Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου
Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ
Ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀπευθυνόμενος κάποτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς τοὺς μαθητές Του, σύμφωνα μὲ μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (Ἰω. 15, 17-27, 16, 1-2), μαζὶ μὲ τὴν ὑψηλὴ ἠθικὴ διδασκαλία του, θαυμαστὰ συναρμοσμένη μὲ ἀποκάλυψη θείων δογμάτων τῆς Πίστης μας, τοὺς ὁμίλησε προφητικὰ καὶ γιὰ τὸ μέλλον τους. Καὶ οἱ λόγοι καὶ οἱ προφητικὲς αὐτὲς ρήσεις τοῦ Κυρίου, ἔχουν ταυτόχρονα μία διαχρονικὴ ἰσχὺ καὶ ἐνέργεια.
Ἐκεῖ λοιπὸν προφητεύει ὁ Δεσπότης στοὺς μαθητές Του, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, στὸν βαθμὸ ποὺ πίστευσαν στὴ διδασκαλία Του, θὰ πιστεύσουν καὶ στὴ δική τους, καὶ ὅτι, ὅπως τὸν καταδίωξαν Ἐκεῖνο, ἔτσι θὰ τοὺς κατατρέξουν καὶ αὐτούς· γιὰ νὰ καταλήξει πώς, σὲ τέτοιο βαθμὸ πλάνης θὰ φθάσουν οἱ ἄνθρωποι, πού, φονεύοντάς τους, θὰ θεωροῦν ὅτι προσφέρουν λατρεία στὸν Θεό! «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι…ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα, ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς, δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ». Καί, γνωρίζουμε, ἀδελφοί μου, τόσο ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ὅσο καὶ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων καὶ τὴν Ἱστορία γενικώτερα, ὅτι ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔχει ἐκπληρωθεῖ κατὰ γράμμα, ὄχι μόνο στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ ὑπέφεραν ποικίλα βάσανα καὶ εἶχαν μαρτυρικὸ τέλος, μὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας, ὁπόταν ἀναδείχθηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἀναδεικνύονται λαμπροὶ μάρτυρες τῆς Πίστης μας ἀνὰ τὴν οἰκουμένη!
Ἕνας τέτοιος λαμπρὸς μάρτυρας, μεγαλομάρτυρας τῶν διωγμῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ὑπῆρξε καὶ ὁ περιώνυμος καὶ λαοφιλέστατος Δημήτριος ὁ μυροβλύτης, τὸ θρέμμα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ καύχημα τῆς οἰκουμένης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη πανηγυρίζουμε σήμερα, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς συνάθροισε στὸ παλαίφατο τοῦτο χωριό σας, ποὺ πλουτεῖ καὶ παλαιὸ ναό του, ἀλλὰ καὶ νεώτερο παρεκκλήσιό του μέσα στὸν μεγαλοπρεπὴ τοῦτο ναὸ τῆς Παναγίας μας. Καὶ ὁ πανθαύμαστος ἅγιος Δημήτριος κράτησε μέχρι τέλους ἄσβεστη τὴ λαμπάδα τῆς πίστης στὸν Ἕνα καὶ Τριαδικὸ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καὶ τήρησε πλήρως τὴν ἐντολὴ τῆς ἀνόθευτης ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του, ποὺ δίδαξε ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, ἀρετές, ποὺ τὸν παρακίνησαν στὴν ἱεραποστολικὴ δράση πρὸς σωτηρία τῶν ἀπίστων συμπατριωτῶν του καὶ τὸν ὁδήγησαν τελικὰ στὸ μαρτύριο, ὅπως ὁ Χριστός μας προεῖπε.
Ἀλλά, ἂς ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὸν Βίο, τὸ μαρτύριο καὶ σὲ κάποια ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ πνευματικοῦ ἑστιάτορα τῆς σημερινῆς πανηγύρεως.
Δημήτριος, ὁ μεγαλώνυμος καὶ πολυπόθητος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πατρίδα ἐπίγεια εἶχε τὴν περιλάλητη πόλη Θεσσαλονίκη, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. Γόνος μίας τῶν ἐπιφανεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Μακεδονίας, θαυμαζόταν ἀπὸ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐγενική του καταγωγή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές, ποὺ τὸν κοσμοῦσαν. Ἐπειδὴ δὲ ἦταν, ὅπως σὲ ὅλα, ἐπιδέξιος καὶ ἔμπειρος καὶ στὴ στρατιωτικὴ τέχνη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν τότε καίσαρα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας Γαλέριο Μαξιμιανὸ ὡς στρατηγὸς τῶν στρατευμάτων τῆς Θεσσαλίας καὶ ἀνθύπατος τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδας. Καμμιὰ ὅμως τιμὴ καὶ δόξα τοῦ κόσμου τούτου δὲν τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα τότε, διερχόταν τὸν περισότερο χρόνο του διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόμενος νὰ φέρει στὸ φῶς τῆς γνώσης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοὺς βυθισμένους στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας συνανθρώπους του. Καί, ἕνεκα τοῦ ἐναρέτου βίου του καὶ τῆς φιλανθρωπίας καὶ δικαιοσύνης, ποὺ τὸν διέκριναν στὴν ἐξάσκηση τῶν διοικητικῶν του καθηκόντων, ὁδήγησε πράγματι πολλοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὸ κύμα τῶν διωγμῶν, ποὺ εἶχαν τότε ἐξαπολύσει κατὰ τῶν Χριστιανῶν στὴν Ἀνατολὴ ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς μὲ τὸν ὡς ἄνω καίσαρα Γαλέριο (τὸ πρῶτο σχετικὸ διάταγμα ἐκδόθηκε στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303).
Ἐπιστρέφοντας ὁ Γαλέριος μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη νίκη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Σκυθῶν, στάθμευσε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τελέσει ἐκεῖ θριαμβευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ εὐχαριστήριες θυσίες στὰ εἴδωλα. Τότε, κάποιοι ἀμετανόητοι Θεσσαλονικεῖς εἰδωλολάτρες, ποὺ φθονοῦσαν τὸν ἅγιο Δημήτριο γιὰ τὴ δόξα, τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία καὶ τὸν κατάγγειλαν στὸν Γαλέριο ὡς Χριστιανό. Ὁ θυμὸς τοῦ αὐτοκράτορα, ὅταν πιστοποίησε τὴν ἀλήθεια τῆς καταγγελίας, καὶ μάλιστα ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Δημήτριος κήρυττε τὴν Πίστη του μὲ παρρησία, ὁδηγώντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὸν Χριστό, ἦταν ἀσυγκράτητος. Πρόσταξε τότε καὶ ἔφεραν ἐνώπιόν του τὸν ἅγιο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν Πίστη του. Ὁ τύραννος ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ καὶ τὸν ἔκλεισαν γιὰ ἀτίμωση σ᾽ ἕνα ὑπόγειο λουτρὸ κοντὰ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου χύνονταν ἀκαθαρσίες, μέχρι νὰ τελειώσουν οἱ ἑορτασμοί, γιὰ νὰ τὸν τιμωρήσει κατόπιν. Ὑπέμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸ σκοτάδι, τὴν ὑγρασία, τὴ μόνωση, τὴ δυσωδία, τὴν ἀτίμωση, εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, προσδοκώντας καὶ εὐχόμενος τὴ μαρτυρική του τελείωση. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς θεοφιλεῖς ἐπιθυμίες αὐτῶν, ποὺ τὸν φοβοῦνται καὶ τὸν ἀγαποῦν, τοῦ ἔδωκε κατὰ τὸν πόθο του μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:
Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀθλημάτων, ποὺ τελοῦνταν τότε στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Θεσσαλονίκης, γίνονταν καὶ ἀγῶνες μονομαχίας. Ὁ Γαλέριος, γιὰ νὰ λαμβάνει δόξα, εἶχε μαζί του ἕνα γιγαντόσωμο Βάνδαλο, ὀνόματι Λυαῖο, προικισμένο μὲ τεράστια σωματικὴ δύναμη. Ἕνεκα λοιπὸν τῆς ὑπερφυσικῆς του δύναμης καὶ μεγάλης δεξιότητας, πάντα νικοῦσε στοὺς ἀγῶνες καὶ φόνευε πολλούς. Βλέποντας τοῦτο ἕνας νεαρὸς χριστιανός, ὁ Νέστορας, καὶ ἐνθυμούμενος τὴ λαμπρὴ ἐκείνη νίκη τοῦ Δαβὶδ κατὰ τοῦ Γολιάθ, ἐπιθύμησε νὰ ἀγωνισθεῖ μὲ τὸν Λυαῖο, ἐπικαλούμενος τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε κι ἐκεῖνον νὰ ἀποδείξει ἀνίσχυρο καὶ τὸν αὐτοκράτορα νὰ καταισχύνει, ποὺ περιφανευόταν στὴ δύναμη ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τιμοῦσε μὲ τόσο βάναυσο τρόπο τὰ εἴδωλα. Ἔτρεξε λοιπὸν στὸ ὑπόγειο ἐκεῖνο λουτρό, ὅπου ἦταν φυλακισμένος ὁ Δημήτριος, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐνισχύσει μὲ τὶς προσευχές του στὸν προκείμενο ἀγώνα του. Ὁ ἅγιος σημείωσε τότε στὸ μέτωπο καὶ τὴν καρδιά του τὸ ἀήττητο ὅπλο τοῦ τιμίου σταυροῦ, προφητεύοντάς του συνάμα: «Πήγαινε στὸ καλό, παιδί μου, καί, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ θὰ μαρτυρήσεις.» Ἐνισχυμένος ἀπὸ τὶς εὐχὲς τοῦ Δημητρίου ὁ Νέστορας, ἐπέστρεψε δρομαῖος στὸ Στάδιο, τὴ στιγμή, ποὺ οἱ κήρυκες ζητοῦσαν κάποιο νὰ ἀντιμετωπήσει τὸν ἀνίκητο Λυαῖο. Βγάζοντας τὸν χιτώνα του καὶ ἀναφωνώντας, «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», συνεπλάκη μὲ τὸν βάρβαρο γίγαντα, καὶ μὲ τὸ μαχαίρι του τὸν κτύπησε ἀμέσως καίρια στὴν καρδιά, ἀφήνοντάς τον νεκρό! Ὅλοι τότε καταπλάγηκαν, καὶ μάλιστα ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος κυριεύθηκε ἀπὸ ὑπέρμετρη λύπη καὶ ὀργή, καὶ πρόσταξε ἀμέσως καὶ συνέλαβαν τὸν Νέστορα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Κι ἐπειδὴ ἄκουσε τὸν νέο νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ τοῦ Δημητρίου, ὑποψιάσθηκε τὴ σύμπραξη τοῦ ἁγίου στὴ νίκη κατὰ τοῦ Λυαίου καί, χωρὶς χρονοτριβή, διέταξε στρατιῶτες νὰ πᾶνε στὴ φυλακὴ καὶ νὰ φονεύσουν μὲ τὶς λόγχες τους τὸν Δημήτριο, ὅπως καὶ ἔγινε. Λέγεται, ὅτι, ὅταν τοὺς εἶδε ὁ ἅγιος καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ ἐπερχόμενο τέλος του, ἀνασήκωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ τὸν λόγχευσαν στὴ δεξιὰ πλευρά, κατὰ μίμηση τοῦ Διδασκάλου του Χριστοῦ, ποὺ λογχεύθηκε ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Δημήτριος ἀπέβη μιμητὴς τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους, ἀλλὰ καὶ κοινωνὸς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Καί, «ὁ δοξάζων τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας Κύριος», δόξασε τὸν εὐλογημένο δοῦλο Του, ποὺ τὸν ἀγάπησε μέχρι θανάτου, στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, παρέχοντάς του πλουσιώτατη θαυματουργικὴ χάρη, καὶ καθιστώντας τον περιβόητο σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἰδιαίτερα γιὰ τὴ φιλόχριστη πόλη του Θεσσαλονίκη, τῆς ὁποίας εἶναι ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος, δὲν ἔπαυσε γιὰ πάνω ἀπὸ 1600 χρόνια νὰ τῆς παρέχει δαψιλὴ τὴν προστασία καὶ εὐλογία του. Πλεῖστες ὅσες φορὲς ἀποδίωξε βαρβαρικὲς ὀρδές, ὅπως τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Σλάβων, ποὺ τὴν εἶχαν ἐπανειλημμένα κυκλώσει καὶ πολιορκήσει. Κι ἀκόμη, στὶς πρεσβεῖες του ἀποδίδεται ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ τὸ ἔτος 1912, ὁπόταν τὰ ἐλληνικὰ στρατεύματα μπῆκαν στὴν πόλη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἀναρίθμητα εἶναι ἀκόμη τὰ θαύματα, ποὺ τέλεσε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ τελεῖ μέχρι σήμερα ὁ ἅγιος Δημήτριος, λυτρώνοντας αἰχμαλώτους καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια, καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἅγιο μύρο, ποὺ ἄφθονο ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸν τάφο του ἐπὶ αἰῶνες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβε ἐπάξια τὴν προσωνυμία τοῦ μυροβλύτη. Στὴν περίφημη βασιλική του στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἀνοικοδομήθηκε ἀρχικὰ τὸν 5ο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ Λεόντιο, τὸν ὁποῖο εἶχε θαυματουργικὰ θεραπεύσει, σώζεται, μεταξὺ ἄλλων, ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου καὶ ὁ τάφος του. Κατὰ τὰ ἔτη 1978-1980 μεταφέρθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ τίμια λείψανά του, ποὺ εἶχαν κλαπεῖ ἀπὸ Δυτικοὺς κατακτητὲς στὸ παρελθόν. Καὶ ἡ μυροβλυσία τους συνεχίζεται καὶ σήμερα!
Οἱ πανηγύρεις τῶν ἁγίων μας, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, τελοῦνται, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς δοξολογοῦμε κατὰ χρέος, μὲ ψαλμωδίες καὶ ὕμνους καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν δι’ αὐτῶν δοξαζόμενο Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λαμβάνουμε παραδείγματα τρόπου ζωῆς, ποὺ ἐφάρμοσαν οἱ ἅγιοι, ὥστε κι ἐμεῖς, μὲ τὶς θεόδεκτες εὐχές τους, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς μιμούμαστε τὸ κατὰ δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει τὴ ζωή τους ὑμνολογικά· γι’ αὐτὸ καὶ στὶς μνῆμες τους διαβάζουμε καὶ διηγούμαστε τοὺς βίους καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄθλους καὶ τὰ λαμπρά τους ἔνθεα ἀριστεύματα. Καὶ ὁ μεγάλος τοῦ Χριστοῦ ἀριστέας Δημήτριος πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει, νὰ μᾶς παραδειγματίσει. Καί, νομίζω, πὼς τὸ καίριο καὶ κύριο στὸν θεοφιλή του βίο ὑπῆρξε ἡ κορυφαία τῶν ἀρετῶν, ἡ θεώνυμη ἀγάπη. Αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ παραβλέψει δόξες καὶ τιμὲς καὶ ἀξιώματα καὶ τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή· αὐτὴ τὸν ὁδήγησε στὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του· αὐτὴ τὸν ἀνύψωσε, ἑκόντα καὶ ποθοῦντα, καὶ στὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος. Αὐτήν, νὰ τὸν παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων, νὰ ἐμφυτεύσει στὶς ἁμαρτωλὲς καρδιές μας, μὲ τὶς εὐπρόσδεκτες ἱκεσίες του στὸν Κύριο, πρὸς τὸν Ὁποῖο πολλὴ πλουτεῖ τὴν παρρησία. Καί, νὰ τὸν παρακαλέσουμε συνάμα γιὰ βοήθεια στὶς δύσκολες μέρες, ποὺ διερχόμαστε, λέγοντας μὲ ταπείνωση: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως, καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς… Οἴκτειρον, οὖν, πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ’ ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.» Ἀμήν!