Ὁ ἅγιος νέος ἱερομάρτυς Μαρτύριος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης (25 Ὀκτωβρίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ ἅγιος νέος ἱερομάρτυς Μαρτύριος ἔζησε κατὰ τὸν 18ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. καὶ ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς παρὰ τὸ χωριὸ Ὀροῦντα τῆς Μητροπόλεως Μόρφου Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τὰ ἐφεξῆς λίγα γνωστὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ μαρτύριό του στηρίζονται σὲ ἐκδεδομένη —πολὺ ἰσχυρὴ μέχρι σήμερα— ζῶσα λαϊκὴ παράδοση τῆς Ὀρούντης. 

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀξιόπιστη αὐτὴ παράδοση —ἡ ὁποία νὰ σημειωθεῖ πὼς καθόλου δὲν συσχετίζει τὴ θανάτωση τοῦ ἡγουμένου μὲ τὰ γεγονότα τοῦ κυπριακοῦ 1821—, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ., μία ὁμάδα ἀπὸ Τουρκοάραβες μωαμεθανούς, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸν μικρὸ συνοικισμὸ Ἀχερᾶς, ἐμφανίσθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο νὰ τοὺς δώσει χρήματα. Αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλαγεῖ, τοὺς ἔστρωσε πλούσιο τραπέζι καί, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν, ἀναχώρησαν ἥσυχα.

Ὁ χῶρος μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρτυρίου

Τότε ὁ ἡγούμενος, προαισθανόμενος ὅτι θὰ ἐπανέρχονταν οἱ μωαμεθανοὶ νὰ τοῦ ξαναζητήσουν χρήματα, πῆρε μιὰ χάλκινη κατσαρόλα καὶ ἕνα πήλινο δοχεῖο καί, ἀφοῦ ἔβαλε μέσα τὰ χρήματα (χρυσὲς λίρες) καὶ τὰ κοσμήματα-ἀφιερώματα τῆς μονῆς, ἔσκαψε καὶ τὰ ἔκρυψε σὲ ἕνα χωράφι. Πράγματι, τὴν ἑπομένη ἦλθαν ξανὰ οἱ Ἀγαρηνοὶ καὶ ζητοῦσαν χρήματα ἀπὸ τὸν ἡγούμενο. Ὅταν αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε πὼς δὲν εἶχε νὰ τοὺς δώσει, αὐτοὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ τοὺς ὑπογράψει ἕνα χαρτὶ ὅτι τοὺς χρεωστοῦσε κάποιο συγκεκριμένο ποσὸ χρημάτων. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, σκότωσαν τὸν ἡγούμενο καὶ ἔριξαν τὸ πτῶμα του μέσα στὸν ἀλακατόλακκο (δεξαμενή), κοντὰ στὴ μονή, ἐνῶ παράλληλα ἐξεδίωξαν ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς μοναχούς. Μέχρι σήμερα σώζεται καὶ ὑποδεικνύεται ἡ δεξαμενὴ ἐκείνη, στὴν ὁποία ρίχθηκε ὁ φονευμένος ἡγούμενος.

Ἔτσι, ὁ ἐνάρετος αὐτὸς ἡγούμενος, ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴ ζωή του, δίνοντας χρήματα στοὺς μωαμεθανούς, προτίμησε νὰ θυσιάσει τὴ ζωή του χάριν τῆς μονῆς του. Κι ἀκόμη, προτίμησε τὴ θανάτωσή του, παρότι γνώριζε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀποφύγει ἀπαρνούμενος τὸν Χριστὸ καὶ ἀλλαξοπιστώντας.

Θέλοντας νὰ καλύψουν τὸ ἔγκλημά τους, τὴν ἑπομένη ξαναπῆγαν στὸ μοναστήρι μὲ τὶς φοράδες τους ἔνοπλοι, πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ Τούρκου Ὀρουντιώτη Χατζησούφη, καὶ τοῦ πρότειναν νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ κυνηγήσουν. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω δεξαμενή, δῆθεν γιὰ νὰ γεμίσουν μὲ νερὸ τὶς νεροκολοκύθες τους, καὶ προσποιήθηκαν ἄγνοια, ὅταν εἶδαν τὸ πτῶμα τοῦ ἡγουμένου, ποὺ ἐπέπλεε ἀκόμη στὸ νερό, λέγοντας πὼς εἶχε πνιγεῖ. Τελικὰ ἀποκάλυψαν στὸν Χατζησούφη τὴν ἐγκληματική τους ἐνέργεια, λέγοντας πὼς τάχα τοὺς χρωστοῦσε χρήματα ὁ ἡγούμενος, παρακαλώντας τον νὰ μὴν εἰπεῖ τίποτα σὲ κανένα. Ἀφοῦ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀχερᾶ, πῆραν τὶς οἰκογένειές τους καὶ κατοίκησαν στὸ μοναστήρι.

Στὸ μεταξύ, πρὶν ἐπιστρέψουν οἱ Ἀγαρηνοί, οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς μονῆς ἐνταφίασαν στὴν Ὀροῦντα τὸν ἡγούμενο καὶ σκέπτονταν νὰ μεταβοῦν στὴ Λάρνακα, νὰ καταγγείλουν στὰ ἐκεῖ εὐρωπαϊκὰ κονσουλάτα (προξενεῖα) τὸν φόνο τοῦ Γέροντά τους. Οἱ Ὀρουντιῶτες ὅμως τοὺς ἀπέτρεψαν, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἔβρισκαν στὸν δρόμο οἱ Τοῦρκοι καὶ τοὺς σκότωναν καὶ ἐκείνους. 

Τελικὰ ἄλλοι Τοῦρκοι ἐξεδίωξαν τοὺς φονεῖς ἀπὸ τὴ μονή, στὴν ὁποία κατοίκησε ὁ ἀνωτέρω Χατζησούφης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Στὴ συνέχεια τὰ χωράφια τῆς μονῆς πωλήθηκαν σταδιακά, καὶ κάποια ἀγοράστηκαν ἀπὸ Ὀρουντιῶτες. Τὸ 1874 βρέθηκε ἀπὸ χωριανοὺς πρῶτα ἡ κατσαρόλα μὲ ἀφιερώματα καὶ τὸν ἐπιστήθιο σταυρὸ τοῦ ἡγουμένου ἀπὸ σμάλτο καὶ χρυσό, καὶ κατόπιν τὸ πήλινο δοχεῖο μὲ τὰ χρυσὰ νομίσματα, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν παράδοση γιὰ τὸν φόνο τοῦ ἡγουμένου. Ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ τὰ βρῆκαν τὸ διέδωσαν, μαθεύτηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, ποὺ ἦλθαν καὶ ἔκαναν κατάσχεση τὰ εὑρεθέντα καὶ τὰ ἀπέστειλαν στὸν Σουλτάνο στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ δώσουν τελικὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ καιρὸ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὰ εἶχαν βρεῖ μιὰ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν εὕρεση.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ τῆς μέχρι θανάτου θυσίας τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου γιὰ νὰ μὴν παραδώσει τὰ ἱερὰ τιμαλφῆ, τὰ ἀφιερωμένα ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στὸν Θεό, μᾶς παραπέμπει, μεταξὺ ἄλλων, σὲ δύο ἔξοχα παλαιὰ ὑποδείγματα ἁγίων ἀνδρῶν, τοῦ μεγαλομάρτυρος Λαυρεντίου τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας.

Στὴν πρώτη περίπτωση, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ ἀγίου Ξύστου πάπα Ῥώμης τὸν Αὔγουστο τοῦ 258, οἱ Ῥωμαῖοι διῶκτες ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν ἀρχιδιάκονο Λαυρέντιο, στὸν ὁποῖο ὁ Ξύστος εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὰ τιμαλφῆ σκεύη κ.λπ. ἀφιερώματα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς τὰ παραδώσει. Αὐτὸς τότε ζήτησε τρεῖς ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ συγκεντρώσει δῆθεν τοὺς θησαυροὺς ποὺ εἶχε, ἀλλ᾽ ἀντὶ τούτου διαμοίρασε τὴν κτημοσύνη τῆς Ἐκκλησίας σὲ πτωχούς, ἀρρώστους καὶ ὀρφανὰ τῆς πόλης. Τὴν τρίτη ἡμέρα παρουσιάστηκε μὲ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στοὺς διῶκτες του, λέγοντας ὅτι ἐκεῖνοι οἱ πτωχοὶ ἦταν οἱ θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὁπόταν οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες, γεμάτοι ὀργή, παρέδωσαν τὸν Λαυρέντιο στὸν διὰ πυρὸς θάνατο [1].

Στὴ δεύτερη περίπτωση, ὅταν ὁ διοικητὴς τῆς Ἀφρικῆς πατρίκιος Νικήτας ἐπιχείρησε νὰ κατάσχει τὰ χρήματα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, μετὰ ἀπὸ ὑποβολὲς κάποιων πονηρῶν ἀνδρῶν ὅτι τάχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὰ σκορπίζει ἄσκοπα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὁ ἅγιος τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξῆς θαυμαστὴ ἀπάντηση:  «Οὐ δίκαιον οἶμαι, κῦρι ὁ πατρίκιος, τὰ τῷ ἐπουρανίῳ βασιλεῖ προσενεχθέντα τῷ ἐπιγείῳ προσενέγκαι. εἰ δὲ καὶ ὅλως τίποτε τοιοῦτον ἔκρινας, πίστευσον, Ἰωάννης ὁ ἐλάχιστος κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ ἐπίσκοπος ἓν ἐξ αὐτῶν νουμὶν οὐ δίδει σοι». Κι ὅταν τόλμησε ὁ πατρίκιος Νικήτας καὶ τὰ ἅρπαξε τυραννικά, ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸ σημεῖο καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀνεξικακία τοῦ ἁγίου, τὸν ἔκανε καὶ τὰ ἐπέστρεψε μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια στὸν ἅγιο [2].

Ὡς πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ νεομάρτυρος τούτου ἡγουμένου, ποὺ δὲν ἔχει διασωθεῖ καὶ δὲν εἶναι ἐπὶ τοῦ παρόντος γνωστό, ἡ σημερινὴ ἀδελφότητα τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης εἰσηγεῖται διὰ τοῦ οἰκείου αὐτῆς Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου τὴν ἐπὶ τοῦ παρόντος καθιέρωση τοῦ ὀνόματός του ὡς Μαρτύριος, καθόσον τοῦτο τυγχάνει ἰδιαίτερα ἐμφαντικὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους, καὶ προτείνει ὡς ἰδιαίτερη ἡμέρα μνήμης του τὴν 25η Ὀκτωβρίου, κατὰ τὴν ὁποία τιμᾶται ὁ ὁμώνυμος μάρτυρας Μαρτύριος, νοτάριος τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Παύλου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ.

Βιβλιογραφία: Δημήτριος Χ. Πετρίδης, «Μιὰ λαϊκὴ παράδοση γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, τόμ. 5 (2001), σσ. 529-538· Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας, Σύντομο Ἱστορικό, [Λευκωσία 2015], σ. 5.

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Τὰ Μαρτύρια τῶν ἁγίων Λαυρεντίου ἀρχιδιακόνου, Ξύστου πάπα Ῥώμης καὶ Ἱππολύτου πρεσβυτέρου (ἡ μνήμη του στὶς 10 Αὐγούστου) βλ. στὴν BHG 976-978b. 

2 Βλ. τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Βίου (CPG 7884) τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος στό: Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακεὶμ (ἐπιμ.), Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Λεμεσοῦ, Λεμεσὸς 2018, σσ. 138-142.