Ο άγιος πατήρ ημών Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846, στη Σηλυβρία της Θράκης, απο γονείς φτωχούς, αλλά ευσεβείς χριστιανούς, τον Δήμο και τη Μαρία Κεφαλά. Το βαπτιστικό του ήταν Αναστάσιος και από μικρος έδειξε μεγάλη ευλάβεια και βαθειά αγάπη για τη μελέτη.Όταν η μητέρα του τού μάθαινε τον 50οψαλμό, εκείνος αρεσκόταν να επαναλαμβάνει τον στίχο: Διδάξω ανόμους τας οδούς σου… (Ψαλμ. 50, 15).
Αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα του, στάλθηκε από τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του, εργαζόμενος ταυτόχρονα ως υπάλληλος σε κατάστημα. Το νεαρο αγόρι έμενε απερίσπαστο από την τύρβη του κόσμου και ενασχολουνταν μονάχα με το να οικοδομεί εντός του νυχθημερόν τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον κατ’ εικόνα του Χριστού, με την προσευχή και την εμβάθυνση στα γραπτά των αγίων Πατέρων. Σε ηλικία είκοσι χρόνων άφησε την Κωνσταντινούπολη για να γίνει δημοδιδάσκαλος στη νήσο Χίο. Εκεί ενθάρρυνε τη νεολαία και τους κατοίκους του χωριού προς την ευλάβεια και την εργασία των αρετών, όχι μόνον με τα λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του δικού του βίου, βίου ασκήσεως και προσευχής.
Επιθυμώντας από παλαιά να ασπασθεί την ισάγγελο πολιτεία, έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος, στις 7 Νοεμβρίου 1876, στο περίφημο μοναστήρι της Νέας Μονής. Αναζητώντας μονάχα τα άνω, υπόδειγμα πραότητας και υπακοής, έγινε αγαπητός σε όλους τους αδελφούς και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος. Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευλαβούς κατοίκου της Χίου και εν συνεχεία με την προστασία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιου, μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα και να λάβει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1885 έφθασε στην Αλεξάνδρεια, όπου σύντομα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, στη συνέχεια δε μητροπολίτης Πενταπόλεως (παλαιάεπισκοπή που αντιστοιχεί στην άνω Λιβύη). Ιεροκήρυκας και γραμματέας του Πατριαρχείου, διετέλεσε επίσης και πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Παρα τα αξιώματά του, ο Νεκτάριος δεν έχασε τίποτα από την ταπεινοφροσύνη του και γνώριζε πώς να μεταδίδει στο πνευματικό ποίμνιό του τον ζήλο για τις ευαγγελικές αρετές. Ηαγάπη όμως και ο θαυμασμός που του έδειχνε ο λαός απέβησαν εις βάρος του. Με πειρασμό του διαβόλου, ορισμένα μέλη του Πατριαρχείου, φθονώντας τις επιτυχίες του, τον διέβαλαν λέγοντας πώς ήθελε να κερδίσει την εύνοια του λαού, με σκοπό να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας. Ο άγιος δεν ζήτησε να βρει το δίκιο του, αλλά εναπόθεσε την εμπιστοσύνη του στην επαγγελία του Χριστού, ο οποίος είπε: Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού (Ματθ. 5, 11). Εκδιώχθηκε έτσι από την έδρα του και έφυγε για την Αθήνα, όπου βρέθηκε μόνος, αγνοημένος, καταφρονημένος, στερούμενος ακόμη και τον επιούσιο άρτο, γιατί δεν ήξερε να φυλάξει τίποτε για τον εαυτό του, και τους πενιχρούς του πόρους τους μοίραζε στους φτωχούς. Εγκαταλείποντας το αρχικό του σχέδιο να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, ο πράος και ταπεινός μιμητής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προτίμησε να θυσιάσει την αγάπη του για την ησυχία, χάριν της σωτηρίας του πλησίον του. Παρέμεινε ιεροκήρυκας για λίγα χρόνια (1891-1894) και στη συνέχεια διορίσθηκε διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικης Σχολής, η οποία είχε σκοπό την εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων. Η βαθειά του γνώση των Γραφών, των αγίων Πατέρων, ακόμη και των θύραθεν επιστημών, και η ανάπλεη πραότητος αυθεντία του στην καθοδήγηση ανθρώπων του επέτρεψαν να προσδώσει στο ίδρυμα τούτο μια υψηλή πνευματική και ηθική ποιότητα. Ο άγιος ιεράρχης επιφορτίσθηκε με τη διεύθυνση και τα μαθήματα της Ποιμαντικής, δίχως να διακόψει το ασκητικό του πρόγραμμα, τη μελέτη των Γραφών και την προσευχή, προσθέτοντας μάλιστα τα υψηλά καθήκοντα του κηρύγματος και της τακτικής τελέσεως των ιερών Μυστηρίων εντός της σχολής, αλλά και στην περιοχή των Αθηνών.
Είχε οικειότητα με τους αγίους και την Παναγία πού συχνά του φανερώνονταν κατά τη Θεία Λειτουργία ή στον ύπνο του.
Το σώμα του αγίου παρέμεινε θαυματουργικά άφθαρτο περισσότερο από είκοσι χρόνια, αναδίδοντας ουράνια και λεπτή ευωδία. Στα 1953, όταν έλυωσε τελικά κατά τους φυσικούς νόμους, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του και διαπιστώθηκε τότε ότι αναδυόταν έντονα η ίδια ευωδία. Δεν έπαυσε έκτοτε να χαροποιεί τους πιστούς που πλησιάζουν τα τίμια αύτα λείψανα, δίνοντάς τους τη διαβεβαίωση ότι ο άγιος Νεκτάριος βρήκε τη θέση του κοντά στον Θεό, στις μονές των αγίων.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδ. Ίνδικτος. Αναδημοσίευση από: Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραϊκή Εκκλησία», Έτος 19ο, Αριθμός Φύλλου 209, Νοέμβριος 2009