Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ζ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 8, 41-56).
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Ἀλλ’ ἐπειδή, κατὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα φιλόσοφο Ἀντισθένη, «ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», δηλαδὴ ἀρχὴ τῆς γνώσεως εἶναι ἡ ἐξέταση καὶ μελέτη τῶν ὀνομάτων τῶν πραγμάτων, ἂς εἰποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸ τί εἶναι θαῦμα. Ἡ λέξη αὐτὴ παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα θαυμάζω, ποὺ σημαίνει ἀπορῶ, ἐξίσταμαι, ἐκπλήττομαι. Τὸ θαῦμα εἶναι ἕνα γεγονός, ποὺ προκαλεῖ ἀπορία, θαυμασμό, ἔκπληξη. Στὴν Ἐκκλησία μας θαῦμα ἀποκαλοῦμε μία ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μία δυναμική Του παρέμβαση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καταργεῖ, ἢ μᾶλλον ὑπερβαίνει τοὺς ὅρους τῆς φύσης, τοὺς ὁποίους ἀσφαλῶς ὁ Ἴδιος ἔθεσε, μὲ σκοπὸ τὴν ὠφέλεια, τὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ τῶν ἀνθρώπων. Τὸ θαῦμα ἐνεργεῖ ὁ Κύριος, πολὺ συχνὰ μὲ τὶς ἱκεσίες τῆς Παναγίας ἢ τῶν ἁγίων μας, ὅταν καὶ ὅπως ὁ Ἴδιος θελήσει, καὶ μὲ ἀπώτερο σκοπό, ὄχι νὰ προκαλέσει τὸν ἁπλὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὴ σωτηρία τους.
Θαύματα ἔγιναν, γίνονται καὶ θὰ συνεχίζουν νὰ γίνονται μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Καὶ οἱ πλεῖστοι πιστοὶ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουν ὁ καθένας νὰ καταθέσει τὴ μαρτυρία του γιὰ κάποιο θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη, Χάριτι Θεοῦ, στὴ ζωή του. Καὶ φυσικά, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση, οὐδέποτε πρέπει νὰ ζητοῦμε ἢ νὰ ἀπαιτοῦμε θαύματα ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ θαυμαστὲς ἐμφανίσεις καὶ ὁράσεις. Πάντοτε καὶ γιὰ ὅλα, μὲ πίστη, ὑπομονή, ταπείνωση καὶ ἐλπίδα, παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, τὴν Παναγία μας καὶ τοὺς ἁγίους γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας καὶ τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλὰ τὰ ἐναποθέτουμε ὅλα στὴν Πρόνοια τὴν πατρικὴ καὶ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ποὺ γνωρίζει σὲ κάθε περίπτωση πολὺ καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς τὸ πραγματικό μας συμφέρον, τὸ τί εἶναι ἑκάστοτε γιὰ μᾶς ὠφέλιμο καὶ σωτήριο, ἢ ἐπιβλαβὲς καὶ ἐπιζήμιο.
Θαύματα ὑπάρχουν μικρά, ὑπάρχουν καὶ μεγάλα. Σὲ ὅλες ὅμως τὶς περιπτώσεις, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ τὴν εὐεργεσία, ἀνταποκρινόμενη βεβαίως σὲ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση: Στὴν ὁλόψυχη, στὴν ἀδιάκριτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀναφέρει συχνὰ ὁ Χριστός μας στὸ Εὐαγγέλιο: «ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως καὶ μὴ διακριθῆτε», δηλαδὴ ἂν ἔχετε πίστη τόσο μικρή, ὅσο ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ, ἀλλὰ νὰ εἶναι πίστη ἀκράδαντη καὶ ἀναμφίβολη, «ὅσα ἂν αἰτήσησθε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε». Ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, τόσο τὴν Παλαιά, ὅσο καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, περιτρέχει τὸ θέμα τῆς πίστης, δηλαδὴ τῆς ἀκλόνητης ἐμπιστοσύνης, ὄχι μόνο στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάθε πλάσμα καὶ ὕπαρξη ξεχωριστά.
Τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ μας σὲ μιὰ τέτοια θερμὴ καὶ χωρὶς ταλάντευση καὶ ἀμφιβολία πίστη παρουσιάζουν καὶ ἀποτελοῦν ξεκάθαρα καὶ τὰ δύο θαύματα τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Ὁ Κύριος, στὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τοῦ Ἰουδαίου ἀρχισυναγώγου ποὺ τὸν κάλεσε μὲ δάκρυα καὶ πίστη νὰ θεραπεύσει τὴ μελλοθάνατη θυγατέρα του, συναντᾶ πλήθη ἀνθρώπων: «Οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν». Τόσο ἀσφυκτικὰ τὸν κύκλωναν οἱ ὄχλοι, ποὺ σὰν νὰ τὸν πνίγανε, μὲ τὸν συνωστισμό, τὰ σπρωξίματά τους. Ὅλοι θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, νὰ τὸν θαυμάσουν. Γιατὶ ὅλοι εἶχαν ἀκούσει καὶ ἰδεῖ θαυμαστὰ γεγονότα στὸ πρόσωπό Του. Μὰ σωστά, δηλαδή μὲ ἀκράδαντη πίστη, ἐλπίδα, μόνο μία ψυχὴ τὸν πλησίασε ἥσυχα καὶ ταπεινὰ μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος: Μία βασανισμένη γιὰ δώδεκα χρόνια γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη αἱμόρροια, ποὺ κανένας ἰατρὸς δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ θεραπεύσει, παρόλο ποὺ ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε τὸ εἶχε ξοδεύσει σ’ αὐτούς. Ἀλλ’ ἦταν παρὼν ὁ μέγας, ὁ ἀληθινὸς Ἰατρός. Καὶ μόλις μὲ τέτοια πίστη ἄγγιξε ἀπὸ πίσω τὸ κάτω μέρος τοῦ χιτώνα Του, ἀμέσως ἔλαβε τὴ Χάρη, τὴν ἴαση. Καὶ ὁ Χριστὸς —τί παράδοξο!— ρωτάει ἀμέσως: «Ποιός μὲ ἄγγιξε;» Παραξενεύονται ὅλοι γιὰ τὴν ἐρώτησή Του. Καὶ ὁ Πέτρος, ὁ πάντοτε ζωηρός, ποὺ πάντα προέτρεχε, ἀμέσως ἀπαντάει: «Κύριε, οἱ ὄχλοι σὲ συνθλίβουν ἀπ’ τὰ σπρωξίματα, καὶ ρωτᾶς ποιός σὲ ἄγγιξε;» Μὰ ὁ Χριστὸς ἤξερε γιατί ἐρωτοῦσε: Γιὰ νὰ μὴ μείνει τὸ θαῦμα κρυμμένο, οὔτε καὶ ἀπαρατήρητη ἡ πίστη τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ψυχῆς. Κι αὐτή, τρέμοντας καὶ φοβισμένη, ἀποκαλύπτει τὸ γεγονὸς τῆς θαυμαστῆς της ἴασης μπροστὰ σ’ ὅλο τὸ πλῆθος, γιὰ νὰ ἀκούσει τὴ γλυκεία τοῦ Δεσπότου φωνὴ νὰ τὴν ἐπιβραβεύει καὶ ἐπαινεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα μου, ἡ πίστη σου στάθηκε σωτηρία σου. Πήγαινε εἰρηνικὰ στὸ σπίτι σου». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο Του ὁ Κύριος, καὶ ἔρχεται κάποιος ἀπ’ τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ φέρνει τὸ θλιβερὸ μήνυμα: «Μὴν ταλαιπωρεῖς πιὰ τὸν ἅγιο Διδάσκαλο καὶ Ἰατρό. Πέθανε ἤδη ἡ κόρη σου»! Μὰ ὁ Κύριος δὲν ἀφήνει τὸν καλὸ Ἰάειρο ἀστήρικτο. Τὸν στερεώνει καὶ πάλι στὴν πρώτη του πίστη: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Μόνο κράτα τὴν πίστη σου γερὰ καὶ θὰ σωθεῖ τὸ κορίτσι σου»! Ἡ πίστη καὶ πάλιν θριάμβευσε: Ὁ Κύριος ἀνέστησε τὴ νεκρὴ σὰν ἀπὸ ὕπνο. Καί, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ἀμέσως τὸ θαῦμα, πὼς δὲν ἤτανε φαντασία, πρόσταξε νὰ τῆς δώσουνε κάτι νὰ φάει.
Ἡ πίστη λοιπόν, ἀδελφοί, εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ἀγωγὸς τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο: Χωρὶς πίστη, οὔτε τὸν Θεὸ εὐαρεστοῦμε, οὔτε καὶ λαμβάνουμε τίποτα ἀπ’ Αὐτόν. Οἱ ὄχλοι, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, τοῦ πρόσφεραν συνήθως τιμὴ σωματική. Ἡ αἱμορροῦσα Τοῦ πρόσφερε εὐλάβεια καὶ λατρεία τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς της. Αὐτὸ ζήτησε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεός, αὐτὸ καὶ στὴν Καινή Διαθήκη: Τὴν πίστη καὶ ἀγάπη σ’ Αὐτόν, «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Ἀλλά, θὰ ἐρωτήσει κάποιος, πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴ θερμουργὴ καὶ ζωντανὴ πίστη; Ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, βλέποντας τὴ φύση, τὴν κτίση, τὴ δημιουργία, ὁδηγεῖται στὸν Δημιουργό. Τί εἶπε ὁ πρῶτος Ἀμερικανὸς ἀστροναύτης, ὅταν πρὶν πεντῆντα περίπου χρόνια βγῆκε στὸ διάστημα; Τί ἀπάντησε, ὅταν κάποιοι δημοσιογράφοι τὸν ρώτησαν εἰρωνικά, ἂν εἶδε πουθενὰ τὸν Θεό; «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2). Καὶ φυσικὰ ἡ πίστη αὐτὴ αὐξάνει μὲ τὸν προσωπικὸ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, Χάριτι Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μάτια πνευματικά, θὰ βλέπει παντοῦ, γύρω του, στὴ ζωή του, τὴν παρουσία καὶ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὴν πίστη, ἀδελφοί, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει φῶς, χαρά, εἰρήνη, ἀνάπαυση ψυχῆς. Πληροφορεῖται αἰσθητά, ἀνάλογα μὲ τὴν πρόοδό του, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ἀντίθετα, στὴν ἀπιστία καὶ ἐμπαθὴ ζωὴ, ὁ ἄνθρωπος γεμίζει σκοτάδι, λύπη, ταραχή. Σημεῖο, ὅτι ζεῖ καὶ φρονεῖ λανθασμένα.
Ἂς παρακαλοῦμε καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Χριστό, ὅπως ὁ πατέρας ἐκεῖνος τοῦ σεληνιαζομένου παιδιοῦ, νὰ μᾶς αὐξάνει καὶ ἐνισχύει τὴν πίστη: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Ἂς κρατοῦμε πάντοτε καὶ παντοῦ γερὰ τὴν πίστη μας, μάλιστα στὶς δύσκολες μέρες, ποὺ ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ζοῦμε. Κι Αὐτὸς εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων. Δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, οὔτε στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, οὔτε στὴ μέλλουσα, ἂν ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημά Του. Καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει, ἂν ἔτσι ζοῦμε, ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, τῆς μακαρίας Του ἐκείνης φωνῆς: «Εὖ, δοῦλε, ἀγαθὲ καὶ πιστέ, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!