Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου
Ὁ περιώνυμος πατὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἱερώνυμος (347-419) [1], γεννήθηκε στὴ Στριδώνα τῆς Δαλματίας τὸ 347 ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ χριστιανούς. Ἀρχικὰ φοίτησε στὴ Ρώμη, ὅπου διδάχθηκε ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ φιλολογία καὶ φιλοσοφία. Ἀργότερα περιῆλθε πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Στὴν Ἀκυληία συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν ἱστορικὸ τῆς Ἐκκλησίας Ρουφίνο, ἂν καὶ κατόπιν συγκρούσθηκε μαζί του κατὰ τὶς ὠριγενικὲς ἔριδες. Τὸ 379 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν Ἀντιοχείας Παυλίνο καὶ στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἀκροασθεῖ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Τὸ 382 μετέβη στὴ Ρώμη μὲ τοὺς Παυλίνο Ἀντιοχείας καὶ Ἐπιφάνιο Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, μὲ τὸν ὁποῖο ἔκτοτε συνδέθηκε στενά, καὶ κατέστη ἔνθερμος ὀπαδὸς καὶ ὑποστηρικτής του.
Κατὰ τὸ 385, ἐπειδὴ ὁ Ἱερώνυμος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρώμη, ἔρχεται μὲ τὴ συνοδία του στὴν Κύπρο, ὅπου ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος τοὺς ὑποδέχεται καὶ φιλοξενεῖ μὲ φιλοφροσύνη. Τὴν Κύπρο ἐπισκέφθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἡ Ρωμαία συγκλητικὴ καὶ μαθήτρια τοῦ Ἱερωνύμου, ὁσία Παῦλα. Γιὰ τὴν προσκυνηματικὴ αὐτὴ ἐπίσκεψη τῆς ὁσίας Παύλας στὴν Κύπρο θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἱερώνυμος τὰ ἑξῆς στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο πρὸς αὐτὴν (Ἐπιστολὴ 108, Ad Eustochium, Epitaphium sanctae Paulae).
«… Μετὰ τὴ Ρόδο καὶ τὴ Λυκία, τέλος ἔφθασε στὴν Κύπρο, ὅπου, προσπίπτοντας στὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ ἀξιοσεβάστου Ἐπιφανίου, φιλοξενήθηκε ἀπὸ αὐτὸν γιὰ δέκα ἡμέρες· ὄχι ὅπως αὐτὸς (ὁ Ἐπιφάνιος) νόμιζε γιὰ ἀνάπαυση, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν. Διότι ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ μοναστήρια στὴν περιοχή του (στὴν ἐπαρχία του), καὶ ἔδωσε σ᾽ αὐτά, ὅσο εἶχε τὴ δυνατότητα, σημαντικὴ ἀναψυχὴ (ἐλεημοσύνη) στοὺς (ἐκεῖ ἀσκουμένους) ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς (‘Eπιφανίου) εἶχε συναθροίσει ἐκεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Κατόπιν, μετὰ ἀπὸ σύντομο ταξίδι, ἀφίχθηκε στὴ Σελεύκεια…».
Ἀπὸ τὴν Κύπρο ὁ Ἱερώνυμος μεταβαίνει στὴν Παλαιστίνη καὶ κατόπιν ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Παλαιστίνη, ἐγκαθίσταται μόνιμα στὴ Βηθλεὲμ κατὰ τὸ 386, ὅπου ἱδρύει δύο μονές, μία ἀνδρική, τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ ἴδιος, καὶ μία γυναικεία, τῆς ὁποίας ἡγουμένη ἔθεσε τὴν ἀνωτέρω ὁσία Παῦλα. Ἀνέλαβε ἔτσι τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν δύο μονῶν, καταγινόμενος ταυτόχρονα σὲ μελέτες καὶ συγγραφές.
Τὸ 394, ὅταν ὁ Μέγας Ἐπιφάνιος μετέβη στὴν Παλαιστίνη, λειτούργησε στὴ μονή του στὴν Ἐλευθερόπολη καὶ χειροτόνησε πρεσβύτερο τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφὸ τοῦ Ἱερωνύμου, Παυλινιανό. Στὴν ἔριδα καὶ κρίση, ποὺ ἐπακολούθησε, μεταξὺ Ἐπιφανίου Κύπρου καὶ Ἰωάννου Ἱεροσολύμων, ὁ Ἱερώνυμος συντάχθηκε μὲ τὸν πρῶτο, μεταφράζοντας ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικὰ σχετικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἐπιφανίου, ποὺ διασώθηκε (ἡ σήμερα γνωστὴ ὡς 51η Ἐπιστολὴ τοῦ Ἱερωνύμου).
Ἡ δόξα τοῦ Ἱερωνύμου ἔγκειται κυρίως στὸ ὅτι κατέστησε προσιτοὺς τοὺς θησαυροὺς τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς γραμματείας στὴ Δύση. Τὸ σημαντικώτερο ἴσως ἔργο του εἶναι ἡ ἐπιθεώρηση καὶ ἡ ἐν μέρει ἐκ νέου ἐπεξεργασία τῆς ἀρχαίας λατινικῆς μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ἡ Βουλγάτα. Ὁ Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ κατὰ τὸ 419/420 στὴ Βηθλεέμ, ἀπὸ ὅπου τὸ ἱερό του λείψανο μετακομίσθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰ. στὴ Ρώμη καὶ κατατέθηκε στὸν ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.
Ἡ μνήμη του στὴ Δύση τιμᾶται στὶς 30 Σεπτεμβρίου, ἐνῶ στὴν ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς 15 Ἰουνίου.
Ὁ ὅσιος Ἱερώνυμος συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸν Μεγάλο Ἐπιφάνιο καὶ ἀποτελεῖ σύγχρονη καὶ ἀξιόπιστη πηγὴ γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του, γι᾽αὐτὸ καὶ ἀναφέρεται σ᾽ αὐτὸν σὲ διάφορα ἔργα του.
Περαιτέρω, ὀ ὅσιος Ἱερώνυμος ἀποτελεῖ τὸν βασικὸ βιογράφο τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος, βάσει πληροφοριῶν ποὺ συνέλεξε ἀπὸ μαθητὲς τοῦ ἁγίου, ὅταν κατὰ τὸ 385 ἐπισκέφθηκε περιοχὲς τῆς Παλαιστίνης, καθὼς καὶ κάποια Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου, δίκην Ἐγκωμίου πρὸς τὸν Ἱλαρίωνα, ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τοῦ Βίου του (ἡ Ἐπιστολὴ δυστυχῶς δὲν σώζεται). Λήγοντος τοῦ 392 ὁ Βίος αὐτὸς εἶχε ἤδη μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Σωφρόνιο, φίλο τοῦ Ἱερωνύμου (Σιαμάκης, Ἱερωνύμου De viris illustribus, §134, σσ. 266-267). Ἡ μετάφραση αὐτὴ ἀποτέλεσε τὴ βάση τῶν σωζομένων σήμερα ἑλληνικῶν Βίων τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος (BHG 751z-756n). Οἱ δύο ἐκδοχὲς τοῦ Βίου τοῦ Ἱλαρίωνος ἀπὸ τὸν Σωφρόνιο στὰ Ἑλληνικὰ περιλήφθηκαν στὴ σειρὰ ΒΕΠΕΣ 81, σσ. 67-127.
Σημείωση: Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἀνωτέρω βίου προέρχονται ἀπὸ τὴν πρόσφατα ἐκδεδομένη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ συγγραφέα, Ἰωακείμ, Φώτιος, ἀρχιμανδρίτης, Οἱ ἀρχιεπίσκοποι Σαλαμίνος–Κωνσταντίας τῆς Κύπρου (4ος-10ος αἰ.). Τόμ. Α. Βίος, ἁγιότητα, ἔργα, (ἐκδ.) Θεομόρφου, Λευκωσία Κύπρου 2023.
[1] Ἡ σχετικὴ γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου βιβλιογραφία τυγχάνει ἰδιαίτερα ἐκτεταμένη. Ἐδῶ παραπέμπουμε ἐνδεικτικὰ στὰ ἑξῆς λήμματα καὶ ἔργα, ὅπου καὶ περαιτέρω ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία: Clavis Patrum Latinorum 580-642· Κωνσταντίνος Σιαμάκης, Ἱερωνύμου De viris illustribus· Φώτιος Ἰωαννίδης, Γραμματολογία Δύσης, σσ. 122-127.