Site icon Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Εκλογαί απο κηρύγματα Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραπο­στολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και ζωή γι’ αυτό και μονάχα διά της α­σκήσεως και της ζωής επιτελείται το κήρυγμα και η ιεραποστολή. Ή ανάπτυξη της ασκητικότητας -προ­σωπικά και καθολικά- αυτή πρέπει να γίνει ή εσωτε­ρική αποστολή της Εκκλησίας μας μέσα στον λαό. Οι ενορίες πρέπει να μεταβληθούν σε ασκητικά κέ­ντρα, αλλά αυτό μπορεί να το επιτύχει μονάχα ένας ε­φημέριος – ασκητής. Πρέπει να ενισχύσουμε την προ­σευχή και την νηστεία, να αναπτύξουμε την εκκλη­σιαστική ευταξία ή οποία είναι από τα κύρια μέσα της Ορθοδοξίας με το όποιο εκείνη επιδρά αναγεννη­τικά στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως απαιτούν ως προϋπόθεση: οι ιερείς και οι μοναχοί μας να γίνουν οι ίδιοι ασκητές.

*Το χειρότερο πράγμα για τούς ανθρώπους είναι ό θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκου­λήκια, σε πηλό! Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρω­πος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό; Να, όμως, πού ό Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο διά της Αναστάσεως Του, εξασφαλίζει την αιώνιο ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα ανα­στηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.

Γι’ αυτό και ό Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ό Μόνος Φιλάνθρωπος, ό μόνος από κα­τασκευής κόσμου μέχρι της Φοβέρας Κρίσεως. Μονά­χα εκείνος πού νίκησε τον θάνατο είναι ό Μόνος Φι­λάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι άπλες φλυαρίες. Και οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες; – Τί αστεία πράγματα! Μα τί να την κάνω την τεχνολογία και την επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη; Εκείνος είναι ό μόνος φιλάν­θρωπος, αυτός πού με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ό διάβολος είναι ό εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ’ αυτήν και του κα­κού.

*Αυτό είναι ή αγάπη του Χριστού προς τον άν­θρωπο: ή λύτρωση από τον θάνατο. Λέει ή δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε­αυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματι­κά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την α­μαρτία του, από την κόλαση… αυτή είναι ή γνήσια α­γάπη προς τον άνθρωπο. Άπατα εαυτόν όποιος νομί­ζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Θα ρωτήσει κάποιος: και ή αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Και ή αγάπη του συζύγου προς την σύ­ζυγο; Και ή αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά αγάπη; Τα ονομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη άλλα είναι άραγε έτσι; Όλα αυτά δεν έ­χουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε. Αν ό πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ί­σιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την α­μαρτία, παρά μονάχα τα χαϊδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει. Αν πάλι, ό σύζυγος αγα­πά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ό φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.

*Ή Δικαιοσύνη και ή Αλήθεια του Θεού ενοχλούν τούς άνομους, ενοχλούν αυτούς πού είναι ανή­μποροι από τις αμαρτίες, ενοχλούν όλους όσοι είναι μεθυσμένοι από τα διάφορα πάθη. Μήπως και σήμερα δεν κραυγάζουν οι Χριστομάχοι: σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν! Μήπως και σήμερα δεν ζητούν την κεφα­λή του Ιησού από την Ναζαρέτ;

*Ω ναι, όταν οι άνθρωποι τρελαθούν από την υ­περηφάνεια, όταν αλλοφρονήσουν από την αυταρέσκεια, τότε δεν τούς χρειάζεται ό Θεός, δεν χρειάζο­νται την Δικαιοσύνη Του αφού ανακηρύσσουν τον ε­αυτό τους για θεό. Προτείνουν την ελάχιστη και ψεύ­τικη αλήθεια τους ως την μεγάλη, την σωτήρια αλή­θεια. Ανακηρύσσουν ακόμα, την ελάχιστη γήινη, δι­κή τους ανάπηρη δικαιοσύνη ως την μέγιστη δικαιο­σύνη: δεν μας χρειάζεται ή Δικαιοσύνη του Χριστού, δεν θέλουμε την Δικαιοσύνη του Θεού.

*Οι άνθρωποι, με τυφλωμένο τον νου και την ψυ­χή, δεν βλέπουν μα και δε θέλουν να δουν ότι σε τού­το τον κόσμο ο άνθρωπος -ο γνήσιος άνθρωπος- δεν μπορεί να σταθεί δίχως τον Θεό. Γιατί άραγε αυτό; Μα επειδή ό κόσμος αυτός είναι γεμάτος από Ηρώδες, γεμάτος από Φαρισαίους. Οι Ήρώδες ζητούν την κεφαλή Ιωάννου του Βαπτιστού, ζητούν τις κεφα­λές όλων των δικαίων της γης. Και οι Φαρισαίοι, οι ψευδείς Γραμματείς και οι ψευδοσοφοί του κόσμου αυτοί απαιτούν τον θάνατο του Θεανθρώπου Χριστού.

*Μπροστά στον θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύνα­μοι σαν τα κουνούπια, σαν τα πετραδάκια. Για ποιό πράγμα καυχάσθε ω άνθρωποι; Για τον πλούτο, την ε­πιστήμη, την φιλοσοφία και την κουλτούρα; Όλα αυ­τά είναι σκύβαλα – συ και εγώ δούλοι του θανάτου! Κάθε άνθρωπος είναι δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου. Μπορεί να γίνει άνθρωπος σε αυτό τον κό­σμο με χαρά; Όχι δεν μπορεί. Ό άνθρωπος πού θα α­ντικρίσει σοβαρά τον εαυτό του και με σοβαρότητα θα κοιτάξει τον θάνατο σαν τον έσχατο σταθμό αυτής της ζωής, αυτός ό άνθρωπος δεν έχει χαρά σε αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμιά απόλαυση ε­δώ. Όλες οι απολαύσεις είναι ένα ψέμα, εάν ό θάνα­τος αποτελεί για μένα και για σένα τον τελευταίο σταθμό αυτού του κόσμου.

*Ποιος εισήγαγε τον θάνατο σε αυτό τον κόσμο; Ποιος άλλος από την αμαρτία; στον άνθρωπο ανήκει δυστυχώς, αυτός ό γεμάτος ντροπή ρόλος αυτής της ζωής, της εισαγωγής δηλ. της αμαρτίας και του θανά­του και του διαβόλου σε αυτό τον κόσμο. Δεν το έ­πραξαν αυτό μήτε οι τίγρεις μήτε οι αλεπούδες, το έ­πραξε ό άνθρωπος. Γι’ αυτό και ό άνθρωπος είναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστά σε όλα τα ζώα και ό­λα τα φυτά και όλα τα πετούμενα. Πρέπει να ντρέπε­ται ό άνθρωπος και να εκλιπαρεί για συγνώμη από το κάθε πουλί για το ότι αυτός είναι πού έφερε τον θάνα­το στον κόσμο αυτό, έφερε τον θάνατο και στα που­λιά και στα ζώα και στα φυτά. Τα πάντα φθείρονται και αποθνήσκουν. Μέχρι πότε όμως; Μέχρι την ανά­σταση των νεκρών, όταν ό Κύριος θα κρίνει τον κό­σμο και, στη θέση της παλαιάς γης, θα δώση καινή γη, όταν όλα θα γίνουν αθάνατα επάνω της. Αυτό εί­ναι κάτι πού εμείς δεν μπορούμε μα ούτε και ξέρουμε να το συλλάβουμε, αλλά αυτό είναι ή καλή είδηση του Κυρίου και Χριστού μας.

*Ποιό το όφελος από το ότι ή Ευρώπη, ή Αμερι­κή και όλες οι ήπειροι τρέχουν να κατακτήσουν τον κόσμο, το σύμπαν, την Σελήνη, τον Άρη και τ’ αστέ­ρια; Τί θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν αποκτήσει τον κόσμο όλο και βλάψει την ψυχή του, αν χάσει την ψυχή του; Από ποιόν θέλετε ώ άνθρωποι να κατακτή­σετε την Σελήνη; Από ποιόν να πάρετε τα άστρα; Από τον Κύριο ό Οποίος τα έχει σπείρει σαν αλλά άν­θη στην ατέλειωτη απεραντοσύνη; Πόσο ελεεινός είναι ό ευρωπαίος άνθρωπος όταν εκστρατεύει κατά του ουρανού σαν να πρόκειται για τον εχθρό του!

*Κάθε ιερός ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη. Και όταν είσαι μέσα στον ναό, ή­δη βρίσκεσαι στον ουρανό. Έτσι, όταν ή γη σε συν­θλίβει με την κόλαση της, τρέξε στον ναό, μπες μέσα και να, είσαι μέσα στον παράδεισο. Αν οι άνθρωποι σε ενοχλούν με την κακία τους, να προσφεύγεις στον ναό, να γονατίζεις μπροστά στον Θεό και Εκείνος θα σε προσλάβει κάτω από την γλυκιά και παντοδύναμη προστασία Του. Αν πάλι συμβεί να πέσουν επάνω σου ολόκληρες λεγεώνες δαιμόνων, εσύ τρέξε στον ναό, ανάμεσα στους Αγγέλους, επειδή ό ναός είναι πάντοτε γεμάτος από Αγγέλους και οι Άγγελοι του Θεού θα σε προστατεύσουν από όλα τα δαιμόνια του κόσμου αυτοί και τίποτα δεν μπορούν να σου κάμουν.

*Μην λησμονείτε αδελφοί: εμείς οι Χριστιανοί είμαστε ισχυροί διά του Θεού. Ποιος μπορεί τότε να είναι ισχυρότερος από εμάς; Κανείς! Κανείς! Κανείς! Κανείς από τούς ανθρώπους μα και από τούς δαίμο­νες! Μα δίχως το Θεό, τί είμαστε εμείς οι άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο; Παιχνίδι της αμαρτίας, παιχνίδι του κακού, παιχνίδι στα χέρια του διαβόλου. Ώ αδελ­φέ, ώ άνθρωπε, με κάθε αμαρτία με την οποία σε καταβάλλει ό διάβολος γελά μαζί σου. Και όταν σε καταβάλλει σε πολλές αμαρτίες, τότε ορμαθός από πολ­λά δαιμόνια σιμώνουν γύρω σου από κάθε γωνιά.

*Όταν ό άνθρωπος δεν είναι με τον Θεό, τότε πά­ντοτε γίνεται παιχνίδι του διαβόλου και ό διάβολος παίζει μαζί του: την μια του γεμίζει την ψυχή με ακά­θαρτους λογισμούς, την άλλη του βομβαρδίζει την καρδιά με κακές επιθυμίες, άλλοτε πάλι πυρώνει την γλώσσα του με βρισιές, και άλλοτε τον παρακινεί σε συκοφαντία, σε καταλαλιά, σε κλοπή, σε ασωτία και σε κάθε άλλη κακή πράξη.

*Ξέρετε αδελφοί ποιό είναι το ισχυρότερο όπλο του άνθρωπου στην γη, όπλο ακατανίκητο και πάντα νικηφόρο; Είναι ή προσευχή, μάλιστα η προσευχή! Ε­πειδή διά της προσευχής ο άνθρωπος παραδίδει στον Θεό όλη την ψυχή και όλη την καρδιά και όλη την ζωή του και ό Θεός γίνεται υπέρμαχος του και ό προ­στάτης του. Τί μπορούν τότε να του κάμουν οι άνθρω­ποι και οι δαίμονες; Τίποτε! Τίποτε! Τίποτε! Γι’ αυτό και ό Κύριος μας επιτάσσει στο Ευαγγέλιο Του: «Α­διαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5, 17).

*Γιατί τόσο πολύ κακό στον κόσμο στις μέρες μας; Είναι επειδή οι άνθρωποι απέρριψαν το αποτελε­σματικότερο όπλο, το νικηφόρο όπλο το όποιο νικά το κάθε κακό με βεβαιότητα και σε όλα τα πεδία των μαχών, νικά την κάθε αμαρτία, τον κάθε δαίμονα και το όπλο αυτό είναι η προσευχή, η προσευχή και η νη­στεία. Είναι το αποτελεσματικότερο όπλο επειδή εί­ναι του Θεού, επειδή είναι του Χριστού, είναι το όπλο του μόνου αληθινού Θεού σε όλους τούς κόσμους.

*Γιατί ή Ευρώπη περιέπεσε στις μέρες μας σε τό­σα δεινά, σε τόσα αδιέξοδα; Είναι επειδή απέρριψε τον Χριστό, απέρριψε το ιερό Του Ευαγγέλιο, απέρρι­ψε το ανίκητο όπλο Εκείνου: την προσευχή και την νηστεία. Τα απέρριψε και ζητά να λύσει όλα της τα προβλήματα χωρίς τον Χριστό. Και μάλιστα, όχι μό­νο χωρίς τον Χριστό μα και αντίθετα από τον Χριστό. Μα όποιος μάχεται τον Χριστό και Θεό, εκείνος γίνε­ται σύντροφος των δαιμόνων. Και τί είναι αυτό πού απομένει από αυτό τον άνθρωπο μέσα σε ένα τέτοιο πό­λεμο; Πτώμα! Μονάχα πτώμα!

*Μέχρι πού ό Χριστός δεν φανερώθηκε στον γήι­νο κόσμο μας με το Ιερό Του Ευαγγέλιο, εμείς οι άν­θρωποι δεν γνωρίζαμε μήτε ποιό είναι το καλό μήτε και ποιό το κακό, μήτε τί είναι αλήθεια μήτε και τί εί­ναι ψέμα, ούτε τί είναι δίκαιο μα ούτε και τί είναι άδι­κο. Και το κυριότερο, δεν γνωρίζαμε ούτε τί σημαίνει καλός άνθρωπος. Μόλις με τον Χριστό τα γνωρίσαμε όλα αυτά: καλό είναι μονάχα αυτό πού προέρχεται από τον Κύριο και Χριστό και οδηγεί στον Κύριο. Το ίδιο και με την αλήθεια και με το δίκαιο. Και ποιος είναι ό καλός άνθρωπος; μόνον ό άνθρωπος του Χρι­στού είναι καλός, δηλ. με άλλα λόγια, μόνον ό Χρι­στιανός είναι αληθώς καλός άνθρωπος.

*Δεν υπάρχει τίποτε δυσκολότερο και πιο υπεύθυ­νο σε αυτό τον γήινο κόσμο από το καθήκον της χρι­στιανής μητέρας. Επειδή το κύριο καθήκον της είναι να εξασφαλίσει στα τέκνα της την αθανασία και την αιώνια ζωή. Αν τούς εξασφαλίσει αυτά, έχει εξασφα­λίσει για τον εαυτό της τον παράδεισο στους ουρα­νούς. Αν δεν το κατορθώσει όμως, ή ψυχή της θα κα­τρακυλήσει στην κόλαση όπου ο αιώνιος κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων.

*Κάθε άνθρωπος είναι ο αιώνιος αδελφός σου, ο αιώνιος συνάδελφος σου. Πρόσεχε λοιπόν πώς του συμπεριφέρεσαι! Πρόσεχε τί σκέφτεσαι περί αυτού! Πρόσεχε τί επιθυμείς γι’ αυτόν! Επειδή στην αιωνιό­τητα μέλλεις να ζήσεις μαζί με εκείνον. Γι’ αυτό, ας είναι όλα μέσα μας αθάνατα και αιώνια: ή αγάπη μας προς τον άνθρωπο, το αγαθό μας, ή αλήθεια μας, ή δι­καιοσύνη μας. Για να μην ντρεπόμαστε στον άλλο κό­σμο μήτε για την αγάπη μας μήτε για το καλό μας μή­τε για την αλήθεια μας μήτε και για την δικαιοσύνη μας ενώπιον του Κυρίου.

*Αν ή σκέψη του ανθρώπου δεν απολήγει στον Θεό, παραμένει λειψή και ατελής. Γι’ αυτό και στα­διακά ξηραίνεται, ώσπου στο τέλος μαραίνεται τε­λείως. Όσα ισχύουν για την ανθρώπινη σκέψη ι­σχύουν και για το συναίσθημα. Αν δεν γαντζωθεί στο Θεό, τότε και εκείνο εξατμίζεται γοργά, ξεψυχά ώ­σπου στο τέλος πεθαίνει. Αυτός ό νόμος ισχύει και για ολόκληρο τον άνθρωπο. Αν ή ύπαρξη του δεν κα­ταλήγει στον Θεό, παραμένει λειψή και ατελής. Πε­θαίνει σταδιακά μέσα του κάθε τί το μεγάλο και υψη­λό και παραμένει ότι ασήμαντο και μηδαμινό.

*Ή αθανασία του ανθρώπου ξεκινά από την σύλ­ληψή του μέσα στην κοιλία της μητέρας του. Και πό­τε αρχίζει ό παράδεισος και ή κόλαση του ανθρώπου; Από την ελεύθερη επιλογή για το θεϊκό αγαθό ή για το δαιμονικό κακό, για τον Θεό ή για τον διάβολο. Και ό παράδεισος μα και η κόλαση του ανθρώπου αρ­χίζουν εδώ από την γη για να συνεχιστούν αιώνια στην άλλη ζωή. Τί είναι ο παράδεισος; Είναι η αίσθη­ση της παρουσίας του Θεού. Άμα ο άνθρωπος αισθά­νεται εντός του τον Θεό, είναι ήδη στον παράδεισο, γιατί όπου είναι ο Θεός εκεί είναι και η Βασιλεία του Θεού, εκεί και ο παράδεισος. Από τότε πού ο Θεός Λόγος κατέβηκε στην γη και έγινε άνθρωπος, ο παρά­δεισος έγινε η αμεσότερη πραγματικότητα για την γη και τον άνθρωπο. Επειδή, όπου είναι ο Χριστός εκεί και ο παράδεισος.

*Κάθε πράγμα σε αυτό τον κόσμο είναι ένα κά­δρο στο οποίο ό Θεός έχει κορνιζώσει και από μία σκέψη του. Όλα τα πράγματα μαζί, συναποτελούν το πολύχρωμο μωσαϊκό των σκέψεων του Θεού. Βαδίζο­ντας από πράγμα σε πράγμα, διαβαίνουμε από την μια σκέψη του Θεού στην άλλη, από την μια αγιογραφία του Θεού στην επόμενη. Βαδίζοντας από άνθρωπο σε άνθρωπο, προχωρούμε από την μια εικόνα του Θεού στην άλλη. Ενώ ό Θεός στα πράγματα έχει κορνιζώ­σει τις σκέψεις Του, στον άνθρωπο κορνίζωσε την μορφή Του, την δική Του εικόνα.

«Ότι εν πλήθει σοφίας πλήθος γνώσεως και ό προστιθείς γνώσιν προσθήσει αλγημα» (Έκκλ. 1, 18). Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο από την σκέψη την ίδια. Δεν είναι κόλαση μεγαλύτερη από την σκέψη ή οποία είναι πλήρως αποκομμένη από τον Πλάστη και Θεό κάθε σκέψης, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Θεό Λόγο. Ή ανθρώπινη σκέψη χωρίς τον Κύριο και Χρι­στό δεν μπορεί να γνωρίσει μήτε τον εαυτό της μήτε και τον κόσμο γύρω της.

*Σοφία είναι το να ζει κανείς με ευαγγελική «ευ­ταξία», με ευαγγελική «ακρίβεια». Αφροσύνη πάλι εί­ναι το να ζει κάποιος διασκεδάζοντας ατάκτως, ανα­λώνοντας την ψυχή του σε αμαρτίες και πάθη. Σοφός εκείνος πού χτίζει το οικοδόμημα της ψυχής του στην τήρηση των ιερών εντολών του Ευαγγελίου. Άφρων είναι εκείνος πού πράττει το αντίθετο. Γιατί όλα όσα οικοδομούνται επάνω στον Ιησού Χριστό αντέχουν σε όλες τις καταιγίδες και φουρτούνες και στα δεινά των πειρασμών, της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Ότι πάλι οικοδομείται δίχως Χριστό και ερήμην του Χριστού και ενάντια στον Χριστό, εύκο­λα καταρρέει και συντρίβεται μόλις φανούν οι φουρτούνες των πειρασμών, των αμαρτιών και των παθών, μα κυρίως όταν φανούν ο άνεμος του θανάτου και του δαιμονισμού.

*Για μάς τούς Χριστιανούς, τούς φωτισμένους και διαφωτισμένους εν Χριστώ, τα πάντα σε αυτό τον κόσμο έχουν νόημα και αξία εφόσον αποτελούν μέ­σον και οδό προς την αιωνιότητα. Επειδή εμείς, βλέ­πουμε εκείνο πού δεν φαίνεται και ατενίζουμε το αό­ρατο. Ρυθμίζουμε όλη μας την ζωή μέσα στον χρόνο με βάση εκείνο πού είναι αιώνιο, το ανθρώπινο με βά­ση το Θεανθρώπινο. Όσο υπάρχει κάτι το αιώνιο μέ­σα στα όρια του χρονικού, συντηρούμαστε με αυτό. Όταν όμως αυτό εκλείπει, το αναζητούμε πέρα από τον χρόνο, στο Βασίλειο του ατελεύτητου και αορά­του. Ατενίζουμε τα πάντα υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλ. υπό το πρίσμα του Χριστού, αφού Εκεί­νος είναι ό αιώνιος Θεός και Κύριος.

*Ό αγώνας μας είναι ενάντια στους εχθρούς της αιωνιότητας και της αθανασίας μας. Αυτοί είναι: οι α­μαρτίες μας, τα πάθη μας, οι πόθοι μας, τα πνευματικά της πονηρίας (Έφ. 6, 12). Κάθε αμαρτία κλέβει και λί­γη από την αιωνιότητα μας και απονεκρώνει την αθα­νασία μας. Ας μη γελιόμαστε: ή φιλία με την αμαρτία είναι έχθρα με τον Θεό, έχθρα με τον Κύριο και Χρι­στό.

*Δίχως την πίστη στον Κύριο και Χριστό, δίχως την αναγέννηση εν Χριστώ τω Κύριο, δίχως την ζωή εν Χριστώ τω Κυρίω ό άνθρωπος είναι και παραμένει εργαστήριο δαιμόνων.

*Πώς μπορεί ό άνθρωπος να αποδείξει πώς σήμε­ρα είναι του Χριστού ενώ μέχρι χτές δεν ήταν δικός Του; Δίχως αμφιβολία, με καινές σκέψεις στην θέση των παλαιών, με καινά αισθήματα στην θέση των πα­λαιών, με καινές επιθυμίες στην θέση των παλαιών, με μια λέξη: με καινή ζωή στην θέση της παλαιάς και μάλιστα ζωή ευαγγελική και Θεανθρώπινη.

*Της φιλανθρωπίας του Χριστού ουκ έσται τέλος. Διότι ό Χριστός, για να αποκτήσουμε εμείς οι άνθρω­ποι την αιώνιο ζωή Του και να ζήσουμε εν Αύτώ, δεν μας ζητά να έχουμε μόρφωση, μήτε δόξα, μήτε πλούτο, μήτε και κάτι, το οποίο κάποιος από εμάς δεν κα­τέχει, παρά ζητά αυτό πού όλοι μας μπορούμε να έ­χουμε. Αυτό το κάτι είναι ή πίστη.

*Δίχως τον γλυκύτατο Κύριο και Χριστό είναι δί­χως νόημα, φοβερός και σύντομος ό επίγειος βίος, πο­λύ δε περισσότερο η αιωνιότητα πού είναι ατελείωτη και απεριόριστη. Όπου υπάρχει ό θάνατος εκεί αλη­θινή χαρά δεν υπάρχει. Μέσα στην βοή και τον χαλα­σμό της αμαρτίας, μέσα στην μέθη από την γλυκύτη­τα της αμαρτίας, οι άνθρωποι αναγορεύουν σε χαρές της ζωής πλείστες ανοησίες και ασήμαντα πράγματα. Γιατί είναι ανόητα και ασήμαντα όλα εκείνα που απο­μακρύνουν τον άνθρωπο από τον Κύριο και Χριστό, όσα δεν του εξασφαλίζουν την αθανασία και την αγιό­τητα του Χριστού.

*Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη από την αιωνιό­τητα δίχως Χριστό. Εγώ θα δεχόμουν με χαρά να εί­μαι στην Κόλαση μαζί με τον Χριστό (συγχωρήστε μου το παράδοξο) παρά στον Παράδεισο δίχως Χριστό. Γιατί όπου δεν είναι Εκείνος, τα πάντα μεταβάλλονται σε κατάρα, σε πίκρα και σε φρίκη.

*Ή κάθε ευαγγελική αρετή γίνεται στα χέρια του ορθοδόξου χριστιανού πινέλο με το οποίο ζωγραφίζει στην ψυχή του την εικόνα του Χριστού μέχρι να την ολοκληρώσει. Όταν δεις την ψυχή ενός τέτοιου αν­θρώπου, βλέπεις την εικόνα του Χριστού και λες μέσα σου: αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός τοποθέτησε στο σώ­μα του την εικόνα του Χριστού, έφτασε το ύψιστο νόημα της ζωής και πλούτισε πλούτο αδαπάνητο.

*Συχνά η εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο εί­ναι πλακωμένη από την λάσπη των ηδονών και το κα­τράμι των παθών, από τα αγκάθια της αμαρτίας και την ήρα των επιθυμιών. Γι’ αυτό λέγεσαι ορθόδοξος χριστιανός, για να καθαρίσεις όλα αυτά πάνω από την εικόνα του Θεού στην ψυχή σου και να λάμψει και πάλι ή εικόνα εκείνη με το θεϊκό της κάλλος. Αν το καταφέρεις αυτό, τότε θα αγαπήσεις τον άνθρωπο στην αμαρτία του γιατί ποτέ δεν θα εξισώσεις την αμαρτία με τον αμαρτωλό και το έγκλημα με τον εγκληματία. Πάντα θα ξέρεις να ξεχωρίζεις την αμαρτία από τον αμαρτωλό, να καταδικάζεις την αμαρτία και να σπλαχνίζεσαι τον αμαρτωλό.

*Ή αγιότητα αποτελεί την φυσική κατάσταση για την θεοειδή ανθρώπινη ψυχή και γι’ αυτό η αγιό­τητα μας θέλημα του Θεού εστί (Α’ Θεσ. 4, 3). Αυτό θέλει από εμάς ό Θεός, αυτό απαιτεί, σε αυτό συνίστα­ται όλο το θέλημα Του προς εμάς. Και εμείς ικανο­ποιούμε το θέλημα Του όταν πράττουμε αυτό πού εί­ναι άγιο, αυτό πού αγιάζει και φωτίζει.

*   Τί είναι οι Πράξεις των Αποστόλων; Είναι οι πράξεις του Χριστού τις όποιες επιτελούν οι Απόστο­λοι με την δύναμη Εκείνου ή καλύτερα, διά του Χριστού που είναι μέσα τους και ενεργεί δι’ αυτών. Και τί είναι οι Βίοι των Αγίων; Τίποτα περισσότερο από την προέκταση των Πράξεων των Αποστόλων. Μέσα τους έχουμε το ίδιο Ευαγγέλιο, την ίδια βιωτή, την ί­δια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια δύναμιν εξ ύψους, τον ίδιο Θεό και τον ίδιο Κύριο. Αυτή η προέ­κταση των ζωοποιών θείων δυνάμεων στην Εκκλησία του Χριστού διά των αιώνων και από γενεά σε γενεά αποτελεί την ζώσα Ιερά Παράδοση.

*Η διάνοια πού ζει και εκφράζεται μέσα από την αμαρτία, το κακό και τον θάνατο είναι κατάρα Θεού. Μεγάλη διάνοια – μεγάλη κατάρα. Με μια διάνοια δί­χως καλοσύνη και ευγένεια ό άνθρωπος είναι σωστός διάβολος γιατί ό διάβολος είναι μεγάλη διάνοια δί­χως ίχνος καλοσύνης και αγάπης. Άνθρωπος έξυπνος μα δίχως καλοσύνη και συμπόνια είναι κόλαση για την ψυχή και την καρδιά, κόλαση για όλη την ανθρω­πότητα.

Κάθε λογισμός και κάθε αίσθηση οδηγούν στα­διακά την ψυχή είτε προς τον παράδεισο είτε προς την κόλαση. Αν ό λογισμός είναι έλλογος, τότε συν­δέει τον άνθρωπο με τον Θεό Λόγο, με τον ύψιστο Λογισμό, με την Παναξία, πράγμα πού είναι ήδη ό παράδεισος. Εάν πάλι είναι άλογος ό λογισμός ή και παράλογος, τότε συνδέει αναπόφευκτα τον άνθρωπο με τον Παράλογο, τον Ανόητο, με τον διάβολο, πράγ­μα πού είναι ήδη ή κόλαση. Όσα ισχύουν για τον λο­γισμό ισχύουν και για τις αισθήσεις. Όλα αρχίζουν εδώ, από την γη: και ο παράδεισος μα και η κόλαση του ανθρώπου.

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/B8984782.el.aspx

Exit mobile version