
Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. (Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.
Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος».
***
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός, φιλάσθενος, τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο τη νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο Όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον Παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στη ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ όταν κάποια ημέρα, ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: “Γέροντα, δεν ακούς κάτι;” “Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;” “Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!” Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος, μέσα στην απλότητά του, έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στη Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893 αρρώστησε, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης και εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή, ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του».
Πηγή: iconandlight
***
Διήγηση του ιερομονάχου π. Βαρνάβα, της σκήτης της Όπτινας στην Ρωσία, για τον τούρκο αξιωματικό που έγινε χριστιανός και αργότερα μοναχός στη σκήτη με το όνομα π. Νικόλαος (1820-1983) στον συγγραφέα Σέργιο Νείλο .
Μία απ’ αυτές τις νύχτες ήλθε στο κελί μου ένας μοναχός μας, ο μακαρίτης Νικόλαος, που τον φωνάζαμε Τούρκο. Ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος. Πάντα ντροπαλός, σιωπηλός, ασθενικός. Προσπαθούσε να είναι μακριά από τους ανθρώπους, παρόλο που εμείς τον αγαπούσαμε πολύ.
Δεν επισκεπτόταν κανενός το κελί ούτε την ημέρα, ούτε πολύ περισσότερο τη νύχτα. Γι’ αυτό, όταν ήλθε να με βρει μες στη νύχτα, παραξενεύτηκα. Με είχε προειδοποιήσει ο π. Ανατόλιος γι’ αυτόν και μου είχε πει ότι θα έλθει να με βρει. Μάλιστα, με κατατόπισε χαρακτηριστικά ως εξής:
– Ξέρεις, εδώ στη σκήτη ο Θεός μάς έδωσε μια μεγάλη ευλογία, να έχουμε ανάμεσά μας το δικό μας άγιο Ανδρέα, τον διά Χριστόν σαλό.
– Ποιον, άγιε πατέρα; ρώτησα:
– Ναι, έχουμε έναν τέτοιο άνθρωπο ο οποίος “είτε εν σώματι… είτε εκτός του σώματος… ο Θεός οίδεν», ταξίδεψε στις ουράνιες μονές, στον Παράδεισο. Είναι ο Τούρκος μας. Κι εγώ θα σου δώσω την ευλογία να έλθει στο κελί σου. Θα τον ρωτήσεις, θα τον ακούσεις με προσοχή και θα γράψεις ό,τι σου πει. Μόνο, ό,τι μάθεις απ’ αυτόν να μην το πεις σε κανέναν, πριν ο άνθρωπος αυτός αναχωρήσει για τον ουρανό. Αυτά μου είχε πει ο π. Ανατόλιος. Έτσι κι έγινε.
Μια νύχτα με φεγγάρι, ο δούλος του Θεού, υπακούοντας στην εντολή του πνευματικού του, ήλθε στο κελί μου και με σπαστά ρωσικά μου μίλησε για την εμπειρία του και μου περιέγραψε τις ουράνιες μονές, τις οποίες του έδειξε ο φύλακας άγγελος του. Τι όμορφη ήταν αυτή η περιγραφή του!
Η καρδιά μου σκιρτούσε πλημμυρισμένη από ανείπωτη χαρά κι ελπίδα. Τα λόγια του έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα στόμα του. Το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο φωτεινό, μέχρι που έφτασε στο σημείο να λάμπει μ’ ένα ανεξήγητο εσωτερικό φως. Τότε φοβήθηκα, αλλά κι ένιωσα μια ουράνια χαρά. Το τι μου διηγήθηκε, θα τα βρείτε στο βίο του αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού.
Για μένα το πιο σημαντικό τότε ήταν ότι έβλεπα την αιώνια δόξα που αποτυπώθηκε στο λαμπερό πρόσωπο του αγίου του Θεού. Έτσι μπορούσε να μιλάει μόνον ο αληθινός πιστός, που βλέπει τα αόρατα, αυτά που δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Εγώ, το μόνο που έκανα ήταν να τον παρακαλώ, με μια φωνή που κοβόταν από συγκίνηση, να μη σταματάει αλλά να συνεχίζει να μιλάει.
Όταν πάντως τέλειωσε τη διήγησή του, μου είπε μ’ ένα τρυφερό και φωτεινό χαμόγελο:
– Λοιπόν, τι άλλο θέλεις να μάθεις; Τι άλλο θέλεις να σου πω; Θα ‘ρθει ν καιρός και όλ’ αυτά θα τα δεις και συ. Τι να σου πω και πώς να σου πω; Στην ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, για να σου περιγράψω τι γίνεται εκεί. Ούτε υπάρχουν στη γη τέτοια χρώματα σαν αυτά που είδα εκεί. Πώς να σου το περιγράψω;
Να, άκουσε τι θα σου πω. Ξέρεις τι σημαίνει καλή μουσική. Λοιπόν, εγώ άκουσα αυτή τη μουσική και την ακούω και τώρα· είναι στ’ αυτιά μου και την τραγουδάει η καρδιά μου. Τώρα που σου μιλάω συνεχίζω να την ακούω, ενώ εσύ δεν την ακούς. Πώς, με ποια λόγια θα μπορούσα να σου περιγράψω αυτή τη μουσική;
Να την καταλάβεις απ’ τα λόγια μου δεν μπορείς. Αφού δεν την ακούς μαζί μου, πώς μπορείς να χαίρεσαι μαζί μου αυτή τη μουσική; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έτσι κι αυτά που είδα, είναι αδύνατο να τα περιγράψω σε άνθρωπο. Αρκούν για σένα αυτά που σου είπα. Έτσι είναι, όπως σου τα είπα.
Αυτά τα τελευταία λόγια τα τόνισε με τέτοια δύναμη, σαν να ήταν μια απειλή. Σε λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Νικόλαός μας και μόνο μετά το θάνατό του ο π. Ανατόλιος μας είπε ότι ήταν άγιος άνθρωπος.
Μη νομίζετε ότι ήταν κοινός θνητός, γιατί σ’ έναν απλό, κοινό θνητό ο Θεός δεν δείχνει τέτοια χάρη και έλεος. Ο Νικόλαός μας ήταν μάρτυρας για τον Χριστό και για την ομολογία του αγίου ονόματος του Θεού. Όταν μετά την κοίμησή του τον πλύναμε, είδαμε ότι όλο το σώμα τον ήταν γεμάτο φoβερές πληγές. Εκεί στην πατρίδα του, όπως καταλάβαμε, οι συμπατριώτες του έκοβαν από το δέρμα του ολόκληρα λουριά. Κι όλ’ αυτά γιατί πίστεψε και ακολούθησε τον Χριστό.
Τον πίεζαν και τον βασάνιζαν ν’ αρνηθεί τον Σωτήρα μας, αλλά αυτός δεν Τον αρνήθηκε. Αργότερα, με τη βοήθεια τον Θεού απέφυγε πολλά άλλα μαρτύρια και σώθηκε από τους βασανιστές του καταφεύγοντας στη Ρωσία. Σε μας, στην Όπτινα, τον έστειλε ο π. Αμβρόσιος. Τον έφεραν άρρωστο κάποιοι καλοί άνθρωποι. Γνωρίζαμε γι’ αυτόν μόνον ο π. Αμβρόσιος κι εγώ, ο ανάξιος πνευματικός του…”.
Από το βιβλίο του στάρετς Βαρσανουφίου, “Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, κατά κόσμον Γουσούφ Αμπντούλ Ογκλί”