Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Νικήτας ὁ Γότθος. Ἡ ἐξάπλωση τῆς τιμῆς του καὶ ἡ εἰσαγωγή της στὴν Κύπρο
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πανορθοδόξως τιμωμένους στρατιωτικοὺς ἁγίους, προστάτες στρατιωτικῶν ταγμάτων, τοῦ ὁποίου ἡ τιμὴ εἰσήχθη καὶ στὴν Κύπρο —τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 12ο αἰ.— εἶναι καὶ ὁ μεγαλομάρτυς Νικήτας ὁ Γότθος.
Σύμφωνα μὲτὰ παρεχόμενα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα του Μαρτύρια στοιχεῖα, ὁ ἔνδοξος μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἦταν Γότθος στὴν καταγωγή. Παρόλο τοῦτο, ὡς βλαστὸς περιφανοῦς οἰκογένειας, διετήρησε τὴν ἔμφυτη εὐγένειά του ἀνόθευτη ἀπὸ τὴ φυσικὴ βαρβαρότητα τοῦ ἔθνους του. Καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ ζήσει ἐνάρετα, ἔχοντας ἤδη ἀκούσει γιὰ τὴν πνευματικὴ ὡραιότητα τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἁγιώτατο Θεόφιλο, ἀρχιεπίσκοπο Γοτθίας, ἕνα ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὶς ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ μαθητεία του στὴν ἀληθινὴ πίστη συνέχισε καὶ ἐπαυξήθηκε στὸν Οὐλφίλα, διάδοχο τοῦ Θεοφίλου, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Νικήτας, παρόλο ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔγινε ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ στρατοῦ τῆς χώρας του, ἀπέβη καὶ φλογερὸς ἱεροκήρυκας τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ δὲν ἔπαυε νὰ ἐμπνέει στὸν βάρβαρο λαό του τὸν πόθο γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστη.
Ἀλλὰ ὁ διάβολος, φθονώντας τὴν προσέλευση τῶν Γότθων στὸν Χριστιανισμό, ἐνέσπειρε διχόνοια μεταξύ τους καὶ τοὺς χώρισε σὲ δύο ἔντονα ἀντιμαχόμενες ἐχθρικὲς παρατάξεις. Ἡ μία, μὲ ἀρχηγὸ τὸν σκληρὸ καὶ ἀσεβέστατο Ἀθανάριχο, ἦταν ὁπαδοὶ τῆς πατρογονικῆς εἰδωλολατρίας, ἐνῶ ἡ ἄλλη, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Φριτιγέρνη, εἶχαν ἀσπασθεῖ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ τελευταῖος, ἕνεκα τῆς στρατιωτικῆς ὑπεροχῆς τοῦ Ἀθανάριχου, ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, καὶ ὁ τότε αὐτοκράτορας Οὐάλης (364-378) τοῦ παραχώρησε τὸ στράτευμα τῆς Θράκης. Ὁ Φριτιγέρνης, ὅπως παλαιότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔχοντας προπορευόμενο τῶν στρατευμάτων του τὸ λάβαρο τοῦ Τίμιου Σταυροῦ, κατατρόπωσε τὸν Ἀθανάριχο, ποὺ μόλις διέφυγε τὴ σφαγή. Αὐτὴ ἡ νίκη ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ πολλοὶ ἄλλοι Γότθοι.
Ἀργότερα ὅμως, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὁ Ἀθανάριχος ἀνέκτησε τὴν πρώτη δύναμή του καί, πνέοντας ἄσπονδο μίσος καὶ μένεα κατὰ τῶν χριστιανῶν, τοὺς συνελάμβανε καὶ τοὺς ὑπέβαλλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τότε καὶ ὁ Νικήτας, γνωστὸς γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ δημόσια κηρύγματα του, συνελήφθη ξαφνικά, τὴν ὥρα ποὺ κήρυττε στὸν λαὸ γιὰ τὸν Χριστό. Σύρθηκε βίαια ἐνώπιον τοῦ Ἀθανάριχου καί, μολονότι ἐξαναγκάσθηκε ν’ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του. Τότε οἱ ἀσεβεῖς, κτυπώντας τον ἀνελέητα, συνέτριψαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἀλλὰ —ὢ τῆς ἀνδρείας του!— καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ ἅγιος δὲν ἔπαυε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο, μέχρις ὅτου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔλαβε χώρα λίγο πρὶν τὸ 375.
Στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Νικήτα ἦταν παρὼν καὶ κάποιος εὐλαβέστατος χριστιανός, ὀνόματι Μαριανός, ἐπίσημος πολίτης τῆς Μοψουεστίας καὶ φίλος τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος, ἀναχωρώντας τότε γιὰ τὴν πατρίδα του, θέλησε νὰ μεταφέρει μαζί του ὅ,τι λείψανο εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ παραμείνει ἀχώριστος μαζί του. Καί, ἐνῶ συλλογιζόταν πῶς θὰ τὸ ξεχώριζε ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν ἄλλων μαρτύρων ποὺ εἶχαν ριχθεῖ στὸν ἴδιο χῶρο, οὐράνια δύναμη, μὲ τὴ μορφὴ φωτεινοῦ ἀστεριοῦ, στάθηκε πάνω στὸ σῶμα τοῦ ἁγίου Νικήτα. Καὶ ὁ Μαριανὸς τὸ ἀναγνώρισε ἀμέσως, γιατί, Χάριτι Θεοῦ, εἶχε διαφυλαχθεῖ ὁλόκληρο καὶ ἀβλαβές. Τὸ ἀσπάσθηκε τότε μὲ πόθο, τὸ ἔβαλε σὲ θήκη ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει, καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὸ ἔτος 375 στὴ Μοψουεστία, ὅπου ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα.
Ἀρχικὰ τὸ ἱερὸ τοῦτο λείψανο φυλασσόταν στὴν οἰκία τοῦ Μαριανοῦ καὶ κατόπιν κατατέθηκε στὸ θυσιαστήριο (ἁγία Τράπεζα) τοῦ ναοῦ (βασιλικῆς), ποὺ οἰκοδομήθηκε στὰ προπύλαια τῆς πόλης στὸ ὄνομά του, ἀφοῦ κράτησαν οἱ πιστοὶ τὸν ἀντίχειρα ἑνὸς τῶν χεριῶν τοῦ μάρτυρος γιὰ προσκύνηση. Ἡ κατάθεση τούτη ἔγινε στὶς 15 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα ποὺ καθιερώθηκε ὡς αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου.
Ἡ πόλη τῆς Μοψουεστίας, μὲ τὴν ἄνωθεν πρόνοια τοῦ μάρτυρος, διατήρησε ἐπὶ μακρὸν τὴν ἐπίζηλη θέση τοῦ ἐπίκεντρου τιμῆς του. Ὁ ἐπίσκοπος Μοψουεστίας Αὐξέντιος, ποὺ ἄκμασε κατὰ τὸν 5ο αἰ., εἶχε ἀνεγείρει ναὸ τῶν Ἁγίων μαρτύρων Πρόβου, Ταράχου καὶ Ἀνδρονίκου ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης. Ἐπειδὴ ὅμως, γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει τὸν ναὸ τοῦτο ἔλαβε μέρος τῶν ἁγίων τους λειψάνων ἀπὸ τὴ γειτονικὴ πόλη τῶν Ἀναζάρβων, ὑποσχέθηκε νὰ παραχωρήσει ὡς ἀντάλλαγμα στὴν πόλη αὐτὴ μέρος τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικήτα. Συνάθροισε λοιπὸν ὁ Αὐξέντιος τεχνίτες μὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐργαλεῖα καὶ μαζὶ μὲ κληρικοὺς τῆς Μητρόπολης ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρος ἀκέραιο καὶ ἄφθαρτο. Ὅταν ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες τόλμησε νὰ ἀποσπάσει τεμάχιο ἀπ᾽ αὐτό, τότε —ὢ τοῦ θαύματος!— ἐπειδὴ δὲν ἤθελε ὁ μάρτυς νὰ μελίσουν τὸ ἱερό του λείψανο, παρέλυσε τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔγινε σεισμὸς μαζὶ μὲ βροντὲς καὶ ἀστραπές, ποὺ κατατρόμαξαν τοὺς παρισταμένους! Τότε ὁ ἐνάρετος Αὐξέντιος, μὲ προσευχὴ πρὸς τὸν ἅγιο θεράπευσε τὸ παράλυτο χέρι, ἐνῶ ἀποκατέστησε τὸν τάφο, εὐτρεπίζοντάς τον κατάλληλα. Ἔτσι, σὺν τῷ χρόνῳ, ὁ ἅγιος Νικήτας κατέστη ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος τῆς φιλόχριστης πόλης Μοψουεστίας.
Μέχρι τὸν 10ο αἰ. λιγοστὰ εἶναι δυστυχῶς τὰ ὅσα γνωρίζουμε γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ μάρτυρος. Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου (ἄγνωστο κατὰ πόσον ὅλα ἢ τμῆμα τους) μεταφέρονται στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀνακατάληψη τῆς Μοψουεστίας ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς τὸ 965, κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Νικηφόρου Β´ Φωκᾶ καὶ πρὶν τὸν 11ο αἰ., καὶ κατατίθενται στὸν ἀρχαῖο ναὸ τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ τῆς Βασιλεύουσας. Ἐκεῖ μαρτυροῦνται ὅτι φυλάσσονταν μέχρι τουλάχιστον καὶ τὸ ἔτος 1200.
Γιὰ τὴν πλούσια χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἔλαβε παρὰ Θεοῦ ὁ ἅγιος Νικήτας, ἡ τιμή του, μὲ νέο πλέον ἐπίκεντρο τὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξαπλώθηκε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 10ου αἰ., ἰδιαίτερα ὅμως ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. κ. ἑξ. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίζονται ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου τούτου σὲ μεγάλο ἀριθμὸ καὶ καθόλη τὴν αὐτοκρατορία. Περαιτέρω καὶ κατὰ τὴν αὐτὴ περίοδο ἀνεγείρονται οἱ πρῶτοι ναοὶ τοῦ Ἁγίου Νικήτα ἐκτὸς Μοψουεστίας. Νὰ προσθέσουμε πὼς στὴν περαιτέρω διάδοση τῆς τιμῆς του συνέβαλε καὶ τὸ ὅτι, μαζὶ μὲ τοὺς μεγαλομάρτυρες Γεώργιο καὶ Μάμαντα, ὑπῆρξε καὶ προστάτης τῶν ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων–ὁριοφυλάκων τῆς περιοχῆς (τῶν Ἀκριτῶν τῆς περιοχῆς Κιλικίας καὶ τοῦ Ταύρου), οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ γιὰ στρατιωτικοὺς λόγους μετακίνησή τους στὶς παραμεσόγειες περιοχές, μετέφεραν εὔλογα καὶ τὴν τιμὴ τῶν προστατῶν τους ἁγίων.
Μεταξὺ ἄλλων, ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικήτα τοῦ Γότθου ἀφίκνυται καὶ στὴν Κύπρο. Τοῦτο εἶναι πιθανὸν νὰ συνέβη κατὰ τὴν περίοδο ἔξαρσης ἐξακτίνωσης τῆς μνήμης του (τέλη 10ου-11ος αἰ.), ἢ καὶ κατὰ τὴν προέλαση τῶν Σελτζούκων μετὰ τὴν ὀλέθρια γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἧττα στὴ μάχη τοῦ Μαντζικέρτ (1071). Ὅπως μαρτυρημένα συνέβηκε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις μαζικῆς μετακίνησης πληθυσμῶν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ Συρία στὴν Κύπρο, λόγῳ τῶν ἐκεῖ κατακτήσεων ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους (ἤ, σὲ ἄλλες χρονικὲς περιόδους λόγῳ τῶν ἀραβικῶν κατακτήσεων), ὁπόταν οἱ πρόσφυγες μετέφεραν μαζί τους τὴν τιμή, ἀλλὰ καὶ λείψανα ἁγίων τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας τους (λ.χ. οἱ Ἀντιοχεῖς μετέφεραν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὸ Μένικο, κ.λπ.), πιθανώτατα καὶ οἱ πρόσφυγες ἀπὸ τὴ Μοψουεστία μετέφεραν τὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικήτα στὴν Κύπρο.
Θεωροῦμε πὼς ἀρχικὸ ἐπίκεντρο τῆς τιμῆς αὐτῆς στὴ νῆσο ἀποτέλεσε τὸ ὁμώνυμο χωριὸ Ἅγιος Νικήτας καὶ ὁ ναὸς στὸ ὄνομά του στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς Μόρφου, ποὺ οἰκοδόμησαν οἱ εὐσεβεῖς αὐτοὶ πρόσφυγες χριστιανοί. Βεβαίως ὁ σημερινὸς ναὸς ἀποτελεῖ πολὺ μεταγενέστερο κτίσμα. Τὸ χωριὸ αὐτό, ποὺ ἀργότερα κατονομάζεται ἁπλῶς ὡς Νικήτας, μαρτυρεῖται μὲ τὴν ὀνομασία Ἅγιος Νικήτας σὲ ἔγγραφο τῆς περιόδου τῆς Βενετοκρατίας (ἀρχῶν 16ου αἰ.). Καὶ ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀρχικὰ οἱ Φράγκοι κατακτητὲς τῆς Κύπρου καὶ κατόπιν οἱ Ἐνετοὶ διατήρησαν στὶς καταγραφὲς καὶ στὰ ἐπίσημα ἔγγραφά τους τὰ βυζαντινὰ τοπωνύμια τῆς νήσου, ἡ ἐν λόγῳ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Νικήτα Μόρφου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι τὸ χωριὸ εἶναι προφραγκικό, ἱδρύθηκε δηλαδὴ κατὰ τὴ βυζαντινὴ γιὰ τὴ νῆσο περίοδο (πρὶν τὸν 12ο αἰ.). Νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ πὼς τὴν ἔλευση καὶ ἐγκατάσταση προσφύγων Σύρων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς Σολίας φαίνεται νὰ ἐνισχύουν, τόσο παπικὰ μεσαιωνικὰ ἔγγραφα, ὅσο καὶ τὸ πλησιόχωρο στὴ Μόρφου Συριανοχώρι, ἱδρυμένο προφανῶς ἀπὸ Συρορθόδοξους πρόσφυγες κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ γιὰ τὴν Κύπρο περίοδο.
Περαιτέρω, κατὰ τὴ μαρτυρία ἄλλων παπικῶν ἐγγράφων ποὺ σώζονται στὸ ἀρχεῖο τοῦ Βατικανοῦ καὶ χρονολογοῦνται στὸ ἔτος 1322, ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικήτα πλησίον τῆς Λευκωσίας, ποὺ τότε βρισκόταν σὲ κακὴ κτηριακὴ κατάσταση ἕνεκα παλαιότητος. Δὲν γνωρίζουμε κατὰ πόσον ὁ ἐν λόγῳ ναὸς θὰ μποροῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν ὡς ἄνω τοῦ ὁμωνύμου χωριοῦ κοντὰ στὴ Μόρφου, ἢ πρόκειται γιὰ ἄλλο ναὸ τοῦ ἁγίου στὴν περιοχὴ τῆς Λακατάμειας, ποὺ μαρτυρεῖται σὲ ἄλλες πηγές. Τὸ συμπέρασμα ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἐπικύρωση τῆς πρώιμης τιμῆς τοῦ μάρτυρος Νικήτα στὴν Κύπρο.
Γεγονός, ποὺ ἐνισχύει τὴν ἄποψη πὼς ἐπίκεντρο τιμῆς τοῦ ἁγίου Νικήτα στὴν Κύπρο ὑπῆρξε τὸ ἀνωτέρω ὁμώνυμο χωριὸ εἶναι πὼς οἱ γνωστὲς παλαιὲς (βυζαντινὲς/μεσαιωνικὲς) ἀπεικονίσεις του στὴ νῆσο βρίσκονται ὅλες σὲ μνημεῖα/ναοὺς στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰώνα, ὁ ἅγιος τοιχογραφεῖται στὴ μονὴ τῆς Παναγίας Ἀσίνου (ἔτος 1105/1106). Περαιτέρω, ὡραιότατες τοιχογραφίες του διατηροῦνται στὰ καθολικὰ τῶν μονῶν Ἁγίου Ἰωάννου Λαμπαδιστοῦ (15ος αἰ.) καὶ Τιμίου Σταυροῦ Ἁγιασμάτι (ἔτος 1494). Ἀκόμη, στὸ χωριὸ τοῦ Μουτουλλᾶ σώζεται ἡ ἀρχαιότερη φορητή του εἰκόνα στὴν Κύπρο, ἔργο τοῦ 13ου αἰώνα (ἀδημοσίευτη).
Ἄλλη σημαίνουσα ἀπόδειξη ἰδιαίτερης τιμῆς τοῦ ἁγίου στὴ νῆσο μας ἀποτελεῖ ἡ ὕπαρξη τῆς ἁγίας του κάρας (τοῦ ἄνω τμήματος) καθὼς καὶ τεμαχίων λειψάνων του, ἀποθησαυρισμένων σήμερα στὴν περικλεὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου. Τὸ ἐρώτημα, ποὺ τίθεται ἐν προκειμένῳ, εἶναι τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ ἦλθαν τὰ ἱερὰ αὐτὰ λείψανα στὴν Κύπρο. Ὑπάρχει ἡ πιθανότητα αὐτὰ νὰ μεταφέρθηκαν στὴ νῆσο κατὰ τὸν 11ο αἰώνα ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες Μοψουεστεῖς, ποὺ ἀνήγειραν καὶ τὸ ὁμώνυμο χωριὸ καὶ ναὸ στὴν περιοχὴ τῆς Μόρφου. Κατὰ κάποια δὲ ἱστορικὴ περιπέτεια τοῦ χωριοῦ, αὐτὰ μεταφέρθηκαν γιὰ ἀσφάλεια στὴ μονὴ τοῦ Κύκκου, προφανῶς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῶν πλησιοχώρων μετοχίων τῆς μονῆς στὴν περιοχὴ (μετόχιο Ξηροπόταμος στὴν Πεντάγεια καὶ μετόχιο Μπάρατζης στὸ Πραστειὸ Μόρφου).
Καταλήγοντας, μποροῦμε μὲ ἀσφάλεια νὰ καταθέσουμε πώς, καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ μεγαλομάρτυρος Νικήτα τοῦ Γότθου, ἡ φιλόχριστος καὶ φιλαγία νῆσος τῶν Κυπρίων ἀναδεικνύεται, γιὰ μία ἀκόμη φορά, ὄχι ἁπλῶς σταυροδρόμι λαῶν, μὰ τόπος κατάπαυσης λαῶν, ἀσκητῶν καὶ χριστιανῶν προσφύγων, καὶ μαζὶ πολυπληθῶν ἁγίων, γιὰ νὰ διαιωνίζει τὴν ἱερή τους τιμὴ καὶ μνήμη, καὶ νὰ παραμένει ἐσαεὶ νῆσος ἁγίων καὶ ἁγία νῆσος.