1. Μερικοὶ ἐπαναπαύονται, ὅτι ἔχουν τόση Χάρη Θεοῦ μέσα τους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συγκρατοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ μὴ τοὺς νικᾶ ἡ ἁμαρτία ποὺ κατοικεῖ μέσα τους. Κι’ ἔτσι συμβαίνει, τώρα νὰ ἔχουν προσευχὴ νηφάλια καὶ ἀνάπαυση, ἔπειτα νὰ ἐνεργοῦνται ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ νὰ δελεάζονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἔχουν μέσα τους τὴ Θ. Χάρη. Ἔτσι οἱ ἐπιπόλαιοι, ὅταν ἔννοιωσαν μέσα τους τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, νόμισαν ὅτι ἐλευθερώθηκαν γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ οἱ διακριτικοὶ καὶ νουνεχεῖς δὲν θ’ ἀργηθοῦν ὅτι, καὶ ὅταν κατοικεῖ μέσα τους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πάλι ταράζονται ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ ἄτοπους λογισμούς.
2. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς μάτια ἤ γλώσσα, αὐτιὰ καὶ πόδια, νὰ βλέπει κανεὶς ἤ νὰ μιλάει, ἤ ν’ ἀκούει ἤ νὰ περπατάει, ἔτσι ἐπίσης εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεϊκὴ ἐνέργεια νὰ γίνει κανεὶς κοινωνός τῶν Θείων μυστηρίων καὶ νὰ γνωρίσει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ἤ ν’ ἀποκτήσει τὸν πλοῦτο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι οἱ δούλοι τοῦ Θεοῦ καταρτίζονται συνεχῶς μὲ τὴ Θεϊκὴ γνώση καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
3. Καταλήγοντας λέω ὅτι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἦσαν γεμάτοι ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἦσαν ὁλότελα ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ φροντίδες. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀγαλλίαση καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρά εἶχαν καὶ κάποιο φόβο. Γιατὶ ὁ Κύριος καὶ ἀπὸ τοὺς τελείους ἀκόμη ζητεῖ νὰ εἶναι τὸ θέλημα τῆς ψυχῆς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ συμβαδίζουν καὶ τὰ δύο. «Μή σβήνετε τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἅγιου Πνεύματος» (Ἀπ. Παῦλος). Τὸ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν ἀπάθεια καὶ τὴν τελειότητα εἶναι εὔκολο. Δύσκολο ὅμως εἶναι τὸ νὰ μάθει μὲ τὴν πείρα καὶ ἀληθινὰ πῶς κατορθώνεται ἡ τελειότητα.
4. Ὅσοι λένε πνευματικὰ λόγια χωρὶς νὰ τὰ γεύονται, τοὺς παρομοιάζω μὲ ἄνθρωπο πού, ἐνῶ δὲν ἔχει φάει ποτὲ μέλι, προσπαθεῖ νὰ δώσει στοὺς ἄλλους νὰ ἐννοήσουν τί εἴδους εἶναι ἡ γλυκύτητά του. Τέτοιοι εἶναι πράγματι ὅσοι δὲν δοκίμασαν στὴν πράξη καὶ μ’ ἐσωτερικὴ πληροφορία τὰ σχετικά μὲ τὴν τελειότητα καὶ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ἀπάθεια καὶ θέλουν νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὰ στοὺς ἄλλους. Κινδυνεύει δηλαδὴ κάπως ὁ Χριστιανισμὸς λίγο-λίγο νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν γεμάτο χαρὰ κι’ εὐφροσύνη δρόμο του καὶ νὰ πέσει στὴν ἔρημο τῆς ἀθεΐας. Εἶναι δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμός, σὰν νὰ δώσει κανεὶς σ’ ἕνα διψασμένο ἕνα γλυκὸ ποτὸ καὶ νὰ τὸν κάνει, -ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ δίψα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ ποτοῦ- νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ πιὸ ἄπληστα!.·. Αὐτὰ ὅμως δὲν νοοῦνται μόνο μὲ λόγια χωρὶς πείρα, ἀλλὰ ἐπιτελοῦνται μὲ τὴ νοερὴ καὶ μυστικὴ ἐργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔτσι λέγονται. Ἔτσι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι σὰν φαγητὸ καὶ ποτό, πού, ὅσο περισσότερο τὸν γεύεται κανείς, τόσο ἀνάβει καὶ ἡ ἐπιθυμία του καὶ δὲν τὸν χορταίνει!