Οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς Μονῆς Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Γαβριὴλ Μακρύδιακος καὶ Χριστοφόρος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου

Α. Γαβριὴλ Μακρύδιακος, μοναχὸς καὶ διάκονος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Μάμαντος, νεομάρτυς, ὁ ἐκ Μόρφου (†1750)

Βασικὴ γραπτὴ πηγὴ γιὰ τὰ λιγοστὰ ἀλλὰ σημαντικὰ διασωζόμενα στοιχεῖα τοῦ βίου καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Γαβριὴλ Μακρυδιάκου ἀποτελεῖ σχετικὴ διήγηση σὲ σητόβρωτο χειρόγραφο βιβλίο χρονογραφίας ἱερέως τινὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀργάκι Μόρφου (ἀγνώστων στοιχείων καὶ χρονολογίας), τὸ ὁποῖο ἀνεῦρε ὁ διανοούμενος ἀγρότης Χατζηματθαῖος Χατζηνικολάου, ἐπίσης ἀπὸ τὸ Ἀργάκι, καὶ ἐξέδωσε ὁ Μορφίτης διδάσκαλος καὶ μουσικὸς Κώστας Καλαθᾶς. Παράλληλα, ἐπέζησε καὶ ἡ ἀνάλογη προφορικὴ παράδοση, τὴν ὁποία κατέθεσεν ἀρχικὰ ὁ δημοσιογράφος Γεώργιος Λαντίδης σὲ συνέντευξή του στὸ Ραδιοφωνικὸ Ἵδρυμα Κύπρου τὸ 1988, κατὰ τὸν Αὔγουστο δὲ τοῦ 2020, ὁ ἐπίσκοπος Κυρήνης Ἀθανάσιος (Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας), ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν εὐγενὴ καλωσύνη νὰ γνωστοποιήσει στὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Ἔνταξης Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο, κατόπιν παράκλησης τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου, στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος αὐτοῦ.

*   *   *

Ὁ ἅγιος καλλίνικος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γαβριήλ, ποὺ παρέμεινε γνωστὸς στοὺς πολλοὺς ὡς Μακρύδιακος, ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὸν 18ο αἰώνα, τὴν ἐποχὴ τῆς πολυώδυνης γιὰ τὴ νῆσο περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. Τὸ ὄνομά του Γαβριὴλ μᾶς κοινοποίησε ὁ ἀνωτέρω ἐκ Μόρφου καταγόμενος ἐπίσκοπος Κυρήνης Ἀθανάσιος. Ὁ Γαβριὴλ ὑπῆρξε γόνος τῆς κωμοπόλεως Μόρφου, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὸ 1730, ἀπὸ ἐνάρετους γονεῖς χριστιανούς. Ὁ πατέρας του ἦταν πρεσβύτερος, ὀνόματι παπᾶ-Νικόλας. Ὑπῆρξε πρόπαππος τοῦ δικαστῆ Χριστοπούλου καὶ τοῦ Νικόλα τοῦ Διάκου, τῶν ὁποίων ὁ δεύτερος εἶχε υἱοὺς τοὺς Γεώργιο, Πολύκαρπο, Χρῆστο, Βασίλειο, Σωκράτη καὶ Ἄριστο, μὲ τὸ ἐπώνυμο Γαβριηλίδη [1]. Καὶ ἀπὸ τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειας αὐτῆς πιστοῦται τὸ ὄνομα τοῦ Μακρυδιάκου ὡς Γαβριήλ. Περαιτέρω, στὴ Χάρτα ποὺ ὑπογράφουν Κύπριοι στὴ Βενετία τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1821, περιλαμβάνεται καὶ ὁ «Ταξίαρχος Μιχαὴλ Μακρύδιακος» [2], προφανῶς ἀπόγονος τοῦ νεομάρτυρος.

Ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν νεομάρτυρα μὲ πλούσια καὶ ἐπίζηλα φυσικὰ χαρίσματα: Ἦταν ἄνδρας ὑψηλοῦ ἀναστήματος (ὕψους ἕξι ποδῶν), ἰσχυρῆς σωματικῆς διάπλασης, ὡραίας κατατομῆς, κοσμημένος μὲ γλυκύτατη φωνή, ἔφερε δὲ κόμην πλουσίαν μέχρι τῆς ὀσφύος. Ἕνεκα λοιπὸν τοῦ ἰδιαίτερα ὑψηλοῦ γιὰ τὴν ἐποχή του παραστήματος, παρέμεινε γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακρύδιακος, δηλαδὴ ὁ ὑψηλὸς διάκονος. Δὲν ὑπῆρξε ὅμως μονάχα σωματικὰ τόσο πλούσια προικισμένος, ἀλλ᾽ εἶχε συνακόλουθα καὶ τὰ ψυχικὰ χαρίσματα, δηλ. σεμνότητα, ἁγνότητα, εὐλάβεια καὶ πίστη θερμὴ πρὸς τὸν Χριστό, ἕνεκα τῶν ὁποίων καὶ πόθησε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ὁλόψυχη διακονία τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου τῶν εἴκοσι ἐτῶν, ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου, ὅπου διακονοῦσε μὲ εὐλάβεια, κοσμώντας τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ τὸ ἱεροπρεπές του παράστημα καὶ τὴν ἀγγελική του μελῳδία. 

Ἀλλ᾽ ἐπέπρωτο τὰ ἀνωτέρω πλούσια φυσικά του χαρίσματα νὰ γίνουν καὶ ἡ ἀφορμὴ τοῦ μαρτυρίου του. Διότι οἰ ἐγχώριοι Τοῦρκοι, γοητευμένοι ἀπὸ αὐτά, πρότειναν στὸν ἐνάρετο διάκονο νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴ συνέχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ σπουδάσει ἱεροδιδάσκαλος (χότζας). Ἐδῶ φάνηκε ἡ ὄντως πνευματικὴ τοῦ Μακρυδιάκου λεβεντιά, διότι μὲ παρρησία καὶ σταθερότητα ἀπέρριψε τὶς βδελυρὲς τῶν ἀλλοπίστων προτάσεις. Ἔντρομη ἡ οἰκογένειά του γιὰ τὰ ἀναμενόμενα ἐπακόλουθα, προσπάθησε νὰ φυγαδεύσει κρυφὰ τὸν νέο ὁμολογητὴ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τὸν ἐντόπισαν στὸ ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴ Μόρφου εὑρισκόμενο χωριὸ Ἁγία Εἰρήνη, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔθεσαν ὑπὸ κράτηση κατὰ τὸ ἔτος 1750. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὲς οἰκογένειες Μορφιτῶν εἶχαν κτήματα στὸ χωριὸ τοῦτο Ἁγία Εἰρήνη, γεγονὸς ποὺ δικαιολογεῖ τὸ γιατί ὁ Γαβριὴλ διωκόμενος βρῆκε ἐκεῖ καταφύγιο.

Ὑπενθυμίζουμε στὸν φιλάγιο ἀναγνώστη πὼς ἐκείνη ἡ χρονικὴ περίοδος ὑπῆρξε ἰδιαίτερα δύσκολη γιὰ τὸν ὑπόδουλο λαὸ τῆς Κύπρου, καθὼς καὶ τὸν τότε ἐνάρετο καὶ ἀγωνιστὴ ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο τὸν ἐκ Γαλάτας (1734-1759), ὁ ὁποῖος ποικιλότροπα διώχθηκε, συκοφαντήθηκε, παύθηκε τοῦ θρόνου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ κάποια χρονικὴ περίοδο. 

Ὁ κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο πασᾶς τῆς Μόρφου Σαλὶχ καὶ οἱ ἄνθρωποί του προσπάθησαν, ἄλλοτε μὲ ὑποσχέσεις ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς καὶ ἄλλοτε μὲ διάφορα τεχνάσματα νὰ κάμψουν τὴ θέληση τοῦ θεοφιλοῦς Γαβριὴλ καὶ νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τουρκέψει. Ἀλλά, μὲ τὴ χάρη τοῦ Παντοδυνάμου Κυρίου, ὁ νεαρὸς διάκονος τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς Πίστης του, ἀπορρίπτοντας μεγαλόψυχα καὶ τάματα καὶ ἀπειλὲς τῶν ἀπίστων τυράννων. Ἕνα μόνο ποθοῦσε, σὲ ἕνα μόνο ἀπέβλεπε, στὴ διακονία στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο, στὴ μετοχὴ στὴ δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἀπελπισμένος ὁ Σαλὶχ πασᾶς, διέταξε πρῶτα τὸν βασανισμὸ καὶ κατόπιν τὴ θανάτωση τοῦ ὁμολογητῆ διακόνου μὲ ἀποκεφαλισμό, καὶ ὅρισε νὰ γίνει ἡ ἐκτέλεσή του στὴ μεγάλη πλατεία τῶν ἁλωνιῶν τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ πρὸ τῆς εἰσβολῆς τοῦ 1974 κυβερνητικὰ γραφεῖα τῆς πόλης. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του εἶναι ὁ αὔλειος χῶρος τοῦ Ἐπισκοπείου τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, ὁ λεγόμενος κῆπος της. Μάλιστα παλαιότερα σωζόταν ἐκεῖ καὶ ὑπόλειμμα τοῦ κορμοῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο καρατομήθηκε ὁ μάρτυρας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Φιλόθεος, μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἐθνάρχη καὶ ἐκπροσώπου τῶν Ρωμηῶν τῆς νήσου, μεσολάβησε γιὰ τὴ ματαίωση τῆς θανάτωσης τοῦ Μακρυδιάκου, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. 

Ἦταν Μάιος τοῦ 1750, ὅταν ὁ Γαβριὴλ Μακρύδιακος «ἐπορεύθη ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν» γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πιθανὸν περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνός [3]. Ὅπως μάλιστα διασώζει ἡ τοπικὴ παράδοση, ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς τελείωσης τοῦ νέου τούτου ἀθλητῆ τῆς Πίστης, ὅσοι ἀσχολοῦνταν μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες, τὶς ἐγκατέλειψαν, ἔκαναν ἀργία, καὶ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους. Ὁδηγήθηκε λοιπὸν ὁ νέος χριστομάρτυς μὲ τὰ χέρια του δεμένα ὀπισθάγκωνα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ, τὸν γονάτισαν, τοποθέτησαν τὴν κεφαλή του ἐπάνω σὲ ἕνα κομμένο κορμὸ δένδρου συκομορέας, καὶ τὸν ἐρώτησαν τρεῖς φορὲς ἐὰν τουρκεύει. Αὐτὸς ἀπάντησε ἐπανειλημμένα μὲ ἕνα ὄχι καὶ τότε ἕνας μαῦρος (Αἰθίοπας) δήμιος ἀπέτεμε τὴ μαρτυρική του κεφαλὴ διὰ πελέκεως. 

Ἡ εὐλογημένη πρεσβυτέρα, ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρος, «περίλυπος ἕως θανάτου», ἐπὶ τριάντα ἡμέρες ἔπινε μονάχα νερὸ χωρὶς νὰ τρώει καὶ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Κύριο.

Ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα τοῦ Σαλὶχ πασᾶ ἀκολούθησε ἀναπόδραστα μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια. Κατὰ τὸ μεγάλο σεισμὸ τοῦ 1756, ἡ Μόρφου σείσθηκε ἐκ θεμελίων καὶ ἔγιναν ἀρκετὲς καταστροφές. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ αἱμοβόρος Σαλὶχ πασᾶς καταπλακώθηκε μὲ ὅλο τὸ χαρέμι του, ἀποτελούμενο ἀπὸ ἕξι γυναῖκες. Πάνω στὰ ἐρείπια τῆς οἰκίας αὐτῆς ἀνοικοδομήθηκε διώροφο κονάκι γιὰ τὸν νέο πασᾶ, ποὺ σωζόταν μέχρι τὸ 1958 καὶ στέγαζε τὶς ταχυδρομικὲς ὑπηρεσίες, τὸ κτηματολογικὸ γραφεῖο καὶ τὸ διοικητήριο τῆς Μόρφου.

Ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Γαβριὴλ Μακρυδιάκου στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου τελεῖται μὲ αὐτὴ πάντων τῶν ἐν Μόρφου ἁγίων τὴν Β´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Εἰκόνες του (τοιχογραφίες), ποὺ ἁγιογραφήθηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου, κοσμοῦν τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Μενίκου καὶ τὸ σχολικὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Γυμνάσιο Ἀκακίου.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, πέραν τοῦ ἐν λόγῳ τοπικοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ νεομάρτυρος Γαβριήλ, εἰσηγεῖται τὸν ἑορτασμό του κατὰ τὸν μῆνα τοῦ μαρτυρίου του, συγκεκριμένα στὶς 30 Μαΐου, καὶ ὅπως συνεορτάζεται κατὰ τὴν αὐτὴ ἡμέρα μὲ τὸν ἐφεξῆς νεομάρτυρα Χριστοφόρο, καὶ αὐτὸν χρηματίσαντα διάκονον τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου.

Βιβλιογραφία: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΝΤΙΔΗΣ, «Μόρφου, ἱστορικὴ διαδρομή», Δῆμοι τῆς Κύπρου (περιοδικὴ ἔκδοση), τεῦχ. 5 (Ἰανουάριος- Μάρτιος 1985, σσ. 15-16· ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΑΘΑΣ, Μυθιστορία τοῦ Μόρφου, Λευκωσία 2002, σσ. 27-29· ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ, Ἡ Μόρφου ὡς Θεομόρφου. Ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Σόλων στὴ Μητρόπολη Μόρφου, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου καὶ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2001, σσ. 38-39· ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑΣ, «Ἡ συμβολὴ τῶν νεομαρτύρων καὶ τῶν ἐθνομαρτύρων στὴ διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης συνείδησης τῶν Κυπρίων», στό: Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ὁ μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (ἐπιστημονικὸς τόμος), (ἐκδ.) Ἱερὰ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ Μονὴ Μαχαιρᾶ, Λευκωσία 2012, σσ. 710-711· Μητροπολίτης Κυρήνης Ἀθανάσιος (Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας), Μαρτυρία περὶ μάρτυρος καρατομηθέντος ἐν Μόρφου ὑπὸ τῶν Τούρκων (ἐπιστολιμαῖο κείμενο, ἡμερ. 20.08.2020, καταρτισμένο ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἔρευνες τοῦ ἁγίου Κυρήνης, τὸ ὁποῖο κατέθεσε στὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Εἰσήγησης Ἔνταξης Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο, κατόπιν παράκλησης τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου).

Β. Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Χριστοφόρος διάκονος

Σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χριστοφόρου δυστυχῶς δὲν διασώθηκαν ἰδιαίτερα βιογραφικὰ στοιχεῖα. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ζώσας τοπικῆς παράδοσης, κατὰ τὶς ἀποφράδες ἡμέρες τοῦ κυπριακοῦ 1821 ὑπηρετοῦσε ὡς διάκονος στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου. 

Μέσα στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο κλίμα τῶν ἀνηλεῶν σφαγῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους πολλῶν ἀπὸ τοὺς ὑποδούλους Κυπρίους ἀπὸ τὴν 9η Ἰουλίου 1821 κ. ἑξ., ἀρκετοὶ ἀναδεικνύονται μάρτυρες τῆς Πίστεως. Ὁ τότε πρωθιερέας τοῦ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Νικόλαος δειλίασε, ἀλίμονο, μπροστὰ στὸ σπαθὶ τῶν κατακτητῶν καὶ ἀλλαξοπίστησε, μετονομασθεὶς σὲ Ντερβὶς Χασάν. Ὁ γενναῖος ὅμως διάκονος καὶ θεοφόρος Χριστοφόρος, στὴν πρόταση ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μωαμεθανός, ἀρνήθηκε μεγαλόψυχα καί, κατὰ τὴ μαρτυρία ποὺ διασώζει ὁ Γεώργιος Κηπιάδης, ἀπαγχονίσθηκε στὶς 10 Ἰουλίου, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Χριστοφόρου τελεῖται στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου μὲ αὐτὴ πάντων τῶν ἐν Μόρφου ἁγίων κατὰ τὴ Β´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Περαιτέρω, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου εἰσηγεῖται τὸν συνεορτασμό του μὲ τὸν ὡσαύτως διάκονο στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Γαβριὴλ Μακρύδιακο στὶς 30 Μαΐου.

Βιβλιογραφία: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΛΟΣ, ᾎσμα Ἀρχιερέων, σ. 29.122: «᾽τούρκισεν ὁ Πρωτόπαπας, λέγω, ἀπὸ τοῦ Μόρφου. Ἐπιάσαν τον καὶ ᾽δῆσάν το κι᾽ ἐμπάσαν τον τὴν Χώραν, εἶδεν τὸν φόβον τὸν πολλὺν καὶ ᾽τούρκισεν τῆς ὥρας»· ἡ αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν Παραλλαγὴ Β2, σσ. 35-36.124-126· ΚΗΠΙΑΔΗΣ, Ἀπομνημονεύματα 1821, σ. 19· ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΛΟΣ, Κυπριακαὶ θυσίαι 1821, σ. 150· Ζῶσα προφορικὴ τοπικὴ παράδοση, ἡ ὁποία κατατέθηκε στό: Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, Ἡ Μόρφου ὡς Θεομόρφου. Ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Σόλων στὴ Μητρόπολη Μόρφου, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου καὶ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2001, σ. 39. Περαιτέρω, βλ. Ἀνωνύμου, λῆμμα «Μόρφου», Μεγάλη Κυπριακὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, 13, σ. 220.


Σημειώσεις:

[1] Εἶναι γνωστοὶ μέχρι σήμερα οἱ ἐκ Μόρφου ἀπόγονοι τοῦ νεομάρτυρος, τοὺς ὁποίους καὶ καταγράφει ὁ ἅγιος Κυρήνης στὸ ὡς ἄνω Ὑπόμνημά του πρὸς τὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή.

[2] «Ἔγγραφον τῶν ἐν Εὐρώπῃ διασωθέντων Κυπρίων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν», ἡμερ. 6 Δεκέμβριος 1821, ἔκδοση στό: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΑΓΑΘΩΝΟΣ, οἰκονόμος (ἐπιμ.), Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ὁ μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Ἀρχεῖον Κειμένων, (ἐκδ.) Ἱερὰ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ Μονὴ Μαχαιρᾶ, Λευκωσία 2009, σσ. 376-378.

[3] Γιὰ τὸ ἀβέβαιο ἀφενὸς τῆς ἡμέρας τελείωσης τοῦ νεομάρτυρος Γαβριήλ, ἀφετέρου γιὰ τὸ ὅτι περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Μαΐου ἑορτάζονται ἀρκετοὶ ἅγιοι, ἰδιαιτέρως τιμώμενοι, ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος εἰσηγήθηκε νὰ ὅπως τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 30 Μαΐου.