Ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν σὲ ἀγαποῦσα», λέγει κάπου πρὸς τὸν Θεό, φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος. Ἐγὼ δὲ μεταβάλλοντας ἐλαφρῶς τὸν λόγο, θὰ ἔλεγα ἀναλόγως: ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν ἐκδοθῇ διὰ τοῦ τύπου τὰ πάνσοφα καὶ θαυμαστὰ καὶ θεόβροντα συγγράμματα τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου.
Ἂς χαθῆ ὁ φθόνος! Μᾶλλον δὲ ὁ πατὴρ τοῦ φθόνου, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὰ συγγράμματα αὐτὰ κάπου τέσσερις αἰῶνες καὶ πλέον μέσα στό σκότος, παραπεταμένα σὲ μίαν ἄκρη, καὶ μόλις νά σωθοῦν ἀπὸ τὴν φθορά, αὐτά πού ἦσαν ὄχι μόνον ἄξια ἀλλὰ καὶ ὑπεράξια νά ἰδοῦν τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, γιά νά μὴν εἴπω ἄξια καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ.
Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δεινά πού περιβάλλουν τὸ δυστυχὲς γένος μας, ἦταν καὶ αὐτὸ τὸ καλό, νά στερηθοῦν τόσοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν φθόνο πού παρακολουθεῖ κάθε καλό. Καὶ γιά τὴν στέρησι αὐτὴ θρηνεῖ ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καθαίρει ἀπὸ τὰ πάθη, διότι ἐζημειώθη τὴν ἀκριβεστάτη διάκριση καὶ στάθμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν παθῶν. Θρηνεῖ ἡ φυσικὴ θεολογία, ἡ ὁποία φωτίζει τὴν ψυχή, καθὼς καὶ ἡ Θεόπνευστος Γραφή, ποὺ ἀναζητοῦν τοὺς τρανοὺς καὶ ἀληθεῖς λόγους τους. Πρὸ παντὸς θρηνεῖ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν τελειότητα, ἐπειδὴ μένει ἀκόμη κάπως ἀτελής, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναζητεῖ γοερῶς τὴν τελειότητά της.
Καὶ γιά νά εἴπω μὲ ἕνα λόγο, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλο τὸ ὀρθόδοξον πλήρωμα, ὅλος ὁ ἱερὸς κλῆρος πού εἰσέρχεται στό ἱερό Βῆμα καὶ προσεγγίζει τὸν Θεόν, καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ παραμένει ἔξω ἀπὸ τὸ Βῆμα, ὦ, ποίαν δόξα ἔχουν στερηθῆ, ποίαν δύναμη, ποῖον πλοῦτον ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοιούτων πνευματικῶν θησαυρῶν! Καὶ γιά νά μιλήσω κάπως πιὸ τολμηρά, ποίαν ἀδοξίαν ἡ ἔνδοξος, ποίαν ἀδυναμίαν ἡ δυνατή, ποίαν πτωχείαν εἶχε περιβληθῆ μέχρι σήμερα ἡ πλουτοδότις Ἐκκλησία, ἐπειδὴ δέν εἶχε τὰ συγγράμματα τοῦ θείου Παλαμᾶ!
Ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ Νοός, ὁ δοτὴρ καὶ αἴτιος κάθε καλοῦ καὶ μάλιστα τῶν λόγων περὶ Αὐτοῦ τοῦ ἰδίου. Αὐτὸς καὶ τώρα τὰ μεταβάλλει ὅλα μόνον μὲ τὴν θέληση, καὶ τὸν τωρινὸν αἰῶνα τὸν κάμει μακαριστόν. Καὶ τὸν φθόνον διαλύει, καὶ τὴν λύπη μεταβάλλει σὲ χαράν, καὶ στήν Ἐκκλησία ἀποδίδει τὸν στολισμὸ της μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν. Καὶ οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως ἠμπορεῖ νά συμπεράνῃ κανείς, ὥστε νά προηγηθοῦν παιδαγωγικότερα συγγράμματα ἄλλων θεολόγων, γιά νά καταστήσουν τοὺς νόες δεκτικοὺς τῶν ὑψηλῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου τούτου Πατρός, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σύνοψη καὶ κατάληξη ὅλων ἐκείνων καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἐπισφράγισμά των. Διότι αὐτὸς εἶναι θεσμὸς καὶ τάξις πανίερος, καὶ στα ἀγγελικὰ τάγματα, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα, πρώτα διδῶνται τὰ ἀτελέστερα καὶ στοιχειώδη, καὶ ὕστερα τὰ τελειότερα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτελείας ἐκείνων πού θὰ τὰ δεχθοῦν. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Νόμος ὁ Μωσαϊκὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ μὲν ὡς ἀτελὴς προκηρυττόμενος πρὸς ἀτελεῖς, τὰ δὲ ὡς τέλειο ἀποκαλυπτόμενο ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμο πρὸς τελείους. Ἄλλωστε αὐτὸ φανερώνουν τυπικῶς καὶ οἱ φωνὲς τῆς σάλπιγγος ἐπάνω στό Σινᾶ, οἱ ὁποῖες, λέγει, ἔφθασαν βαθμιαίως σὲ μεγάλη ἔνταση.
Ἐκτὸς αὐτῶν, δέν ἦταν καθόλου ἀνεκτὸ στόν Θεόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ δίκαιον, τοὺς λόγους πού ἔγραψε στις πλάκες τῆς καρδίας ὄχι μὲ μέλανι ἀλλὰ μὲ τὸ Πνεῦμα, νά τοὺς ἀφήσῃ νά μενοῦν στό σκότος, ἀγνώστους, ἀδόξους, καὶ ἔτσι νά στεροῦνται καὶ οἱ σύγχρονοι καὶ οἱ μελλοντικοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τόσην ὠφέλεια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νά περιφρονῆται ὁ φίλος τοῦ Γρηγόριος, ποὺ ἐκοπίασε νά τοὺς γράψῃ.
Για νά δείξω μὲ ὀλίγα λόγια τoν ἄνδρα λέγω τὰ ἑξῆς: ὁ Γρηγόριος ἔφθασε στήν ἀκρότητα τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, περισσότερο ἀπὸ τoν καθένα. Λοιπόν, ὁ τρισόλβιος ἐκάθισε σὲ ἔναν τόπον στόν ἱερὸν Ἄθω, ἀθόρυβο καὶ ἀπλησίαστο καί, ἀφοῦ ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε αἰσθητὸν καὶ κάθε σύγχυση (ἂς χρησιμοποιήσω γιά τόν ἑαυτὸν του τὰ λόγια τὰ ἰδικὰ του), δίδεται ὅλος στήν νοερὰν ἐπιστροφὴ καὶ ἑστιάσῃ τῆς προσοχῆς στόν ἔσω ἄνθρωπον, ἢ μᾶλλον στήν ἐπιστροφὴν ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν νοῦ, πρᾶγμα θαυμαστὸν καὶ νά τὸ λέγῃ κανείς. Καὶ σπεύδει νά ἀποπλύνῃ μὲ τὸ πένθος, τὸ ἀποκρουστικὸν προσωπεῖον τὸ ὁποῖο τοῦ προξένησε ἡ περιπλάνησις στά γήινα. Καὶ ἀφοῦ ἠνάγκασε σὲ περιορισμὸ μὲ βίαν ἰσχυρὰ τὸ πολυπόρευτον τῆς διανοίας του, συνάπτεται μὲ τὴν Θεαρχικὴν Τριάδα διὰ τῆς συνεπτυγμένης καὶ νοερὰς προσευχῆς, καὶ ἔκαμε τὸ μοναδικὸν τοῦ νοῦ τριαδικόν, ἂν καὶ δέν ἔπαυε νά εἶναι ἑνιαῖον. Καρτερώντας δὲ ἐπὶ πολὺν χρόνο στήν κατάστασι αὐτὴ τὴν γεννητικὴν τῶν ἀποῤῥήτων μυστηρίων, καὶ καθαρίζοντας ὅλο καὶ περισσότερο τoν ἑαυτὸν του, τόν ἀποσπογγίζει ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν ἐπήρεια, ἀλλὰ καὶ τόν ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε τι ἐπίκτητο, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀθῶα καὶ δέν ῥυπαίνει τόν νοῦ.
Ἀφοῦ λοιπόν, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, ἀνῆλθε ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ παθῶν, οὔτε ἐπάνω μόνον ἀπὸ τὴν φύση, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπό τοὺς λόγους τῆς φύσεως, οὔτε ἐπάνω γενικὼς ἀπὸ ὅσα νοητὰ δέν ὑπερβαίνουν τὴν φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους των, δέχεται στήν καρδία του τόν ἐνυπόστατον φωτισμὸ τῆς Θείας χάριτος, καὶ ἔτσι εὑρίσκει μέσα του ἄλλον οὐρανὸν καὶ ἄλλο ἥλιο καὶ τὴν νοητὴ σιγή, ἡ ὁποία ἐπακολουθεῖ, φυσικῶς στήν κατάστασι αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος Ἰοῦστος ὀνομάζει ἱερὰν ἀφθεγξίαν, κατά τὴν ὁποία ἐνεργεῖται ὁ λεγόμενος ἐγκάρδιος καὶ ἐκπληκτικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Σιναΐτης Γρηγόριος. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴν ἐργασίαν ὀδεύοντας μέσα στήν ὀδὸ τοῦ θείου φωτός, ἁρπάζεται καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Παῦλος, ὄχι μόνον κατὰ τὸν νοῦ καὶ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν αἴσθησιν, (πλὴν τῆς ἀναπνοῆς) μὲ μίαν ὁλικὴν καὶ ὑπερφυσικὴν ἁρπαγή, κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ὁ πρὸς τὸν Κύριον ἐκστατικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ αὐτὸς Σιναΐτης Γρηγόριος. Καὶ ὕστερα ἀνεβαίνει σὲ ὅρη αἰώνια, ἢ ἀνάγεται ὄχι μὲ τὴν φαντασία τῆς διανοίας ἀλλὰ μὲ μίαν ἀποῤῥητο δύναμη τοῦ Πνεύματος, «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος» μὴ γνωρίζων. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, γίνεται θεατὴς τῶν ὑπερκοσμίων, ὅπου ἀκούει ἀλάλητα ῥήματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δέν ἠμπορεῖ νά φανερωθὴ ἢ νά ἐκφρασθῆ καὶ νά ἐπιτευχθῆ.
Ἀκολούθως δέ, ἀφοῦ ἔφθασε στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς θείας πηγῆς, ὅπως λέγει ὁ κρυφιομύστης Διονύσιος, ὅπου εἶναι κεκαλυμμένα τὰ ἁπλά καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα μυστήρια τῆς θεολογίας, καταξιώνεται νά ἴδῃ καὶ νά γνωρίσῃ διὰ μέσου τῆς ἀβλεψίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τὸν «ὑπὲρθεον καὶ γνῶσιν» μὲ τὸ νά μὴν ἴδῃ καὶ νά μὴ γνωρίσῃ. Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὅρασις καὶ γνῶσις. Καὶ γιά νά μιλήσω συνοπτικά, μένει ὅλος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα στήν φύσῃ, ἀλλὰ γίνεται ὅλος Θεὸς κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἀπειρόδωρο χαρῇ τῆς θεώσεως, ὅπως λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος: «ἡνώθη μὲ τὸν κατὰ φύσιν Θεὸν καὶ ἐγνώρισε τόσο τὸν γινωσκόμενον, ὅσον εἶχε γνωρισθῆ αὐτὸς ἀπὸ ἐκεῖνόν πού γνωρίζει τὰ πάντα». εἶναι ἐπικαιρο νά λεχθῇ ἔδω τό τοῦ Θεολόγου καὶ συνωνύμου περὶ αὐτοῦ τοῦ συνωνύμου καὶ Θεολόγου: «Βλέπει μὲν τὰ ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ δέν τοῦ ἐμφανίζεται καθόλου. Καί, ὅπως ὁ Μωυσῆς, φίλος Θεοῦ χρηματίζει. Ἐπειδὴ δὲ τὰ τῶν φίλων εἶναι κοινά, κατὰ τὴν παροιμία, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στόν φίλο του τὰ θεῖα του μυστήρια, καὶ τὸν διδάσκει ἀποκρύφους λόγους τῆς φύσεως, καὶ σηκώνει τὸ κάλυμμα καποίων σκοτεινῶν νοημάτων τῆς Γραφῆς. Καὶ τοῦ δίδει τὸ χάρισμα, ὄχι μόνον τῆς διοράσεως τῶν ὄντων καὶ ἐκείνων πού ἤδη ὑπάρχουν, οὔτε μόνον τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστον χάρισμα τῆς προοράσεως ἐκείνων πού θὰ γίνουν μετὰ πολὺν χρόνον. Τοῦ δίδει ἀκόμη καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἅγιον, μὲ ἀφθονίαν, καὶ ὅταν ἦταν στήν ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον, ὥστε νά τοῦ ἀποδοθῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἐπωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι τὸ ἱερὸν τοῦ σκήνωμα, εὐῶδες καὶ ἀδιάλυτον, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ὅπως ἀκόμη καὶ μέχρι τώρα βλέπεται στήν Θεσσαλονίκη.
Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ὡρισμένα ἀπὸ ἐκείνα τὰ συμβολικὰ «ὀπίσθια», δηλαδὴ λόγους θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, σοφίας καὶ ἀγαθότητος, δόξῃς καὶ ἀπειρίας, καὶ ὅλων τῶν γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸν φυσικῶς θεωρουμένων, τὰ ὁποῖα ὁ θεολόγος νοῦς πρέπει νά ζητῇ. Διότι μόνα αὐτὰ εἶναι προσιτά. Αὐτὸ δέ πού συμβολικῶς λέγεται πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τόν λόγο τῆς οὐσίας, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τὸ ζητῇ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ εἶναι τελείως ἀπροσπέλαστος καὶ ἀπρόσιτος σὲ κάθε κτιστὸ νοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀνέκφραστος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀνώνυμος καὶ ἄγνωστος, καὶ εὑρίσκεται ἐπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν «καθ’ ὑπερουσιότητα θέσιν».
Ἀλλὰ γιατὶ νά λέγωμε πολλά; Ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χαρίσματά του χαρίζει τὸ δῶρο νά θεολογῆ ἀσφαλῶς καὶ ἀπταίστως, ποὺ εἶναι τὸ ὑψηλότατον ἀπὸ ὅλα τὰ δῶρα, καὶ πολυέραστο καὶ καταλληλότατο στό νά ὁδηγῆ στήν θείαν ἀγάπη.
Γιά τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐμεσίτευσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πρῶτος τῶν θεολόγων, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ὁποῖος μὲ ὅραμα μυστικὸν τὸ ἀνήγγειλε στόν Γρηγόριο, σὲ στιγμή πού εὑρίσκετο σὲ κατάστασιν ἐγρηγόρσεως. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, σὲ νυκτερινὴν ὀπτασίαν τοῦ συνιστᾶ νά συγγράψῃ ὁπωσδήποτε χάριν τῆς ὠφελείας τῶν χριστιανῶν, ὅλα ὅσα τοῦ ἐνήχησε τὸ πνεῦμα στά ὦτα τῆς καρδίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαιρετικὸν πλεονέκτημα τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰδικοῦ μου θεολόγου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους, ὅτι ἤρχισε νά συγγράφῃ ὅσα συνέγραψε ὄχι ἀπὸ προσωπικὴν ἐπιθυμία οὔτε χωρὶς θεία θέληση, ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως καὶ ἐντολῆς. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Γρηγόριος μέσα σὲ πολὺν χρόνο, ὄχι μόνον ἔμαθε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε τὰ θεῖα, καὶ ἐτελειοποιήθη μὲ τὴν ἔνωση καὶ τὴν γνωριμία μὲ αὐτά, γιά νά ἐκφρασθῶ ὅπως ὁ Ἀρεοπαγίτης. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νά θεολογὴ ἀπλανῶς, ἐπειδὴ ἀνῆκε στήν τάξιν ὄχι ἁπλῶς αὐτῶν πού καθαίρονται, ἀλλὰ ἐκείνων πού ἔχουν ἤδη καθαρθῇ τὴν τελειοτάτην κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, ἀφοῦ καὶ ἐνωρίτερα εἶχε καὶ θεοπτίες, οἱ ὁποῖες ὑπερέχουν ἀπείρως ἀπὸ τὴν μὲ μόνον τὸν λόγον θεολογίαν. Καὶ αὐτὸ διότι ἤκουσε τὸν συνώνυμόν του Θεολόγον, ὅτι δέν εἶναι εὔκολον τὸ πρᾶγμα, οὔτε εἶναι γιά τὸν καθένα νά θεολογῆ ἀληθῶς, ἀλλὰ γιά ἐκείνους πού ἔχουν καθαρθῇ στήν ψυχὴ καὶ στό σῶμα, ἢ τουλάχιστον εὑρίσκονται στό στάδιον τῆς καθάρσεως.
Μὲ αὐτὲς λοιπὸν τὶς προϋποθέσεις λογογραφεῖ τὰ ἀπόῤῥητα δόγματα τῆς εὐσεβείας, αἰνεῖ τὸν Κύριον σὲ καθέδρα πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, καὶ ἔτσι ἀναπτύσσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύγκλητο, λαμπρυνομένην ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν βασιλέων, καὶ σὲ πολλὲς συνόδους πολὺ μεγάλες καὶ πολυανθρώπους, ποὺ ἐλάχιστα ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικές. Καὶ ἀντιπαρατάσσεται γενναίως στίς ἀντιθέους κενοφωνίες τῶν αἱρετικῶν, καὶ μὲ τὶς Γραφικὲς καὶ λογικὲς ἀποδείξεις νικᾶ τούτους κατὰ κράτος καὶ στήνει τὸ τρόπαιον. Προμαχεῖ τῆς πίστεως, ὑπερμαχεῖ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Θεολόγων Πατέρων, καὶ χάριν αὐτῆς φυλακίζεται καὶ ἀποθνῄσκει κατὰ προαίρεσιν. Ἀπὸ ὅλους δέ πού τὸν ἤκουαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἀλλὰ δέν τὸν ἐγνώριζαν, ἐθαυμάζετο ὑπερβολικὰ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀληθὴς θεολόγος, ὁ ὁποῖος δέν ὑστερεῖ στό παραμικρὸν ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ περιφανεῖς θεολόγους, Βασίλειον τὸν Μέγα, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, Ἀθανάσιον καὶ Κύριλλον καὶ τοὺς λοιπούς.
Ἔτσι, μὲ ἕνα λόγον, φῶς ὑπάρχοντας, καὶ φῶς βλέποντας, καὶ στό φῶς διαμένοντας, μὲ τὸ φῶς ἐννοεῖ καὶ ὁμιλεῖ καὶ συγγράφει ὅλα τὰ θεουργικὰ του φῶτα. Διότι ἔτσι ὀνομάζω ἐγὼ τὰ συγγράμματά του, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ γνωστικοὶ φωταγωγοῦνται καὶ μεταμορφώνονται πρὸς θέωση, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ θείου Μαξίμου, μὲ ὅσα ἀναφέρονται στήν ἠθική, ὅσα στήν φυσικὴ Θεολογία, ὅσα στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅσα εἶναι τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὅσα νηπτικὰ καὶ ὅσα ἀντιῤῥητικά, καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο περιέχεται στα συγγράμματά του…
Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι εἶστε μέτοχοι τῆς ἐπουρανίου κλήσεως, στήν ποικίλην αὐτὴ καὶ ἄφθονο πνευματικὴ πανδαισία, τῆς ὁποίας ἑστιάτωρ καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ μέγας καὶ Θαυματουργὸς Γρηγόριος, μᾶλλον δὲ ὁ μέσα στόν Γρηγόριο φθεγγόμενος Παράκλητος. Οἱ μὲν πρακτικοὶ καὶ ἀρχάριοι, τρώγετε τὸ καθαρὸν καὶ ἄδολον γάλα τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, καὶ καθαρίζετε τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα σᾶς. Ὅσοι ἀρχισατε νά προκόπτετε, κατατρυφάτε ἀπὸ τὸ μέλι τῆς νηπτικὴς ἐργασίας τοῦ νοός, διὰ μέσου τῆς ὁποίας εὑρίσκεται τὸ μακαριστὸν πένθος, καὶ ἀντλείται ἡ πνευματικὴ ἡδονή πού πηγάζει ἀνεκφράστως ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ γνωρίζεται μὲ νοερὰν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι χρηστὸς καὶ γλυκύτατος κατὰ τὸν Προφήτην. Οἱ δὲ μέσοι, ποὺ τρέχετε πρὸς τὴν τελειότητα, τρώγετε τὴν στερεωτέρα τροφή, τὸν ἄρτον, λέγω, τῆς φυσικῆς θεωρίας, μυούμενοι καὶ στους βαθυτέρους λόγους τῶν θείων γραφῶν. Οἱ δὲ τέλειοι, πίνετε τὸν ἐκστατικὸν οἶνον τῆς ὑπὲρ φύσιν θεολογίας ἤ, ἠμποροῦμε νά ποῦμε, θεοπτίας, καὶ μεθύοντας αὐτὴν τὴν μέθη τῆς θεώσεως, διὰ τῆς χάριτος θὰ γίνετε τελείως ἐκστατικοί. Καὶ ὄχι μόνον θὰ ἀνέλθετε ἐπάνω ἀπὸ κάθε νόημα, ἀλλὰ θὰ γίνετε καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ σᾶς γιά νά ἑνωθῆτε ὁλόκληροι μὲ τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς ἑνώσεως ἢ ἀνακράσεως ἢ συμφύσεως ἢ δέν γνωρίζω τὶ νά εἴπω καταλληλότερον. Πάντως, μὲ μίαν λέξιν, ὅλοι ἀπολαύσετε τὴν καλὴν καὶ λαμπρὰν αὐτὴν πανδαισίαν. Ὅλοι τρυφήσατε ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ συμποσίου αὐτοῦ, ποὺ δέν ἐλαττώνεται καὶ δέν χάνεται, διότι εἶναι ἀθάνατος, καὶ ὠφελεῖ ἀνερμηνεύτως τὴν ἀθάνατον ψυχή. Καὶ σᾶς λέγω ἐκεῖνο τὸ εὐαγγελικόν, ὅτι ἀληθῶς «πολλοὶ σοφοί, διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν καὶ ἀπολαύσαι τούτων, ὧν ὑμεῖς ὁρᾶτε καὶ ἀπολαμβάνετε, καὶ τῆς ἐφέσεως οὐκ ἐπέτυχον».
Πίνοντας ὅμως τὸν καλὸν οἶνον τῶν ὑψηλῶν τούτων συγγραμμάτων, μὴ κατηγορήσετε γιά ἀμέλειαν αὐτόν πού σᾶς ἐκάλεσε στό δεῖπνο, καὶ μὴ εἴπητε πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια τοῦ ἀρχιτρικλίνου: «Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι καὶ ὅταν μεθυσθῶσι τότε τὸν ἐλάσσω. Σύ δὲ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι». Ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων αὐτὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίστροφος, διότι, λέγει, πρῶτον προσφέρουν τὸν «ἐλάσσω» καὶ ὕστερα τὸν «κάλλιστον». γιά τοῦτο καὶ αὐτὸς συνετηρήθη μέχρι τώρα, γιά νά χορηγηθῆ στους πιστοὺς σὰν ἐξαίρετον δῶρο πού μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ἐὰν στήν πνευματικὴν αὐτὴν εὐωχία πρέπει νά προσφέρω καὶ ἐγὼ κάτι εὐφραντικόν, θὰ εἴπω στούς καλοὺς συνδαιτημόνες μὲ ὀλίγα λόγια πόση ἡδονὴ καὶ χάρις ὑπάρχει στά συγγράμματα αὐτά, γιά νά ἐρεθίσω τὴν ἐπιθυμία σας στήν ἀναγνώσή τους. Ὅταν διαβάζω τὰ ἠθικὰ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ἀποτάσσομαι τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο, μισῶ τὰ πάθη, καὶ ἀσπάζομαι τὴν «κεκρυμμένην σὺν τῷ Χριστῷ ζωὴν» τῶν μοναχῶν. Μὲ τὶς ἐντολὲς καθαρίζομαι, ποθῶ νά συμβιώσω μὲ τὶς ἀρετὲς καί, ἀνυψούμενος πρὸς τὰ τελειότερα, γίνομαι ναὸς Θεοῦ καὶ κατοικητήριον τοῦ Πνεύματος.
Ὅταν διαβάζω τὰ Νηπτικά, μυοῦμαι στά μυστικὰ αὐτὰ ὄργια τῆς ἱερᾶς νήψεως καὶ τῆς εὐκτικῆς ἀρετῆς, καὶ μαθαίνω τὴν ὁλικὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καθὼς καὶ τὴν ἀπλανῆ κυκλικὴν κινήσῃ τοῦ νοῦ καὶ ἀνάτασὴ του πρὸς τὸ θεῖον. Καὶ τότε εἰσέρχομαι στους ὅρους τῆς ἀληθοῦς ἡσυχίας, κατὰ τὴν ὁποίαν νοῶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου νοῶ τὸν Θεόν, καὶ πλησιάζω πρὸς αὐτὸν διὰ καρδιακῆς καὶ συνεπτυγμένης εὐχῆς καὶ ἐμπύρου κατανύξεως, ἡ ὁποία γεννᾶται ἀπὸ τὴν εὐχή. Καὶ μυσταγωγοῦμαι καὶ μαθαίνω ποία εἶναι ἡ μονιμωτάτη καθαρότης τοῦ νοῦ καὶ ποία τῆς καρδίας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ διδάσκομαι καὶ τοὺς λόγους τῆς νοερᾶς αὐτῆς ἐπιστροφῆς μέσα στήν καρδία, καθὼς καὶ τὶς θεωρητικὲς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν Γραφήν, ἀπὸ τὴν φύσῃ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν πεῖρα, γιά τὴν ὀρθότητα τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Καὶ στά ἀποδεικτικὰ αὐτὰ στοιχεῖα πειθόμενος, καταγελῶ ὡς ἀσόφους καὶ ἀμυήτους ὅσους ἀντιλέγουν, εἴτε παλαιοὺς εἴτε συγχρόνους.
Ὅταν πάλιν ἐγκύψω στα συγγράμματά πού πραγματεύονται περὶ τῆς φυσικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, εὑρίσκω κάποιες νέες καὶ πρωτότυπες ἑρμηνεῖες, συγκριτικῶς μὲ ὅσα ἔχουν εἰπεῖ παλαιοτεροι ἅγιοι, διὰ τῶν ὁποίων, μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴν ἐπεξεργασία, τὸ γράμμα ἀποκτᾷ ἀπροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ὁ ἅγιος Πατὴρ ἔσπασε τὸν φλοιὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐκφράσεων, καὶ ἀπεκάλυψε τὸ μυστικὸν κάλλος τῶν λόγων τῆς ἐνσωμάτου ἢ ἀσωμάτου φύσεως, εἴτε τῶν νοημάτων τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον βλέποντας ἐγὼ ὅτι ἦταν κρυμμένο σὰν μαργαριτάρι μέσα στό ὄστρακον, πληροῦμαι ἀπὸ χαρὰν καὶ γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, ἀπὸ βάθους σὲ βάθος βυθιζόμενος καὶ ἀπὸ ἀβύσσου σὲ ἄβυσσον κατερχόμενος. Καὶ γιά νά εἴπω ὅλην τὴν ἀλήθεια, εὑρίσκω στά φυσικὰ καὶ στίς ἑρμηνεῖες τούς λόγους ἀσφαλεῖς καὶ σπουδαίους καὶ τετραγώνους. Εὑρίσκω νά ἐξακριβώνεται ὁ ἴδιος ὁ μυελὸς καὶ τὸ βάθος κάθε ἐξεταζομένου θέματος.
Ἀλλὰ προκειμένου γιά τὰ θαυμαστὰ θεολογικὰ καὶ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ὁ λόγος μου ἀγαπᾷ μὲν νά πλησιάση, ἀλλὰ νά προσπελάση σ’ αὐτὰ ἰλιγγιᾶ ἐνώπιον τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους, τοῦ μήκους καὶ τοῦ πλάτους των, ποὺ εἶναι ἀληθῶς ἀνέκφραστα. Διότι ὄχι μόνον συνέλεξε σὲ μίαν ἑνότητα ὅσα ἐγράφησαν σποραδικῶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους πατέρες, καὶ ἀπάνθισεν ὅ,τι θεολογικώτερον ὑπῆρχε, ὁ θεολογικώτατος ἐκεῖνος νοῦς, ποὺ ἔγινε τοιοῦτος ὄχι ἁπλῶς δυνάμει ἀλλὰ ἐνεργεία, λόγω τῆς καθαρότητός του. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἐφαίνετο ὡς ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας ἡ ὡς ἐπιλήψιμο στούς κακοδόξους, τὸ μεθερμήνευσε μὲ εὐσεβεστέρα διατύπωση θεοσόφως, καὶ διέσωσεν ἔτσι τὸ κῦρος τῶν θεολόγων Πατέρων.
Πλὴν αὐτῶν, ὁ Θεῖος Γρηγόριος προσέθεσε ὅσα τοῦ ἀπεκαλύφθησαν ὑπερφυῶς. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐπεξεργασθῇ, καὶ τὰ ἐνεσωμάτωσε σὲ μίαν ἑνότητα, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα πραγματικὸν ἀριστούργημα Θεολογίας, ἕνα τέλειον οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ὄντως τoν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀκοὴν καὶ διάνοιαν.
Σὲ αὐτὰ λοιπὸν τὰ συγγράμματα ὅταν ἐγκύπτω ἐγώ, ἀμέσως γίνομαι ἀληθὴς θεολόγος. Ώ, πόσων μυστηρίων ἀξιώνομαι ἀκαριαίως, καὶ σὲ ποῖες νοερὲς συλλήψεις φθάνω! Ὑπερπηδῶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, διασχίζω τόν περίγειον τοῦτον ἀέρα, ὑπερβαίνω τόν αἰθέρα, διέρχομαι ἐπάνω ἀπὸ τόν ἐμπύρινον οὐρανόν, λίγο ἀκόμη καὶ θὰ φθάσω ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Πληροῦμαι ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀνεβαίνω ὑψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ μυοῦμαι τὴν ἀσύγχυτον Μονάδα καὶ ἀδιαίρετον Τριάδα, τὸν ἕνα καὶ τρία Θεόν: τὸ μὲν κατὰ τὴν οὐσία, τὸ δὲ κατὰ τὶς ὑποστάσεις. Καὶ μαθαίνω ὅτι μία εἶναι ἡ οὐσία ἀριθμητικῶς, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἁπλῆ, ἀπερινόητος, ἀνώνυμος καὶ τελείως ἀμέθεκτος ἀπὸ τὴν κτίσῃ. Ἀπὸ δὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις. ὁ μὲν Πατὴρ εἶναι ἡ μόνη ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ῥίζα τῆς «ἐν Υἱῷ καὶ Ἁγίω Πνεύματι» θεωρουμένης θεότητος.
Ὁ δὲ Υἱὸς εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα γεννητῶς, ἀλλὰ ὄχι καὶ αἴτιος τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης τὸ Πνεῦμα εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ μόνον τὸν Πατέρα ἐκπορευόμενον, ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καὶ ἔτσι ἀποβάλλω τὸ αἰτιατοαίτιον (σημείωση: ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὴν Δυτικὴ καινοτομία τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Φιλιόκβε), τὴν νέαν αὐτὴν προσθήκην, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τὴν μοναρχία μέσα στήν θεότητα, καὶ εἰσάγει κατ’ ἀνάγκην στήν Τριάδα τὴν δυαρχίαν.
Καὶ δέν μαθαίνω μόνον αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κοινὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων θεολόγων Πατέρων, ἀλλὰ μυσταγωγοῦμαι καὶ στήν γνώση τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου Παλαμᾶ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθη μέχρι τέλους μὲ διαλόγους καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του. Καὶ συγκεκριμένως μαθαίνω ἐκεῖνο πού εἶναι μεταξὺ τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν ἀνθρώπων πού μετέχουν σ’ αὐτό. Καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ μετέχουν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δέν εἶναι ἕνα μόνον, ἀλλὰ καὶ πολλά. εἶναι οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαφέρουν καὶ μεταξὺ τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐσίαν. Καὶ μαθαίνω ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι ἄκτιστοι καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δέν εἶναι σύνθετος, ἐπειδὴ ἔχει μίαν οὐσία καὶ τὶς πολλὲς αὐτὲς ἐνέργειές του. Εἶναι δὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν οὐσία ἐπάνω ἀπὸ ὅλα, ὡς αἴτιος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ ὅλων τῶν περὶ αὐτὸν ἀϊδίως θεωρουμένων τούτων ἐνεργειῶν καὶ δυνάμεων. Καὶ ἐδῶ μὲν διδάσκομαι ὅτι αὐτὲς μετέχονται καὶ γίνονται ὁρατὲς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς μὴ ἁγίους εἶναι ἀμέθεκτες καὶ ἀόρατες. Ἐκεῖ δέ, μαθαίνω ὅτι αὐτό πού μετέχεται εἶναι ἄκτιστο. Ἀλλὰ ἂν καὶ ἄκτιστον, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἐπίσης, ἐπειδὴ δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι καὶ χωρισμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ εἶναι ἀχώριστον.
Καὶ τώρα μὲν φωταγωγοῦμαι διδασκόμενος ὅτι, ἡ μετεχομένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους θεοποιὸς δωρεὰ καὶ ἐνέργεια, λέγεται θεότης. Δηλαδὴ ἡ θεοποιὸς δωρεὰ πλουτεῖ τὸ ὑπερφυὲς ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται φυσικῶς. Τώρα δὲ φωτίζομαι ὅτι ἡ θεοποιὸς δωρεὰ δέν εἶναι κάτι τὸ κτιστὸν οὔτε ἔχει σχέση μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα. εἶναι ἔξω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, καὶ βλέπεται ἀπὸ τοὺς ἀξίους ὡς φῶς ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρις αὐτὴ εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μία μόνη κατὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ «ὁρμᾶται ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς μόνου αἰτίου, προέρχεται, προχωρεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ φανεροῦται ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι». Καὶ ὅταν μὲν τὸ θεῖον διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις, εἶναι ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ὅταν πάλι διαιρεῖται κατὰ τὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, μένει ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ὑποστάσεις.
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν πολὺν ὄντως καὶ θεοφόρητον νοῦν τῶν ἱερῶν Πατέρων, οὐσία ὀνομάζεται ὀρθοδόξως κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ὄχι λιγώτερο θεοφόρος ἀπὸ ἐκείνους καὶ πνευματοφόρος καὶ χριστοφόρος Θεῖος Γρηγόριος λέγει ὅτι ἠμποροῦμε νά ὀνομάζωμέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ οὐσίες, ὄχι παραβαλλόμενες μὲ τὴν ὑπερούσιο μίαν οὐσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὰ κτίσματα τὰ ὁποῖα οὐσιοποιοῦν. Διότι ἂν τὰ κτίσματα εἶναι οὐσίες, πολὺ περισσότερο οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐπὶ πλέον μαθαίνω ἀπὸ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν καὶ ἀκριβέστατον θεολόγον, ὅτι τὰ θεαρχικὰ πρόσωπα τῆς βασιλικωτάτης Τριάδος, ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὑπάρξεως, θεολογούναι αὐθυπόστατα καὶ ἐνυπόστατα, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς ἄλλος θεολόγος πατὴρ εἶπε μέχρι σήμερα.
Ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ διδάσκομαι ὅτι τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔλαμψε στό ὅρος Θαβὼρ δέν εἶναι οὔτε φάντασμα οὔτε κτίσμα, καὶ κάτι κατώτερον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην νοήσῃ, ἀλλὰ οὔτε πάλιν οὐσία Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὰ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα κακὰ καὶ ἰσότιμα σὲ δυσσέβεια. Ἀλλὰ ὅτι εἶναι φῶς ἄκτιστον, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, Θεότης καὶ Βασιλεία καὶ λαμπρότης, καὶ ὅσα ἄλλα θεοπρεπῆ ὀνόματα τοῦ ἔδωσαν οἱ θεολόγοι Πατέρες.
Ἀφήνω ὅλα τὰ ἄλλα ἐκφαντορικὰ καὶ θεολογικὰ θεάματα τῆς πνευματοκινήτου διανοίας καὶ γλώσσης τοῦ Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ὑψηλῶς καὶ μεγαληγόρως καὶ ἀπὸ βαθεῖαν ἁγιοπνευματικὴν πείρα διατυπωμένα, ὥστε νά μὴ φαίνωνται ὡς γεννήματα ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ κάποιας ἄλλης, ὑπερφυσικῆς καὶ οὐρανίας. Ἐνώπιόν τους δέν ἠμπόρεσαν νά σταθοῦν γιά νά ἰδοῦν καὶ νά ἀκούσουν οἱ πορευόμενοι στήν ἀπώλειαν αἱρετικοί, ποὺ ἐτόλμησαν νά ἐμβαθύνουν στά θεῖα. Ἀλλὰ κατεκεραυνώθησαν, ἔμειναν ἄναυδοι καὶ ἐπέστρεψαν στά σκοτεινὰ βάθη τούς, ἀπ’ ὅπου προῆλθαν. Καὶ ἀπεδείχθησαν ὅτι ἦσαν πίθηκοι ἀπέναντι σὲ λέοντα καὶ κώνωπες ἔναντι ἐλέφαντος, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπειδὴ δέν κατώρθωσαν νά ἀντισταθοῦν στήν θεολογικὴν ἐπιστήμη, στήν ἀκρίβεια τῶν ἀποδείξεων καὶ στίς λοιπὲς ἱερολογίες τοῦ μεγάλου Γρηγορίου.
Καὶ ὄχι μόνον τώρα, ἀλλά, ὅπως γνωρίζω καλῶς, καὶ στόν αἰῶνα τὸν ἅπαντα θὰ μείνουν κρυμμένοι στά σπήλαιά των αὐτὰ καὶ στίς σήραγγες. Ἐννοῶ μάλιστα τοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῶν αἱρετικῶν τούτων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ νοητοῦ τούτου ἡλίου τῆς θεολογίας μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων του. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἐγὼ εὐχαρίστως τὰ παρομοιάζω μὲ ἐκείνην τὴν Σκηνὴν τοῦ Μωυσέως, ποὺ ἦταν ἀντίτυπος τῆς γῆς, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπερουρανίων. Διότι τὰ μὲν ἠθικὰ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἀντίτυπο τῆς γῆς αὐλὴν τῆς Σκηνῆς. Τὰ δὲ νηπτικά, φυσικὰ καὶ ἐξηγητικά, ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀντίτυπα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ἅγια. Καὶ τὰ θεολογικὰ ὁμοιάζουν, κατὰ τoν μυσταγωγὸν Δαβίδ, μὲ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀντίτυπα τῶν ὑπερουρανίων ἐκείνων ἀδύτων «καὶ τῆς πρώτης φύσεως, ὅση μένει ἔσω τοῦ πρῶτον καταπετάσματος καὶ συγκαλύπτεται ἀπὸ τὰ Χερουβίμ».
Ἐὰν δὲ κάποιος ζητῇ νά μάθῃ τὴν μορφὴν τῆς ἐκφράσεως, ἂς γνωρίζῃ, ἐὰν δέν μὲ θεωρῇ φαῦλο κριτὴν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ ἄνδρας δέν ἦταν ἄμοιρος οὔτε στό θέμα τοῦ κάλλους τοῦ λόγου. «Διότι εἶχε περάσει ὅλην τὴν ἐξωχριστιανικὴν φιλοσοφία, καὶ δέν ἦταν ἀμελέτητος οὔτε στα σχήματα τῆς ῥητορικῆς, οὔτε στερεῖτο ἀπὸ τὸ μέλι τῶν ἀττικῶν χαρίτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κομψότητα καὶ εὐμορφία τῶν λόγων. Ὁ λόγος του εἶναι σύμμετρος στίς περιόδους, καὶ αὐτὸ φαίνεται παντοῦ, περισσότερο δὲ στά ἐξηγητικά, τὰ ἐγκωμιαστικὰ καὶ τὰ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματά του. Παντοῦ ὅμως εἶναι δημιουργὸς σαφηνείας περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, χρησιμοποιεῖ κυριολεξίες καὶ ἐκφραστικὲς λέξεις ἀκριβείας, τηρεῖ τοὺς συντακτικοὺς κανόνες καὶ ἀποφεύγει τὰ ὑπερβατὰ καὶ ἐλλειπτικὰ σχήματα καὶ τὶς μεταφορές, καθὼς καὶ τὶς σχοινοτενεῖς περιόδους. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ὁ λόγος του δέν κατέρχεται σὲ πεζότητα. Διότι πάντοτε ἐπιτυγχάνει ἄριστον συνδυασμὸν τοῦ σαφοῦς μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ σοβαρόν, ἀποφεύγοντας τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ὑπερβολές, κινούμενος στόν χῶρο τῆς μεσότητος. Σὲ ὅλα δὲ τὰ συγγράμματά του ἀκμάζει ἡ γλυκύτης, ἡ λαμπρότης καὶ τὸ στρογγυλὸν τοῦ λόγου, ποὺ τὸν κάνουν νά ὁμοιάζη μὲ μαργαριτάρι.
Ὡς ἐκ τούτου ἐπιτυγχάνει, ὥστε τὸ ὑψηλὸν καὶ δυσθεώρητον τῶν θεωρημάτων τοῦ περὶ τῆς Τριαδικῆς Θεολογίας ἢ τῆς μυστικῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, νά μὴ γίνωνται δύσκολα στήν κατανοήσῃ. Ὁ γλυκύτατος αὐτὸς ὁ ἰδικός μου ῥήτωρ διακρίνεται γιά τὴν ἄνετον ἀπομνημονεύσῃ κειμένων, γιά τὸν πλούσιον λόγο του καὶ γιά τὴν ἀκριβολογία του. Εἶναι δογματικός, συλλογιστικὸς καὶ ἀποφαντικός, καὶ ἀγαπᾷ ἰδιαιτέρως τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ νηπτικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του, ὅταν συγγράφῃ, ὁμοιάζει νά ἔχῃ βάσῃ κυβικὴν ἢ τετράγωνον. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀποτελεσματικώτατος καὶ παρέχεται ὡς ὑπόδειγμα στούς φιλολόγους πρὸς μίμησιν. Ἐπαινοῦνται δηλαδὴ διττῶς αὐτὰ τὰ συγγράμματα ἀπὸ τὸ χρυσοῦν γένος τῶν λογίων, δηλ. καὶ ὡς πρὸς τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος. Διότι ὁ ποιητὴς τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν εἶναι ὁ μόνος, ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ποὺ εὐδοκίμησε καὶ στά δύο αὐτά, δεινὸς στήν νόησῃ καὶ στό νά ἐκφράση εὔμορφα αὐτό πού ἔχει συλλάβει. Καὶ θὰ ἠμποροῦσε νά μεταβάλῃ τὸν λόγο του σὲ κῆπο μὲ τριαντάφυλλα ἢ ἐναρμόνιο λύρα ἢ γλυκύφθογγο σάλπιγγα, ἐὰν πρὸ ἐτῶν δέν εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν ἐνασχόληση μὲ τοὺς λόγους, χάριν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος γιά τὸν ἑαυτὸν του.
Τὰ λεγόμενά μου μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἁγιώτατος καὶ σοφώτατος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν Φιλόθεος, λέγοντας περὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου Γρηγορίου, καὶ μάλιστα περὶ τῶν νηπτικῶν καὶ θεολογικῶν, τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ τὶ νά εἴπῃ κανείς, ὢ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλή, περὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν σου λόγων. Διότι αὐτοὶ κυρίως πρέπει νά ὀνομάζωνται ἱεροὶ λόγοι. Μᾶλλον ὅμως ἱεροὶ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στά θεῖα καὶ ἱερὰ πράγματα. Ἐνῶ οἱ ἰδικοί σου δικαίως πρέπει νά λέγωνται ὄχι μόνον ἱεροὶ ὅπως οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἱεροὶ τῶν ἱερῶν, ὅπως εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, ὅπως λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς θεολόγους, ὡς περιεκτικώτερα καὶ κυριώτερα».
Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος τελειώνοντας τὸν βίο τοῦ θεσπεσίου Γρηγορίου: «Σύ λοιπὸν καὶ τώρα πού μετέστης πρὸς τὸν Χριστόν, ἐποπτεύεις τὴν ποίμνη σου καὶ ὅλο τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη τρανότερα ἀπὸ ὑψηλά. Κάθε εἴδους νόσο θεραπεύεις, καταρτίζεις μὲ τοὺς λόγους σου, ἀποδιώκεις τὶς αἱρέσεις καὶ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ παντοειδῆ πάθη. Διότι οὐδέποτε θὰ λησμονήσης τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἐπιστήμη καὶ τοὺς τόσο μεγάλους ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες πρὸς χάριν μας… Καὶ λύσε τὴν καταιγίδα αὐτῶν τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων παθῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ κορυφώνεται ἐπὶ τόσο μακρὸν χρόνο καὶ διεγείρει τὴν τρικυμίαν αὐτὴ καὶ τὴν ζάλη, ἢ ἁπάλλαξέ μας τώρα ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες γιά τὰ ἐκεῖθε καὶ γιά τὴν προσδοκωμένην μακαρίαν ἀναψυχὴ καὶ ἄνεση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Πηγή: www.imaik.gr