Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
(Ὁμιλία στὸν Φιλανθρωπικὸ Σύνδεσμο Γυναικῶν περιοχῆς Πεδινῆς, στὴν αἴθουσα τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Ἁγίας Μαρίνας Ξυλιάτου, τὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, 16.04.2016)
Σᾶς μεταφέρω καταρχὴν τὶς εὐχὲς καὶ εὐλογίες τοῦ πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας, ὁ ὁποῖος δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ παραστεῖ σήμερα ἐδῶ, καὶ μοῦ ἀνέθεσε νὰ κάνω τὴ σημερινὴ ὁμιλία.
Ἐπειδὴ διανύουμε τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, περίοδο κατεξοχὴν ἀγώνα πνευματικοῦ, ἀγώνα μίας κατὰ τὴν ἑκάστου δύναμη συμμετοχῆς στὸ Πάθος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, γιὰ νὰ μετάσχουμε καὶ στὴν Ἀνάστασή Του, ἀλλὰ καὶ ἐνόψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ξαναζήσουμε τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μέσα ἀπὸ τὶς κατανυκτικώτατες Ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν, σκέφθηκα νὰ μοιραστοῦμε σήμερα κάποιες σκέψεις ἐπάνω στὸ κεφαλαιῶδες στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θέμα τοῦ Σταυροῦ: Πρῶτα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν τοῦ σταυροῦ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ μαθητῆ τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τὸ τρισευλογημένο ὄργανο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Τριαδικός μας Θεός, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός Του, ποὺ ἐξέπεσε μὲ τὴν παρακοὴ ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου καὶ ἐξορίστηκε στὴ γῆ τούτη, ποὺ βλαστάνει «ἀκάνθας καὶ τριβόλους», καὶ ὅπου πάσχει πάθη, θλίψεις, ἀσθένειες καί, τέλος, τὸν θάνατο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει «εἰς γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη», εὐδόκησε νὰ σαρκωθεῖ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του γιὰ τριάντα τρία ἔτη, νὰ ὑποστεῖ τὰ φρικτὰ ἐκεῖνα πάθη καὶ τὸν θάνατο, τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς. Τὸ ὅτι δὲ ἦταν στὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸ σταυρικὸ Πάθος τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτῆ, ἐμφαίνεται σαφέστατα σὲ γεγονότα καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα, ὁ ἴδιος ὁ Κ. ἡ. Ἰησοῦς Χριστὸς πρῶτος καὶ κατόπιν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἑρμήνευσαν τυπολογικά, ὅπως λέμε, ὅτι δηλαδὴ προτύπωναν τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τρία μόνο παραδείγματα-γεγονότα, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴ δύσκολη ἐκείνη πορεία τῶν Ἰσραηλιτῶν μέσα στὴν ἔρημο, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη, ποὺ διάρκεσε σαράντα χρόνια.
α. Μία ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος στοὺς ἀγνώμονες Ἑβραίους γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει νὰ μετανοήσουν, ἦταν κι αὐτή: Σ’ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ ἔστειλε δηλητηριώδη φίδια, ποὺ τοὺς δάγκωναν καὶ θανάτωναν. Ὅταν μετανόησαν καὶ ταπεινώθηκαν ἐκεῖνοι οἱ σκληροτράχηλοι, παρακάλεσε ὁ Μωυσῆς τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει τρόπο νὰ σωθοῦν. Καὶ ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος εἶπε στὸν Μωυσῆ νὰ κατασκεύασει ἕνα χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ προσδέσει ἐγκάρσια ἐπάνω σὲ ἕνα ξύλο, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ τοῦ εἶπε νὰ σταθεῖ σ’ ἕνα ψηλὸ σημεῖο καὶ νὰ πεῖ στοὺς Ἰουδαίους ὅτι, ὅποιον δαγκώσουν τὰ φίδια, νὰ γυρίζει νὰ βλέπει τὸ χάλκινο φίδι, ποὺ θὰ κρατοῦσε ὁ Μωυσῆς ὑψωμένο ψηλά. Καὶ πράγματι, ὢ τοῦ θαύματος, ὅποιος στὴ συνέχεια ἔκανε ἔτσι, δὲν πέθαινε, ἀλλ’ ἀμέσως θεραπευόταν. Σὲ τοῦτο τὸ ἱστορικὸ γεγονός, πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀναφέρθηκε ὡς προτύπωση τοῦ Σταυρικοῦ Του Πάθους: «καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3, 14). Γιατί, πράγματι, ὅποιος ἀτενίσει μὲ πίστη τὸν Χριστό μας, ποὺ ἑκουσίως ὑψώθηκε στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὅπου μᾶς ἁγίασε καὶ ἔσωσε μὲ τὸ αἷμα Του, τὰ δηλητηριώδη φίδια τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας δὲν τὸν θανατώνουν πιά! Γιατὶ μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησή μας, μὲ τὴ Χάρη τῆς ἀπολύτρωσης, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ Σταυρικὸ Πάθος, λαμβάνουμε τὴ θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας! Δόξα τῇ ἁγίᾳ Σταυρώσει Σου, δόξα τοῖς ἀχράντοις Σου Πάθεσι, Κύριε!
β. Στὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ Μωυσῆς κτύπησε μὲ τὴ ράβδο του τὴ θάλασσα ὀριζόντια, καὶ αὐτὴ ἄνοιξε στὰ δύο, ὥστε νὰ τὴ διαβεῖ ὁ λαός του. Ἀφοῦ λοιπὸν πέρασε καὶ ὁ τελευταῖος Ἑβραῖος, ξαναχτύπησε τὴ θάλασσα μὲ τὴ ράβδο του κάθετα, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ τοὺς καταδιωκόμενους ἔσωσε, ἐνῶ τοὺς διῶκτες Αἰγυπτίους καταπόντισε.
γ. Ὅταν κάποτε κινδύνευαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ ἐπίθεση τῶν Ἀμαληκιτῶν, εἰδωλολατρικοῦ λαοῦ ποὺ κατοικοῦσε στὴν περιοχὴ μεταξὺ Σινᾶ καὶ Παλαιστίνης, ὁ Μωυσῆς ἀνέβηκε σὲ κάποιο ὕψωμα, ὥστε νὰ τὸν βλέπει ὅλος ὁ λαός, καὶ στάθηκε σὲ προσευχή, μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια του, σχηματίζοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καί, ὅσο εἶχε τὰ χέρια του ἁπλωμένα, νικοῦσαν στὸν πόλεμο οἱ Ἑβραῖοι, ἐνῶ ὅταν τὰ κατέβαζε ἀπὸ κούραση, ἡττῶνταν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς Ὤρ καὶ Ἀαρὼν καὶ τοῦ ὑποβάσταζαν ἁπλωμένα τὰ χέρια, μέχρι ποὺ νίκησαν τοὺς ἐχθρούς τους.
Ἡ δύναμη λοιπὸν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὄχι μόνο προτυπώθηκε σ᾽ αὐτὰ καὶ σὲ ἄλλα γεγονότα τῆς ἐποχῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ἐνεργοῦσε σωστικά, ἰαματικὰ καὶ λυτρωτικά!
Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι τὸ Σταυρικὸ Πάθος τοῦ Κυρίου ἦταν ἑκούσιο: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὅπως θεολογικώτατα ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ· «Ὁ Χριστὸς δὲν ἔρχεται μόνον γιὰ νὰ διδάξει ‘‘ὡς ἐξουσίαν ἔχων’’ καὶ νὰ ‘‘γνωρίσει’’ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς (δηλ. νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος). Ἦλθε νὰ πάθει καὶ νὰ ἀποθάνει, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπανειλημμένες διαβεβαιώσεις ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωκε στοὺς μαθητές Του… Καί, ὄχι μόνο εἶχε προφητεύσει τὰ ἐρχόμενα Πάθη του, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔλεγε ξεκάθαρα ὅτι ‘‘πρέπον ἐστὶν’’ νὰ πάθει καὶ νὰ ἀποθάνει: ‘‘Καὶ ἤρξατο αὐτοὺς διδάσκειν, ὅτι δεῖ τὸν Υὶὸν τοῦ Ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν’’ (Μᾶρκ. 8, 31)… Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωκε περὶ τοῦ θανάτου Του τὴν ἑξῆς σαφῆ μαρτυρία: ‘‘ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον (στὸν κόσμο) εἰς τὴν ὥραν ταύτην’’(Ἰω. 12, 27) (γιὰ τὴν ὥρα δηλ. τοῦ Πάθους Του). Τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ὁδηγεῖ σὲ ἀμηχανία καὶ τὴ σκέψη καὶ τὴν αἴσθηση. Εἶναι ἀκατανόητο καὶ παράδοξο: ‘‘θέαμα φρικτόν’’. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου ὑπῆρξε μία συνεχὴς ἄσκηση ὑπομονῆς, μακροθυμίας, εὐσπλαγχνίας, ἀγάπης… Παρὰ ταῦτα ἡ σωτηρία ὁλοκληρώνεται στὸν Γολγοθᾶ· ὄχι στὸ Θαβώρ.» (Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Πρωτοπρ., «Ὁ Σταυρικὸς Θάνατος», στό: Μελετίου, Μητροπολίτου Νικοπόλεως (ἐπιμ.), Ἀνατομία Προβλημάτων Πίστεως, (ἐκδ.) Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006, σ. 62).
Καὶ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὴν πανανθρώπινη ἁμαρτία Μόνος, καὶ παρατάσσεται μὲ τὸν διάβολο ἐν τῇ ἄκρᾳ κενώσει Του καὶ τὸν νικᾶ κατὰ κράτος. Μὲ τὸ Πάθος Του ὁ Χριστός μας ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἰάτρευσε τὴν παρήκοη βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ τοῦ ξύλου, τοῦ δένδρου δηλ. ἐκείνου στὸν Παράδεισο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» (Γεν. 3, 17). Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πλέον τὴν ἑνοποιὸ δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας. Ἂν τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἔγινε πρόξενος κακοῦ καὶ διάστασης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἕνεκα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων στὴ θεία ἐντολή, τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε σημεῖο ἐπανένωσης τῶν ἀνθρώπων στὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὰ δύο ξύλα, ποὺ συνθέτουν τὸν σταυρὸ (κάθετο καὶ ἐγκάρσιο), συμβολίζουν τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεὸ (κάθετο ξύλο), καθὼς καὶ τὴν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους (ἐγκάρσιο ξύλο). Ἔτσι, ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους περνᾶ κατ᾽ ἀνάγκην μέσα ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Τὸ ἐγκάρσιο ξύλο παριστᾶ, ἐπίσης, τὰ δύο χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνοιγμένα, ἀγκαλιάζοντας ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἑνοποιὸς δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἀδελφοποιεῖ λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους, δημιουργώντας τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης.
Μὲ τὸ ἄχραντο αἷμα Του, ποὺ ἔχυσε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρό, τὸν ἁγίασε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ χάρη Του. Τὴ χάρη νὰ ἰατρεύει ἀσθενεῖς, νὰ κατευνάζει τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, νὰ φωτίζει καὶ νὰ φυλάττει τοὺς ἀνθρώπους. Βεβαίως, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔσωσε καὶ ἀνέπλασε τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ σύνολη τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του, μὲ ἀποκορύφωμα ὅμως τὸ Σταυρικό Του Πάθος καὶ τὴ ζωηφόρο Του Ἀνάσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς λειτουργικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς της ζωῆς. Βλέπετε, στὸν ναό, παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Σταυρός: Στὸ εἰκονοστάσι, στὴν ἁγία Τράπεζα, στὴν Πρόθεση, ὅπου καὶ ἡ ἀποκαθήλωση. Καὶ ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέα, ποὺ ἁγιάζει, ποὺ ἱερουργεῖ ὅλα τὰ Μυστήρια, μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ χορηγεῖται. Καὶ αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ ἀποτελεῖ πνευματικῶς καὶ μυστηριωδῶς τὴν ἐπανάληψη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας στὴ γῆ, ἀποκορύφωμα ἔχει τὴ θυσία Του, τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός Του ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, ποὺ ἐπέχει τὸν τόπο τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ.
Ἀκόμη, ἐπίκεντρο τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ὅπως τὶς ἀποκαλοῦμε, εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί, στὴ συνέχεια, ἡ Ἀνάστασή Του. Ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο, σὲ κάθε ἑβδομάδα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε δύο ἡμέρες νὰ εἶναι ἀφιερωμένες στὰ ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου: Τὴν Τετάρτη, ἡμέρα προδοσίας καὶ σύλληψης τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ Πάθους καὶ τῆς Σταύρωσής Του. Γι’ αὐτὸ καὶ θεσπίστηκε νηστεία κατὰ τὶς δύο αὐτὲς ἡμέρες. Καί, βεβαίως, ἡ Κυριακὴ καθιερώθηκε ὡς ἡ ἡμέρα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἐδῶ, νὰ σᾶς παραθέσω ἕνα κείμενο περὶ τοῦ Σταυροῦ, τοῦ συγχρόνου ὁσίου, ὁμολογητοῦ καὶ μεγάλου Σέρβου θεολόγου, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀπὸ τὴν κόλαση. Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ ‘‘δύναμη τοῦ Θεοῦ’’ καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινη δύναμη καὶ ἀνθρώπινη δόξα. [Διότι, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ρήση τοῦ Χριστοῦ, «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 13, 31), ποὺ εἶπε μόλις ἔφυγε ὁ Ἰούδας ἀπὸ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο γιὰ νὰ σκευωρήσει τὴν προδοσία Του, ἀναφερόταν στὸ ἐπικείμενο τότε Πάθος καὶ τὸν Σταυρό Του]. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων, θεμέλιο τῶν Μαρτύρων, θεμέλιο τῶν Ὁμολογητῶν, θεμέλιο τοῦ ἀσκητισμοῦ, θεμέλιο τῆς ἁγιωσύνης· μὲ μία λέξη, θεμέλιο ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς θεοποίησης. Ναί, εἶναι ‘‘ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ’’, μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι νικοῦν ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ κακά.»
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὰ ἅγια Πάθη του, μᾶς χάραξε δρόμο καὶ τρόπο ζωῆς. Ὅπως διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε μιμητὴς τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους, καθὼς τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Ρώμη σταυρωθεὶς κατὰ κεφαλῆς, «εἰ ἀγαθοποιοῦντες καὶ πάσχοντες ὑπομενεῖτε, τοῦτο χάρις παρὰ τῷ Θεῷ. εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Πέτρ. Α´, 2, 20-21). Δηλ. «ἂν κάνετε τὸ καλὸ καὶ ὑπομένετε ὑποφέροντας, τοῦτο ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Διότι σ᾽ αὐτὸ ἔχετε κληθεῖ, ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ χάρη μας, ἀφίνοντάς μας παράδειγμα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε στ᾽ ἀχνάρια Του». Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπέλεξε τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ σταυροῦ, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἐπιλογὴ γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, παρὰ ἡ μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ. Καί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, οἱ πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες στὴ ζωή μας ἀποτελοῦν τὴ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἴμαστε γνήσια παιδιά Του καὶ ὄχι νόθα. Ἀποτελοῦν ἐπίσκεψη Θεοῦ καὶ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ποθεῖ τὴ σωτηρία, τὸν ἁγιασμό μας.
Θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ ἐντρυφήσουμε γιὰ λίγο στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ ἄρσεως τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8, 34-37).
Ἡ βαρυσήμαντη λοιπὸν αὐτὴ περικοπὴ ἀρχίζει μὲ τὰ σπουδαιότατα καὶ γεμάτα βαθὺ νόημα λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀκόλουθός μου, μιμητὴς δηλαδὴ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς μου, πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ σηκώσει ἔπειτα τὸν σταυρό του καὶ ἔτσι νὰ μὲ ἀκολουθήσει.» Ἐδῶ ὁ Κύριός μας δὲν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς νὰ φτιάξει ὁ καθένας ἕνα σταυρό, τὸν ὁποῖο νὰ κουβαλεῖ παντοῦ στὸν ὦμο του. Ὄχι! Ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πρῶτα αὐταπάρνηση, δηλαδὴ νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, «τὸν φθειρόμενο κατὰ τὴν ἀπάτη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ στὴ συνέχεια νὰ σηκώσουμε τὸν σταυρό μας, δηλαδὴ νὰ συννεκρωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Τί σημαίνει τοῦτο, καὶ πῶς γίνεται; Συννέκρωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄρση τοῦ σταυροῦ, σημαίνει νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ κάνουμε πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, νὰ ἀποδεχόμαστε τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες, τὶς ἀσθένειες, ποὺ στέλνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ σηκώνουμε λοιπὸν καὶ τὸν ἑκούσιο σταυρό, δηλαδὴ νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴ δική μας θέληση τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, μὲ νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη, συγχωρητικότητα, ταπείνωση, ἀγάπη, καὶ νὰ γινόμαστε ἔτσι νεκροὶ πρὸς τὰ πάθη καί, ταυτόχρονα, νὰ δεχόμαστε μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία τὶς ἀκούσιες θλίψεις στὴ ζωή μας, ὡς ἐρχόμενες μὲ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Ἀκούσιος σταυρὸς εἶναι ἀκόμη τὰ πάθη καὶ οἱ ποικίλες ἀδυναμίες, ποὺ ὁ καθένας μας κουβαλᾶ, εἴτε κληρονομικά, εἴτε ἐπίκτητα, καὶ ἐνάντια στὰ ὁποῖα ὀφείλει διὰ βίου νὰ ἀντιπαρατάσσεται καὶ νὰ τὰ καταπολεμεῖ. Καὶ πάντοτε, ἀσφαλῶς, ὁ πιστὸς νὰ ἀποβλέπει στὸν Λυτρωτή, ποὺ σήκωσε τὸν βαρύτερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Χριστός μας διασαφηνίζει ἀμέσως στὴ συνέχεια τὸ σὲ τί συνίσταται ἡ ἄρση τούτη τοῦ Σταυροῦ. «Ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του», εἶπε, «θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀποβάλει, νὰ νεκρωθεῖ δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴ ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Κι ὅποιος ἔτσι νεκρωθεῖ, χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ σώσει τὴν ψυχή του.»
Στὴν Ἐκκλησία, ἀδελφοί, ἔχουμε τρεῖς διαστάσεις, ἂν μπορέσουμε νὰ τὶς χαρακτηρίσουμε ἔτσι: Τὸν Σταυρό, τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἐσταυρωμένους, δηλαδὴ ἐμᾶς τοὺς βαπτισθέντας χριστιανούς. Γιατὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας αὐτῆς εἶναι «ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐνανθρώπησής Του», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο. Καί, ὅπως γράφει ὁ θεηγόρος Παῦλος καὶ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Ἀφοῦ λοιπὸν φέρουμε μέσα μας τὸν Χριστό, γίναμε Χριστοφόροι μὲ τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος, καὶ μάλιστα τῆς Θείας Κοινωνίας, χρειάζεται καὶ ὁ προσωπικός μας ἀγώνας, νὰ μιμηθοῦμε τὸ κατὰ δύναμη τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ἄρα κι ἐμεῖς νὰ σταυρωθοῦμε. Ἀλλὰ πῶς, θὰ ἐρωτήσει κάποιος; Πῶς θὰ ἐφαρμοσθεῖ αὐτό, ποὺ κηρύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «κόσμος ἐμοὶ ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ»; Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀδελφοί, ὁ ἀγώνας τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ ἐκεῖ σταδιακὰ στοχεύει: Νὰ ἀγωνίζεται δηλαδὴ νὰ νεκρώνει τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὰ πάθη, τὶς ἐπιθυμίες, τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου τούτου. Διότι σταύρωση, σημαίνει ἀκινησία, πόνος καί, τέλος, θάνατος τοῦ ἐσταυρωμένου. Ἔτσι κι ἐμεῖς: Πρέπει νὰ νεκρώνουμε «τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ γῆς», νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ἐνεργοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἔστω καὶ μὲ κόπο, μὲ πόνο ψυχῆς, καὶ ἔτσι νὰ γινόμαστε ὡσὰν νεκροὶ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι τοῦ Σταυροῦ καὶ τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεώς Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετοχὴ στὰ ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ, κι ὄχι μιὰ στείρα συναισθηματικὴ λύπη γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο, ὅπως συνηθίζεται στοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἔννοια τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου σοφοῦ ρητοῦ· «Ἂν πεθάνεις πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἂν νεκρώσεις τὰ πάθη σου καὶ νεκρωθεῖς γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἐνόσω ἀκόμη ζεῖς, δὲν θὰ πεθάνεις τὸν δεύτερο καὶ αἰώνιο θάνατο, ὅταν ἀποθάνεις σωματικά.
Στὴ συνέχεια τῆς ἐν λόγῳ περικοπῆς, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἀναδεικνύει τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀνυπολόγιστη ἀξία κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, λέγοντας πὼς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε ὅλος ὁ κόσμος μαζὶ δὲν ἀποτελεῖ ἰσότιμο ἀντάλλαγμα μιᾶς ψυχῆς. Τοῦτο ἀκριβῶς ἀναδεικνύει τὴ μέγιστη ἀξία τῆς ψυχῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ψυχὴ εἶναι θεία, καὶ μετέχει τῆς θεϊκῆς εὐγένειας, κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο, τίποτα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπώλειά της, δηλαδὴ ἡ παράβαση τοῦ θείου θελήματος καὶ ἡ ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία, δὲν ἐξαγοράζεται μὲ κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ ἀπώλεια, ἂν παραμείνει κάποιος ἀμετανόητος, καθίσταται ὁριστικὴ μὲ τὸν θάνατο. Καὶ εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀθανάτων ψυχῶν μας, ποὺ ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς ἔπαθε στὸν Σταυρὸ καὶ ὑπέμεινε τὸν ἀτιμωτικότερο θάνατο τῆς ἐποχῆς Του. Τὸ χυμένο στὸν Σταυρὸ πανάχραντο Αἷμα Του μᾶς ἔγινε ἀπολύτρωση. Φθάνει ὅμως νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ μέλη ζωντανά, ἐνεργά, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια, γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴ Χάρη αὐτὴ τῆς ἀπολυτρώσεως.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ τεράστια ἀξία τῆς ψυχῆς μας καθορίζει φυσικὰ καὶ τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Δημιουργό. Ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς παρούσας ζωῆς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς θείας, τῆς ἀληθινῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε «σωτηρία τῆς ψυχῆς». Καὶ χρειάζεται ἀγώνας καὶ κόπος, γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε τοῦτο, πάντοτε ἀσφαλῶς μὲ τὴ συνέργεια τῆς θείας Χάρης. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγώνας, νὰ μὴν αἰχμαλωτιστοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ μάταιου τούτου κόσμου. Γιατί, ὅπως θεόπνευστα ὁρίζει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «κάθε τι τὸ ἐφάμαρτο στὸν κόσμο τοῦτο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ κενοδοξία τῆς κοσμικῆς ζωῆς», πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν διάβολο.
Μὲ τὸ ἄχραντο Πάθος Του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ Κύριος καθαγίασε, ὄχι μόνο τὸν Τίμιο Σταυρό του καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ θλίψη, τὴν ὀδύνη. Καὶ ὅταν ὁ πιστὸς προσλάβει τὸν ὅποιο ἀκούσιο σταυρὸ τοῦ ἀποστείλει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν ἀγκαλιάσει καὶ τὸν ἀποδεχτεῖ μὲ πίστη καὶ ταπείνωση καὶ εὐχαριστία στὸν Ἐσταυρωμένο Δεσπότη, τότε ἁγιάζεται ἡ ὅποια δοκιμασία του, ἁγιάζεται καὶ ὁ ἴδιος καὶ γίνεται μέτοχος τοῦ Θεοῦ, κοινωνὸς τῆς θείας δόξας.
Τὸ δῶρο τοῦ κόσμου, τῆς παρούσης ζωῆς, εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ εὐλογήσει καὶ ἁγιάσει μὲ τὸν σταυρό, γιὰ νὰ γίνει μέσο σωτηρίας καὶ ἁγιασμοῦ. Χωρὶς σταυρό, ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, τὰ θεωρεῖ αἰώνια, καὶ ἔτσι κινδυνεύουν νὰ γίνουν αἴτια αἰώνιας ἀπώλειας. Μὲ τὸν σταυρὸ στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά, ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ σᾶς παραθέσω ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα σχετικὸ -θεόπνευστο πραγματικὰ- κείμενο ἑνὸς μεγάλου Ρώσου διδασκάλου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἔζησε τὸν 19ο αἰώνα, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, ἐπισκόπου Σταυρουπόλεως (1807-1867).
«Ὅσο ὁ σταυρὸς παραμένει μόνο δικός μας, εἶναι πολύ βαρύς. Ὅταν μεταβληθεῖ σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐξαιρετικὰ ἐλαφρός. ‘‘Γιατὶ ὁ ζυγός μου εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρό’’, εἶπε ὁ Κύριος.
Ὁ σταυρὸς τοποθετεῖται στοὺς ὤμους τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς ἀναγνωρίσει πὼς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ σηκώνει ὀρθὰ τὸν σταυρό του, ὅταν παραδέχεται ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ μεταμόρφωση του, τὴν ὁμοίωση του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία του.
Ἡ καρτερικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ καθαρὴ θέαση καὶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση δὲν ὑπάρχει αὐταπάτη. Ἀπεναντίας, ἂν ὁμολογεῖς πὼς εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ βαρυγκωμᾶς γιὰ τὸν σταυρό σου, ἀποδεικνύεις πὼς ἔχεις ἐπιφανειακὴ γνώση τῆς ἁμαρτωλότητάς σου καὶ βρίσκεσαι μέσα στὴν αὐταπάτη. Ἡ καρτερική ἄρση τοῦ σταυροῦ σου εἶναι ἡ πραγματικὴ μετάνοια.
Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε μπροστὰ στὸν Κύριο πὼς οἱ ἀποφάσεις Του εἶναι ἀλάθητες. Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου, δικαίωσε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ λάβεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Καρφωμένος στὸν σταυρό, ὁμολόγησε τὸν Χριστό, καὶ θ᾽ ἀνοιχθοῦν γιὰ σένα οἱ πύλες τοῦ παραδείσου (ὅπως στὸν ἐκ δεξιῶν συσταυρωμένο ληστή).
Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, δόξασε τὸν Κύριο, ἀποδιώχνοντας ὡς ἄνομο καὶ βλάσφημο κάθε λογισμὸ παραπόνου καὶ γογγυσμοῦ.
Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, εὐχαρίστησε τὸν Κύριο γι᾽ αὐτὸ τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο Του, τὴ δυνατότητα δηλαδὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ Τὸν μιμηθεῖς μὲ τὶς ὀδύνες σου.
Καρφωμένος στὸν σταυρό σου, νὰ θεολογεῖς -γιατὶ ὁ σταυρὸς εἶναι τὸ ἀληθινό σχολεῖο, τὸ μοναδικό θησαυροφυλάκιο καὶ ὁ ὕψιστος θρόνος τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας. Δίχως σταυρὸ δὲν ὑπάρχει ζωντανὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
‘‘Μὴ ζητᾶς τὴν τελειότητα τοῦ νόμου τῆς ἐλευθερίας (δηλ. τοῦ Εὐαγγελίου) σὲ ἀνθρώπινες ἀρετές, γιατὶ τέλειος ἄνθρωπος μ᾽ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς δὲν ὑπάρχει. Ἡ τελειότητα εἶναι κρυμμένη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ’’, ὅπως θεόπνευστα ἀποφαίνεται ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλεται ὁ σταυρὸς τοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτὸς τὸν σηκώνει μὲ εἰλικρινὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ἔρχεται ἡ πνευματικὴ παρηγορία. Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία γίνονται πλούσιες πηγὲς ἀσύλληπτης καὶ ἄφθαρτης χαρᾶς, ποὺ κοχλάζει εὐεργετικὰ μέσα στὴν καρδιά, ξεχύνεται στὴν ψυχή, ἁπλώνεται στὸ σῶμα, κυριεύει ὅλη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους ἀσήκωτος. Γιὰ τὸν μαθητὴ καὶ ἀκόλουθο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ ἀνέκφραστης πνευματικῆς εὐφροσύνης. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ εὐφροσύνη, ποὺ ἐξουδετερώνει ἐντελῶς τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο.
Ἡ νεαρὴ μάρτυς Μαύρα εἶπε στὸν σύζυγό της Τιμόθεο, ὅταν ἐκεῖνος, ὑπομένοντας μὲ καρτερία φοβερὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὴν καλοῦσε στὸ μαρτύριο: ‘‘Φοβᾶμαι, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ δειλιάσω, ὅταν ἰδῶ τὰ βασανιστικὰ ὄργανα καὶ τὸν ὀργισμένο ἡγεμόνα· φοβᾶμαι μήπως λυγίσω, ἐπειδὴ εἶμαι νέα.’’ Καὶ ὁ Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε: ‘‘Νὰ στηρίξεις τὴν ἐλπίδα σου στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὰ βασανιστήρια θὰ γίνουν λάδι, ποὺ θὰ χυθεῖ πάνω στὸ σῶμα σου, θὰ γίνουν πνοὴ δροσιᾶς, ποὺ θὰ σὲ ἀνακουφίσει ἀπὸ τοὺς πόνους σου’’. Ὅπως καὶ ἔγινε!
Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τῶν Ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ὁ θεραπευτὴς τῶν παθῶν καὶ ὁ ἐξολοθρευτὴς τῶν δαιμόνων.
Θανατηφόρος εἶναι ὁ σταυρός τους γιὰ ὅσους δὲν φρόντισαν νὰ τὸν μεταβάλουν σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ὅσους βαρυγκωμοῦν ἐνάντια στὴ Θεία πρόνοια, γιὰ ὅσους παραδίνονται στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση. Οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ἑπομένως οὔτε καὶ μετάνοια, πεθαίνουν γιὰ πάντα πάνω στὸν σταυρό τους καὶ στεροῦνται, ἀπὸ ἔλλειψη αὐτογνωσίας καὶ καρτερίας, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Οἱ ψυχές τους κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων μόνο νεκρές, γιὰ νὰ ριχθοῦν στὸν αἰώνιο τάφο, στὴ φυλακὴ τοῦ ᾅδη.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σταυρωμένο σ᾽ αὐτὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, καρφωμένος στὸν σταυρό του καὶ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὶς σκέψεις του στραμμένες στὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του ζεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ θεωρεῖ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.»
Νομίζω πὼς στὴ συνάφεια αὐτὴ εἶναι καλὸ νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἑρμηνεία ὁρισμένων ὑπομνηματιστῶν τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, ἀναφορικὰ μὲ «τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου (δηλ. τοῦ ἀντιχρίστου) ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ», τὸ περίφημο ΧΞϚ´, ποὺ ἀποδίδεται σὲ ὁρισμένα χειρόγραφα καὶ ὁλογράφως, ὡς ἑξακόσια ἑξήκοντα ἕξ. Κάποιες λοιπὸν συμβολικὲς ἑρμηνεῖες ἐκλαμβάνουν τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀριθμοῦ ΧΞϚ ὄχι ὡς ἀριθμούς, ἀλλὰ ὡς γράμματα, τὰ ὁποῖα θεωροῦν εἴτε ἀρχικὰ εἴτε συντμήσεις λέξεων καὶ προτείνουν τὰ ὅσα κατὰ τὴ γνώμη τους ἀντιστοιχοῦν. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἑρμηνεῖες εἶναι ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἀντιχρίστου σημαίνει «Χριστὸς ξενίζων σταυροῦ», ἢ «Χριστὸς ξένος σταυροῦ». Ὁ ἀντίχριστος δηλαδὴ θὰ προτείνει στοὺς ὀπαδούς του ἕνα τρόπο ζωῆς ξένον σταυροῦ, μία ζωὴ χωρὶς σταυρό, ἤτοι «τὴν πλατείαν πύλην καὶ εὐρύχωρον ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ἀπώλειαν» (Ματθ. 7, 13).
Γιὰ νὰ καταλήξουμε, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ διὰ βίου παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων, σωτηρία, ἀνάσταση, δὲν ὑπάρχει χωρὶς σταυρό. Τῆς ἀνάστασης προηγεῖται ἀπαραίτητα ὁ σταυρός. Ὁ σταυρὸς εἶναι πρόξενος τῆς νῦν καὶ τῆς αἰώνιας εὐφροσύνης: «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἀλλά, ἐνῶ στὸν κάθε ἄνθρωπο χορηγεῖται ἕνας σταυρός, πολυσύνθετος συνήθως, γιὰ τὸν ἁγιασμό του, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του, δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι μέσῳ τοῦ σταυροῦ του σώζεται. Θὰ σωθοῦμε, ἐὰν ἀποδεχθοῦμε τὸν ὅποιο σταυρὸ ὡς δῶρο Θεοῦ (ὅπως λέγει ὁ θεηγόρος Παῦλος, «ὅτι ἡμῖν ἐχαρίσθη, τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» [Φιλ. 1, 29]), ὡς τρόπο συσταύρωσης καὶ συννέκρωσης μαζί Του, γιὰ νὰ συζήσουμε μαζί του αἰώνια. Ἐὰν δηλαδὴ ἀπεργαστοῦμε τὸν σταυρό μας, ὡς Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς εὔχομαι εὐλογημένη Μεγάλη Ἑβομάδα καὶ Καλὴ Ἀνάσταση!