταν Θεός.
Αυτός όμως δεν τους επιτίμησε, αλλά συνέχισε μέσω των έργων του να τους αφυπνίζει και να εξυψώνει το φρόνημά τους. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι θεωρούταν ανώτερος όλων των ανθρώπων και ότι έχει προέλευση από τον Θεό. Γιατί εάν ήθελαν να πεισθούν απολύτως από αυτά, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ήταν και Υιός του Θεού.
Αλλά όμως δεν τα είχαν αντιληφθεί αυτά απολύτως και για αυτό δεν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν. Γιατί έλεγαν πάλι· «Αυτός ο άνθρωπος δεν προέρχεται από τον Θεό· πώς είναι δυνατόν αυτός να είναι σταλμένος από τον Θεό;» (Ιω. 9,16). Και συνεχώς αυτά σκεφτόταν, προβάλλοντας αυτά ως προφάσεις για τα δικά τους πάθη. Πράγμα που πολλοί και σήμερα το κάνουν και θεωρώντας τον Θεό ως εκδικητή ικανοποιούν τα δικά τους πάθη, ενώ θα έπρεπε να τα εξέταζαν όλα με επιείκεια. Καθόσον ο Θεός των όλων, ενώ μπορεί να εξαποστείλει κεραυνό προς εκείνους που τον βλασφημούν, εν τούτοις και ανατέλλει τον ήλιο και βρέχει και όλα τα άλλα τα χορηγεί με αφθονία προς αυτούς. Αυτόν πρέπει και εμείς να μιμούμαστε και να παρακαλάμε και να συμβουλεύουμε και να νουθετούμε με τρόπο ήπιο και χωρίς να οργιζόμαστε ούτε να μεταβαλλόμαστε σε θηρία. Διότι ο Θεός δεν παθαίνει καμία ζημιά από την βλασφημία σου, εάν θύμωνες, αλλά αυτός που βλασφημεί υφίσταται και την ζημιά. Ώστε λοιπόν αναστέναξε, κλάψε ζωηρά, γιατί το πάθος σου είναι άξιο δακρύων. Και αυτόν που πληγώθηκε τίποτε δεν μπορεί να τον θεραπεύσει καλύτερα από την επιείκεια. Γιατί η επιείκεια είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε πράξη βίας.
Πρόσεξε λοιπόν πώς μας μιλάει ο ίδιος ο υβρισμένος Θεός τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά Διαθήκη λέει· «Λαέ μου, τι σου έκανα» (Μιχ. 6,3), ενώ στην Καινή Διαθήκη λέει· «Σαύλε, Σαύλε, γιατί με καταδιώκεις; (Πρξ. 9,4)». Και ο Παύλος πάλι διατάσσει να διδάσκουμε τους αντιφρονούντες με τρόπο ήπιο (Β΄ Τιμ. 2,25). Και οι μαθητές του Χριστού όταν κάποτε τον πλησίασαν και του ζητούσαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, τους επίπληξε πάρα πολύ και είπε τα εξής· «Δεν γνωρίζετε ποιου πνεύματος είστε» (Λκ. 9,55). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είπε. “Αχρείοι και αγύρτες· φθονεροί και εχθροί της σωτηρίας των ανθρώπων”, αλλά είπε · «Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά;».
Πρέπει λοιπόν με επιείκεια να θεραπεύουμε τις ασθένειες. Διότι αυτός που γίνεται καλύτερος από ανθρώπινο φόβο, γρήγορα πάλι θα επιστρέψει στην πονηριά του. Για αυτό διέταξε να αφεθούν και τα ζιζάνια, για να δώσει ευκαιρία για μετάνοια. Βέβαια, πολλοί από αυτούς μετάνιωσαν και έγιναν σπουδαίοι, ενώ προηγουμένως ήταν φαύλοι, όπως π.χ. ο Παύλος, ο τελώνης, ο ληστής· καθόσον, ενώ προηγουμένως ήταν αυτοί ζιζάνια έγιναν ώριμος σίτος. Γιατί ως προς μεν τα σπέρματα αυτό είναι δύσκολο, ως προς την προαίρεση όμως είναι και ευάρμοστο και εύκολο· διότι αυτή δεν δεσμεύεται από τους φυσικούς νόμους, αλλά έχει τιμηθεί με την ελευθερία της εκλογής.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον που είναι εχθρός της αλήθειας, θεράπευσέ τον, φρόντισέ τον, οδήγησέ τον στον δρόμο της αρετής, δείξε του άριστο βίο, δίδαξέ τον με λόγια αδιάβλητα, δείξε του προστασία και κηδεμονία, χρησιμοποίησε κάθε μέσον προς διόρθωση, έχοντας ως πρότυπα μιμήσεως τους άριστους από τους ιατρούς. Γιατί ούτε εκείνοι θεραπεύουν με ένα μόνο τρόπο, αλλά όταν διαπιστώσουν ότι δεν υποχωρεί η πληγή με το πρώτο φάρμακο που χρησιμοποίησαν, χρησιμοποιούν άλλο, και μετά από αυτό πάλι άλλο· και άλλοτε μεν κάνουν εγχειρήσεις, άλλοτε δε βάζουν επιδέσμους. Και εσύ λοιπόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, χρησιμοποίησε κάθε μέσον θεραπείας, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, για να λάβεις αμοιβή και για την δική σου σωτηρία και για την ωφέλεια που χάρισες σε άλλους, κάνοντας όλα προς δόξαν του Θεού και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δοξάζεσαι και εσύ ο ίδιος. Διότι, λέει· «Αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω, και αυτοί που με περιφρονούν θα τους περιφρονήσω» (Α΄ Βασ. 2,30).
Όλα λοιπόν ας τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, για να πετύχουμε την μακάρια εκείνη κληρονομιά, την οποία μακάρι όλοι μας να πετύχουμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν».