Site icon Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου (+ 17 Οκτωβρίου 2002)

Γερόντισσα Λαμπρινή, ασκήτρια από τα Καλομόδια της Άρτας

Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου

Η θεία Λαμπρινή προσευχόταν και διάβαζε πολλές ώρες και κοιμόταν ελάχιστα.

Ὁ λόγος της ἦταν πάντα γιά τήν ὑπομονή. Ἔλεγε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά περάσουμε ἐδῶ μεγάλες δοκιμασίες, ἀκόμα καί μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένειά μας. Θά πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή, ἀγάπη, καί νά κάνουμε ἐλεημοσύνες». Σέ ὅσους εἶχαν οἰκογενειακά προβλήματα τούς παρακαλοῦσε νά μή διαλύσουν τήν οἰκογένειά τους. «Ὁ πειρασμός σᾶς βάζει», ἔλεγε.
Σέ νέους ποὺ τήν ἐπισκέπτονταν συμβούλευε: «Ἀποφάσισες νά παντρευτεῖς; Θά κάνεις ὑπομονή καί ὄχι μία, ἀλλά πολλές. Νά ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νά ἐξομολογεῖστε, νά κοινωνᾶτε καί νά προσεύχεσθε. Ὅταν κάνετε αὐτά, θά πᾶτε κοντά στόν Χριστό νά χαίρεστε γιά πάντα».

«Μεγάλη εὐλογία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού κάνει ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάνετε ἐλεημοσύνη δέν θά δίνετε αὐτό πού εἶναι γιά πέταμα, ἀλλά θά δίνετε γιά τόν ξένο καί τόν φτωχό τό καλύτερο. Οἱ γονεῖς νά μήν στενοχωροῦνται πού δέν ἔχουν ν’ ἀφήσουν περιουσία στά παιδιά τους, ἀλλά νά φροντίζουν γιά τήν κατά Θεόν πρόοδό τους καί τά ὑπόλοιπα θά τά τακτοποιήσει ὁ Θεός».

Ο καθηγητής μας ο θεολόγος για μισή ώρα προσπαθούσε να μας εξηγήσει τι είναι θαύμα και στο τέλος δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Η γιαγιά όταν την ρώτησα απάντησε:
Είναι πολύ απλό. «Ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό».

Η Παναγία με πήγε στην κόλαση και στον Παράδεισο

Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
-Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό…
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν…
Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι…
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.
Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:
– Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
– Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
– Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;

– Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις…
Εμένα,( έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
-«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
-«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω…
«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.
Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.
Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος…»

Προφητικά λόγια της Γερόντισσας Λαμπρινής Βέτσιου

«Η Ελλάδα, μια ώρα, οικονομικά θα πέσει έξω! Τα λεφτά θα εξευτελιστούν. Τυχεροί όσοι θα έχουν χρυσό (ως μέσο συναλλαγής) και ένα κομμάτι γης».
Τό 1990 μου είπε η γερόντισσα για το σπίτι μου :
Τι το θες παιδί μου τόσο μεγάλο σπίτι; Θα έρθει καιρός που θα βάλουν φόρο και στα βήματά σας μέσα σ’αυτό, και στα άτομα που θα είστε μέσα»!
(Τώρα έχουμε τεκμήριο διαβίωσης – φορολόγηση τετ. μέτρων και το χαράτσι).
-Τυχεροί όσοι θα μένουν σε καλύβες (μικρά σπιτάκια). Τα αυτοκίνητα θα τα αράξει ο κόσμος στις αυλές του!! Αν έχεις δουλειά θα δουλεύεις όλη μέρα, το μισό μεροκάματο θα το δίνεις για βενζίνη για να πάς στη δουλειά σου και το υπόλοιπο να ταΐσεις τα παιδιά σου και αν φτάσουν για να φάνε… Την αποθήκη που βάζει ο πατέρας σου το χόρτο για τα ζώα θα σε παρακαλάνε για να μείνουν μέσα!
Γεμάτος έκπληξη της είπα.
-Βρε γιαγιά, έχει ποντίκια μέσα!
Η γιαγιά όμως μου είπε:
– Όταν κάποιος δεν έχει που να βάλει την οικογένειά του, τα ποντίκια θα υπολογίσει; Αφού έριξε μια ματιά στον ουρανό με κοίταξε και μου είπε:
– Θα είναι άτομα από την Αθήνα και από άλλα μέρη, και από νησιά θα έρθει κόσμος!
– Πότε θα γίνουν αυτά γιαγιά;
-Δεν θα ζω εγώ τότε!

***

Είπε επίσης, το 1990:
-Θα σας αναγκάσουν να πάρετε μια κάρτα-ταυτότητα. Θα κάνετε όλες τις συναλλαγές σας με αυτή. Να μη την πάρετε, είναι του Αντιχρίστου. Όποιος την πάρει αμέσως ξεβαπτίζεται.
Είπε επίσης ότι θα αναγκάσουν τον κόσμο να πάρει τη κάρτα με διάφορους τρόπους. Αυτές, είπε, θα βγουν στον Βόλο.
Τα πράγματα θα αλλάξουν, δεν θα είναι όπως τώρα. Θα έρθει μεγάλη φτώχεια! Θα πουν, είσαι μακροχρόνια άνεργος, δικαιούσαι ένα βοήθημα οικονομικό, για να το πάρεις όμως θα πρέπει να έχεις την κάρτα-ταυτότητα. Εκεί θα εξαπατηθούν πολλοί… Σκέψου ένα πατέρα με τρία παιδιά που έχουν τρεις μέρες να φάνε. Θα τρέχει αμέσως να πάρει τη κάρτα, για να αγοράσει λίγα μακαρόνια, λίγα φασόλια… ( Εδώ ίσως δεν μιλάει για απλή τραπεζική κάρτα, αλλά για μια (υπερ) κάρτα-ταυτότητα).

***

Λόγια που έλεγε σε άτομα που ήταν κοντά της ή σε προσκυνήματα που πήγαινε

– Έρχεται μεγάλη φτώχεια. Ο ιδιωτικός τομέας θα σβήσει τελείως. Μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αντέξουν γιατί θα έχουν ένα μικρό σταθερό μισθό.

Η Ελλάδα μέσα στο έδαφός της έχει πολύ πλούτο, τόσο που εμείς οι Έλληνες έπρεπε να καθόμαστε και να πληρωνόμαστε.

Δεν υπάρχει ένας κυβερνήτης να αγαπάει πραγματικά την Ελλάδα.

Θα έχουμε και φασαρίες. Θα είσαι στο δρόμο με το αυτοκίνητό σου, θα πέφτουν καμιά δεκαριά άτομα πάνω σου, θα σε βγάζουν έξω και θα σου αρπάζουν ό,τι πολύτιμο έχεις. Θα σου παίρνουν το αυτοκίνητο και θα φεύγουν και δε θα τολμάς να μιλήσεις.
-Γιαγιά, δε θα υπάρχει αστυνομία;
-Δε θα λειτουργεί τίποτα τότε, παιδί μου.

– Θα βλέπετε ανθρώπους να πρήζονται και να πέφτουν κάτω από την πείνα. Αν μας ζητήσουν λίγη τροφή από αυτήν που έχουμε και δε δώσουμε και αυτός φεύγοντας πέσει και πεθάνει από την πείνα, είμαστε κι εμείς συνένοχοι στο θάνατό του.

– Ένα ωραίο πρωί θα βρείτε τις τράπεζες κλειστές.

– Σε ένα προσκύνημα τη ρώτησε μια γυναίκα τη γιαγιά.
Πότε θα γίνουν αυτά που λες;
Όταν θα κλείσω τα ματάκια μου, θα μετρήσετε είκοσι χρόνια αλλά όχι μόνο για την Ελλάδα, για όλον τον κόσμο. Θα είστε ένα αλαλούμ.

– Για την Τουρκία είπε:
-Όπως πρέπει να σκεπτόμαστε καθημερινά το θάνατο, έτσι πρέπει να σκεπτόμαστε και τον Τούρκο. Είναι πονηρός, άτιμος και ύπουλος. Θα μπει βράδυ μέσα.

– Οι άνθρωποι θα γίνουν εγωιστές, οξύθυμοι, χωρίς συναισθήματα.

– Θα έρθει καιρός που θα σκέπτεστε να ανάψετε το φως. Πολλοί θα βγάλουν και λυχνάρια.

– Θα σας επιβάλουν, να βάλετε κι άλλες οικογένειες στα σπίτια σας. Να προσεύχεστε να είναι Χριστιανοί, γιατί αλλιώς θα περάσετε πολλά δεινά.

– Θα δείτε τέτοια πείνα που δεν έχει ξανάρθει σε όλον τον κόσμο. Ο Κύριος δε θα εξαφανίσει το λάδι και το κρασί.
Θα βγάζετε τα λουλούδια από τις γλάστρες και θα φυτεύετε σιτάρι, καλαμπόκι και ντομάτες.

Πηγή: iconandlight.wordpress.com

Exit mobile version