Ὁμιλία στὴν μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος (27/7)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ο άγιος Παντελεήμων (13ος αι.), φορητή εικόνα, ιερά μονή Αγίας Αικατερίνης, Όρος Σινά

Παντελεήμων, ὁ μεγαλομάρτυς Χριστομάρτυς, ὁ τοῦ Παντελεήμονος Θεοῦ ἐπώνυμος, ἡ δόξα τῶν μαρτύρων καὶ τὸ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ταχὺς τῶν πιστῶν ἀντιλήπτορας καὶ ἰατρός, ἡ βρύση τῶν θαυμάτων καὶ τὸ πέλαγος τῶν ἰαμάτων, τὸ γλυκὺ στοὺς πιστοὺς καὶ πράγμα καὶ ὄνομα, συνεκάλεσε τὴ σημερινὴ ὁμήγυρη μαζὶ καὶ πανήγυρη, καὶ συνάθροισε ἐμᾶς,

τὸν φιλόχριστο καὶ φιλομάρτυρα λαὸ τοῦ Θεοῦ στὸν περικαλλή του τοῦτο ναό, γιὰ νὰ στέψουμε τὴ μαρτυρικὴ κεφαλή του μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ τὸν ἀντιδόξασε πλουσιοπάροχα καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.

Ἐπίγεια πατρίδα τοῦ οὐρανοπολίτη τούτου ἁγίου ὑπῆρξε ἡ κλεινὴ μεγαλούπολη τῆς Νικομήδειας στὴ Βιθυνία τῆς βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ὁ μέτοχος αὐτὸς τοῦ ἀϊδίου Φωτὸς κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ., μὲ γονεῖς τὸν εἰδωλολάτρη συγκλητικὸ Εὐστόργιο καὶ τὴν ἐνάρετη χριστιανὴ Εὐβούλη, ποὺ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Παντολέων.

Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς τὸ ἔτος 293, μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ συστήματος τῆς Τετραρχίας γιὰ τὴ διοίκηση τῆς ἀχανοῦς τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐπέλεξε τὴ Νικομήδεια ὡς τὴν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὴ εἶχε ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ ἔτος 268, ὁ Διοκλητιανὸς τὴν ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων μὲ ἐνισχυμένα τείχη, ἐργοστάσιο ὅπλων, λουτρά, ἀμφιθέατρο, παλάτι, βασιλικὴ καὶ νομισματοκοπεῖο. Τόσο δὲ ἀναβαθμίσθηκε, ὥστε κατέστη μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας μαζὶ μὲ τὴ Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια.

Σ᾽ αὐτὴ λοιπὸν τὴ λαμπρὴ καὶ κατείδωλο μεγαλούπολη ἀνατράφηκε ὁ Παντολέων, λαμβάνοντας ἀξιόλογη μόρφωση. Ἔχοντας δὲ ἀγαθὴ προαίρεση, σπούδασε τὴ φιλάνθρωπη ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς κοντὰ στὸν περίφημο στὴν ἐποχή του ἰατρὸ Εὐφρόσυνο. Σὲ λίγο διάστημα ἐξέμαθε τόσο καλὰ τὴν ἰατρική, ὥστε, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὔγουστος τῆς Ἀνατολῆς Μαξιμιανὸς Γαλέριος, σκεφτόταν νὰ τὸν προσλάβει ὡς προσωπικό του ἰατρὸ στὸ παλάτι. Αὐτὰ σχεδίαζε γιὰ τὸν Παντολέοντα ὁ ἐπίγειος βασιλιάς· ἀλλ᾽ ὁ ἐπουράνιος καὶ παντοκράτορας Θεὸς προόριζε τὸν νέο γιὰ πολὺ ὑψηλότερα ἀξιώματα. Γιατί, βλέποντας ὁ Κύριος τὴν ἁγνή του καρδιὰ πὼς ἦταν σκεῦος δεκτικὸ τῆς Χάρης Του, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίζει, νὰ γίνει μαθητής Του. Καί, νὰ πῶς.

Στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 303, οἱ αὐτοκράτορες Διοκλητιανὸς καὶ Γαλέριος ἐξέδωσαν διάταγμα (ἔδικτο) γενικοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν στὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία. Χιλιάδες ἦταν τότε οἱ πιστοὶ ποὺ ἀναδείχθηκαν μάρτυρες στὴ Νικομήδεια, μὲ προεξάρχοντα τὸν θαυμαστὸ ἀρχιεπίσκοπό τους ἅγιο Ἄνθιμο (ἡ μνήμη του στὶς 3 Σεπτεμβρίου). Κάποιοι ὅμως πιστοί, μὴ αἰσθανόμενοι ἕτοιμοι γιὰ τὸ μαρτύριο, παρέμεναν κρυμμένοι. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ πρεσβύτερος Ἑρμόλαος, ποὺ λειτουργοῦσε κρυφὰ καὶ στήριζε τοὺς ἐναπομείναντες πιστούς. Βλέποντας ὁ Ἑρμόλαος τὸν νεαρὸ Παντολέοντα πηγαίνοντας γιὰ μάθημα στὸν Εὐφρόσυνο  νὰ διέρχεται καθημερινὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν, διεγνώρισε τὴν καθαρότητα καὶ δεκτικότητα τῆς ψυχῆς του. Πληροφορημένος λοιπὸν ἐσωτερικὰ ὅτι, ἐὰν τοῦ ἀποκάλυπτε τὸν κεκρυμμένο πολύτιμο μαργαρίτη Χριστό, δηλαδὴ τὰ μυστήρια τῆς χριστιανικῆς Πίστης, ὁ νέος θὰ καρποφοροῦσε πολυπλάσια τὸν εὐαγγελικὸ σπόρο, τὸ τόλμησε. Τὸν κάλεσε λοιπὸν στὸ σπίτι του καὶ τοῦ δίδαξε τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ θεραπεύσει τὴν ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν μας χωρὶς βότανα καὶ ἀνθρώπινες τέχνες, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Τὰ θεοφόρα λόγια τοῦ ἁγίου πρεσβυτέρου γέμισαν χαρὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγνοῦ νέου, ποὺ συνέχισε νὰ μεταβαίνει κρυφὰ στὸ σπίτι τοῦ Ἑρμολάου καὶ νὰ κατηχεῖται περαιτέρω στὴ χριστιανικὴ Πίστη.

Ἐπιστρέφοντας κάποια μέρα ἀπὸ τὸν Εὐφρόσυνο, βρῆκε στὸν δρόμο ἕνα παιδὶ νεκρὸ ἀπὸ δάγκωμα ἔχιδνας, ποὺ βρισκόταν δίπλα ἀπὸ τὸ θύμα της. Ὁ Παντολέων ἔκρινε πὼς εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νὰ δοκιμάσει τὴν ἀλήθεια τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Ἑρμολάου, τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές Του, ὅτι στὸ ὄνομά Του θὰ ἐπιτελοῦν θαυμαστὰ σημεῖα: Θὰ ἐγείρουν νεκρούς, θὰ ἐκβάλλουν δαιμόνια, θανατώνουν ὄφεις, θὰ θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια. Ἐπικαλέσθηκε λοιπὸν τὸ παντοδύναμο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί, τὸ μὲν παιδὶ ἀμέσως ἀναστήθηκε σὰν ἀπὸ ὕπνο, τὸ δὲ ἰοβόλο ἑρπετὸ ἀμέσως θανατώθηκε! Δὲν ζήτησε πλέον ἄλλη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς Πίστης ὁ Παντολέων, ἀλλ᾽ ἔτρεξε χαρούμενος στὸν διδάσκαλό του καὶ ζήτησε νὰ λάβει παρευθὺς τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὅπως καὶ ἔγινε. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ ποὺ τέλεσε, ὁδήγησε στὴν Πίστη καὶ τὸν πατέρα του Εὐστόργιο, ποὺ βαπτίσθηκε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ἑρμόλαο καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ λίγο ἀργότερα.

Μοίρασε τότε ὁ ἅγιος στοὺς πτωχοὺς τὴν περιουσία του καὶ ἐπιδόθηκε μὲ περισσότερο ζῆλο στὴν ἴαση τῶν ἀσθενῶν, ζητώντας τους ὡς ἀμοιβὴ τὸ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ἀπαρνούμενοι τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Φθονώντας ὅμως οἱ ἄλλοι ἰατροὶ τῆς Νικομήδειας τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρὸς τὸν Παντολέοντα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι θεράπευε εὔκολα καὶ χωρὶς φάρμακα κάθε μεγάλη καὶ μικρὴ ἀσθένεια, καὶ βρίσκοντας ἀφορμὴ τὴ νοσηλεία ποὺ πρόσφερε σὲ κάποιο ποὺ εἶχε βασανισθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμιανό, τὸν κατέδωσαν σ᾽ αὐτὸν ὡς χριστιανό. Ἀνακρίνοντας δὲ ὁ αὐτοκράτορας καὶ τὸν πρώην τυφλό, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος εἶχε θεραπεύσει, καὶ μαθαίνοντας πὼς εἶχε ἐνεργήσει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ παντοδύναμου ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, πρόσταξε ὀργισμένος νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν πρώην τυφλὸ -καὶ νῦν μάρτυρα φωτοφόρο τῆς Ἀληθείας- καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ συνέλαβαν τὸν Παντολέοντα καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιόν του. 

Στὴν ἀπολογία του μπροστὰ στὸν ἀμείλικτο διώκτη τῶν χριστιανῶν καθόλου δὲν δειλίασε ὁ ἅγιος, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ κατήσχυνε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων πρέσβευε γιὰ τὴν παντοδύναμη καὶ ἰαματικὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πρότεινε στὸν τύραννο καὶ ἔφεραν ἕνα παραλυτικό, γιὰ νὰ προσπαθήσουν χωριστὰ καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν ψευδοθεῶν καὶ ἐκεῖνος νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ὅταν ἀπέτυχαν οἱ πρῶτοι νὰ τὸ κάνουν αὐτό, προσευχήθηκε μὲ τὴν σειρά του ὁ ἅγιος καί, ἐπικαλούμενος τὸν Χριστό, σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι τὸν παράλυτο ἄνδρα. Μὲ τὸ θαυμαστὸ τοῦτο σημεῖο πίστευσαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες στὸν Κύριο, ἐνῶ ὁ θαυματουργὸς ἰατρὸς παραδόθηκε στὴ συνέχεια σὲ ποικίλα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν Πίστη του. Οὔτε ὅμως τὰ σιδερένια νύχια, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἔγδαραν ἀπάνθρωπα, οὔτε οἱ δαυλοὶ ποὺ τὸν ἔκαψαν, οὔτε ὁ καυτὸς μόλυβδος, ὅπου τὸν ἔριξαν δὲν ἔκαμψαν τὸ γενναῖο του φρόνημα· ἀντίθετα χάλκευσαν τὴν Πίστη του. Καὶ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς τοῦ ἐμφανίσθηκε, τὸν ἰάτρευσε ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ τὸν συνόδευε ἐφεξῆς, λυτρώνοντας τον ἀπὸ τὰ πανώδυνα ἑπόμενα βασανιστήρια. Ἔτσι, τὸν ὁδήγησε θαυμαστὰ στὴν ξηρά, ὅταν προσδένοντάς τον σὲ μεγάλη πέτρα τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα· τιθάσσευσε τὰ ἄγρια θηρία, στὰ ὁποῖα τὸν ἔριξαν νὰ τὸν κατασπαράξουν· τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸν τροχὸ μὲ τὰ κοφτερὰ μαχαίρια, ὅπου τὸν προσέδησαν γιὰ νὰ κατακοπεῖ. Κι ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς τὸν ρώτησε ἀπὸ ποιόν εἶχε διδαχθεῖ τὴν Πίστη του καὶ ἔλαβε τέτοια θαυμαστὴ δύναμη, ὁ ἅγιος ἔκρινε πὼς εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νὰ ἀναδείξει τὸν κεκρυμμένο θησαυρό, τὸν ἅγιο διδάσκαλό του, γιὰ νὰ τελειωθοῦν μαζὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου.

Πράγματι, μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Ἑρμολάου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ Ἑρμίππου καὶ Ἑρμοκράτους, ἔλαβε καὶ ὁ Παντολέων τὴν ἀπόφαση τῆς διὰ ξίφους θανάτωσης. Μόλις τελείωσε τὴν τελευταία του προσευχὴ ὁ ἅγιος πρὶν τὸν ἀποκεφαλισμό του, φωνὴ θεϊκὴ ἀκούσθηκε ἐξ οὐρανῶν, ποὺ τοῦ εὐαγγελιζόταν τὴν οὐράνια βασιλεία καὶ ὑποσχόταν τὴν ἄνωθεν βοήθεια σὲ ὅσους θὰ τὸν τιμοῦν καὶ θὰ τὸν ἐπικαλοῦνται. Κι ἀκόμη, ὅτι τὸ ὄνομά του δὲν θὰ εἶναι πλέον Παντολέων, ἀλλὰ Παντελεήμων! Ἔκλινε τότε τὸν αὐχένα καὶ ἀπὸ τὴν τόμη τοῦ λαιμοῦ του ἔρρευσε γάλα ἀντὶ αἵματος, τὸ σῶμα του ἔγινε λευκὸ σὰν χιόνι, ἐνῶ ἡ ξερὴ ἐλιὰ στὴν ὁποία τὸν εἶχαν προσδέσει ἔβγαλε ἀμέσως φύλλα καὶ πλούσιο καρπό!

Οἱ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν διαταχθεῖ νὰ καύσουν τὸ μαρτυρικὸ λείψανο τὸ παρέδωσαν στοὺς πιστούς, ποὺ εἶχαν συναθροισθεῖ στὴν τελείωση τοῦ μάρτυρος καὶ τὸ ἐνεταφίασαν στὸ κτῆμα τοῦ Σχολαστικοῦ Ἀδαμαντίνου. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, ποὺ μὲ τὸν χρόνο διανεμήθηκαν σὲ πολλὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερές του εἰκόνες, ἀκόμη καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ σεπτοῦ ὀνόματός του, δὲν ἔπαυσαν καὶ δὲν θὰ παύσουν ἕως τῆς συντελείας νὰ χορηγοῦν τὴ ρώση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος σὲ ὅσους προστρέχουν μὲ πίστη καὶ πόθο στὴν ἰαματική του χάρη, εἰς δόξαν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!