“…Η καρδιά καθαρίζει με δάκρυα και αναστεναγμούς. Ένας αναστεναγμός με πόνο ψυχής ισοδυναμεί με δυο κουβάδες δάκρυα…”
– Γέροντα, ο ένας από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθή με τον Χριστό πώς σώθηκε;
– Εκείνος ανέβηκε από τον τοίχο και μπήκε στον Παράδεισο! «Η του ληστού μετάνοια τον Παράδεισον εσύλησεν». Έκλεψε δηλαδή με την μεγάλη του μετάνοια και τον Παράδεισο.
Η μετάνοια είναι το βάπτισμα των δακρύων. Με την μετάνοια ο άνθρωπος ξαναβαπτίζεται, αναγεννιέται. Ο Απόστολος Πέτρος με την άρνησή του πρόδωσε κατά κάποιον τρόπο τον Χριστό, επειδή «έκλαυσε πικρώς», έλαβε την άφεση για την πτώση του. Δηλαδή η ειλικρινής μετάνοια που είχε, τον ξέπλυνε, τον καθάρισε πάλι.
Ο καρδιακός πόνος και ο εσωτερικός αναστεναγμός είναι τα εσωτερικά δάκρυα, που είναι ανώτερα από τα εξωτερικά. Ένας καημένος, έλεγε: «Τί σκληρός που είμαι, πάτερ! Ούτε ένα δάκρυ! Η καρδιά μου είναι σαν πέτρα. Τί σκληροκαρδία! Αχ!». Ενώ ήταν πολύ ευαίσθητος, αισθανόταν πολύ σκληρός, γιατί δεν έκλαιγε. Αναστέναζε όμως βαθιά, βογγούσε ο καημένος, και έβλεπες έναν αναστεναγμό να βγαίνη από τα βάθη της καρδιάς του!
Από την στιγμή που αισθάνεσαι ότι δεν είσαι εντάξει και λές ταπεινά «ήμαρτον, Θεέ μου», ο Θεός συγχωρεί, βοηθάει και χαριτώνει, και αν σε βρη στην κατάσταση αυτήν ο θάνατος, θα σωθής… να ξέρης, ο πνευματικός άνθρωπος, όταν αισθάνεται ότι είναι χάλια, δέχεται την θεία Χάρη, γιατί είναι ένα ξέπλυμα αυτή η συναίσθηση που έχει για την αμαρτωλότητά του.
Εγώ, όταν κάποιος με πόνο μου λέει: «είμαι τέτοιος, τέτοιος», τον χαίρομαι, γιατί, αφού αναγνωρίζει τα σφάλματά του, θα ελευθερωθή από αυτά. Βρήκα κάποτε έναν άνθρωπο που έμενε σε ένα καλύβι με τα γατιά, με τα σκυλιά. Ούτε φωτιά άναβε, γιατί φοβόταν μην κάψη το καλύβι. Ήταν τελείως εγκαταλελειμμένος! Τον πόνεσα, τον λυπήθηκα, αλλά εκείνος μου είπε: «Μη με λυπάσαι, μωρέ καλόγερε· εγώ πρέπει να βασανισθώ. Αν ήξερες τί έχω κάνει, δεν θα με λυπόσουν. Για μένα, κι εδώ που είμαι, πολύ είναι». Έ, αυτόν, ό,τι κι αν έχη κάνει, δεν θα τον οικονομήση ο Θεός; Και τώρα που ήμουν στο νοσοκομείο, ήρθε μια γυναίκα, που τα χέρια της ήταν τρυπημένα από τις μεταγγίσεις! Ήταν τελείως χάλια! Δεν είχε η φουκαριάρα φλέβα για φλέβα! «Δεν έχω κανένα καλό, μου λέει. Μήπως με λυπηθή από αυτά ο Θεός και με πάρη στον Παράδεισο! Έχω εκείνο, εκείνο το ελάττωμα…». Και έλεγε-έλεγε ένα σωρό κουσούρια. Τί λεπτή εργασία έκανε στον εαυτό της! Εγώ σε τέτοια κατάσταση άλλον άνθρωπο δεν είδα!
Όταν ο άνθρωπος έχη μεγάλη ταπείνωση, αναγνωρίζη το σφάλμα του, αισθάνεται την ενοχή του σε μεγάλο βαθμό και υποφέρη, τότε ο Χριστός θα φερθή με επιείκεια και θα τον συγχωρήση. «Παιδί μου, θα του πή, μην το σκέφτεσαι πιά· πάει, έληξε». Αν όμως δεν συναισθάνεται την ενοχή του και αναπαύη τον λογισμό του ότι ο Χριστός θα φερθή με επιείκεια και ευσπλαχνία, αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Δηλαδή ο Χριστός θα βραβεύση τους αμαρτωλούς;
Η καλή αναγνώριση του εαυτού μας συγκινεί τον Θεό και μας δίνει βοήθεια θεϊκή και χαρά παραδεισένια. Αν μας βοηθούσε και η μη αναγνώριση, ο Θεός ούτε και αυτήν θα μας την ζητούσε.
Πάντως η μετάνοια είναι μεγάλη υπόθεση. Δέν έχουμε καταλάβει ότι ό άνθρωπος με την μετάνοια μπορεί να άλλάξη την απόφαση τού Θεού.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να έχη τέτοια δύναμη ό άνθρωπος. Κάνεις κακό; Ό Θεός σου δίνει σκαμπιλάκι. Λές «ήμαρτον»; Σταματά και σου δίνει ευλογίες.
Ο αμαρτωλός, όταν μετανοήση ειλικρινά, συγχωρείται από τον Θεό, αισθάνεται μέσα του θεία παρηγοριά και μπορεί να φθάση σε πνευματική αγαλλίαση… Πά πά πά, τί δύναμη έχει η μετάνοια! Απορροφά την θεία Χάρη. Έναν λογισμό ταπεινό να φέρη στον νού του ο άνθρωπος, σώθηκε.
Θα σας πω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε καλύτερα (τι είναι η θεία παρηγοριά). Ένα παιδάκι κάνει μια μικρή ζημιά, σπάζει λ.χ. ένα εργαλείο του πατέρα του, και ύστερα στενοχωριέται και κλαίει, γιατί την θεωρεί πολύ μεγάλη. Όσο περισσότερο κλαίει και αναγνωρίζει την ζημιά που έκανε και υποφέρει, τόσο περισσότερο ο πατέρας του το χαϊδεύει και το παρηγορεί: «Καλά παιδάκι μου μη στενοχωριέσαι, δεν πειράζει, θα αγοράσουμε άλλο». Εκείνο όμως, βλέποντας την στοργή του πατέρα του, κλαίει από φιλότιμο περισσότερο. «Δεν μπορώ, λέει, να μη στενοχωριέμαι. Να, τώρα χρειάζεται το εργαλείο και εγώ το έσπασα». «Παιδάκι μου, δεν είναι τίποτε, παλιό ήταν», του λέει. Αλλά εκείνο πάλι στενοχωριέται. Και όσο αυτό στενοχωριέται, άλλο τόσο ο πατέρας του το σφίγγει στην αγκαλιά του, το φιλάει και το χαϊδεύει. Έτσι και όσο περισσότερο υποφέρει ο άνθρωπος και λυπάται για την αμαρτωλότητά του ή για την αχαριστία του προς τον Θεό Πατέρα και κλαίει φιλότιμα που λύπησε με τις αμαρτίες του τον Θεό Πατέρα του, τόσο περισσότερο και ο Θεός τον ανταμείβει με θεία αγαλλίαση και τον γλυκαίνει εσωτερικά. Αυτή η λύπη έχει μεν πόνο, αλλά έχει και ελπίδα και παρηγοριά… Η θεία παρηγοριά έρχεται από την μετάνοια… Θλίβεται-παρηγοριέται, θλίβεται-παρηγοριέται. Ένα σκαμπίλι δίνει στον εαυτό του για το σφάλμα που έκανε, ένα χάδι δέχεται από τον Θεό, ένα σκαμπίλι-ένα χάδι… Αυτή είναι η μετάνοια που φέρνει την θεία παρηγοριά.
Μετάνοια πραγματική είναι πρώτα να συναισθανθή ο άνθρωπος το σφάλμα του , να πονέση , να ζητήση συγχώρεση από τον Θεό και μετά να εξομολογηθή. Έτσι θα έρθη η θεία παρηγοριά . Για αυτό πάντα συνιστώ μετάνοια και εξομολόγηση. Μόνον εξομολόγηση ποτέ δεν συνιστώ.
Πόσο βοηθάει η μετάνοια, για να εξαφανισθή το κακό!
Τα βιβλία των Μακκαβαίων να τα διαβάσετε όλα. Είναι πολύ δυνατά. Τί διαταγή είχε δώσει ο βασιλιάς! Να καταπατήσουν οι ελέφαντες τους Ισραηλίτες! Πήγαν οι άλλοι, ετοίμασαν την τελετή, πότισαν πεντακόσιους ελέφαντες με δυνατό κρασί και λιβανωτό, για να τους εξαγριώσουν, και περίμεναν τον βασιλιά να παρουσιασθή, για να αρχίσουν την τελετή. Αλλά ο βασιλιάς είχε ξεχάσει την διαταγή που έδωσε. Πηγαίνει ο ελεφαντάρχης να ειδοποιήση τον βασιλιά, γιατί δεν είχε παρουσιασθή ακόμη. «Βασιλιά, του λέει, σε περιμένουμε. Όλα τα έχουμε έτοιμα· τους ελέφαντες, τους Ιουδαίους, οι προσκαλεσμένοι περιμένουν». «Ποιός σάς είπε να κάνετε τέτοιο πράγμα;», του λέει! Φωνές, απειλές… Και αυτό δεν έγινε μια φορά αλλά τρείς. Μικρό πράγμα ήταν να ξεχάση ο βασιλιάς την εντολή που είχε δώσει ο ίδιος; Και όχι μόνον αυτό, αλλά τελικά άλλαξε όλη την στάση του προς τους Ιουδαίους. Όλη η βάση εκεί είναι: Να μετανοήση ο κόσμος.
Να παρακαλούμε να δίνη ο Θεός μετάνοια στον κόσμο, για να αποφύγουμε την δικαία οργή του Θεού. Η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί διαφορετικά παρά μόνο με μετάνοια και τήρηση των εντολών Του.
«Προσπαθώ να συντρίβωμαι μπροστά στον Θεό απλώνοντας τις αμαρτίες μου και τις αχαριστίες μου· να ζητώ ταπεινά το έλεός Του και να Τον ευγνωμονώ δοξολογώντας». Η μετάνοια για τον αγωνιζόμενο είναι ένα εργόχειρο που δεν τελειώνει ποτέ. Τους πεθαμένους τους κλαίνε, τους θάβουν, τους ξεχνούν… Τις αμαρτίες μας θα τις κλαίμε συνέχεια, μέχρι να πεθάνουμε, αλλά με διάκριση και με ελπίδα στον Χριστό που σταυρώθηκε, για να μας αναστήση πνευματικά.