Το κήρυγμα του ιερέα

Το κήρυγμα του ιερέα: Εισήγηση στη Β´ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (30/10/2013).

Πρεσβυτέρου Μιχαήλ Νικολάου

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Θέλω αρχικά να ευχαριστήσω  για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου  η ανάθεση αυτού του μεγάλου και πολύ σοβαρού θέματος. Είναι σίγουρο, ότι για το θέμα αυτό θα μπορούσαν να αναφερθούν, αναλύοντάς το, πιο ειδικοί και καταρτισμένοι θεολόγοι, καθώς επίσης και πιο έμπειροι ιεροκήρυκες. Εκλαμβάνοντας όμως την ανάθεση αυτή ως διακονία, την έχω αποδεχθεί και έχω προσπαθήσει, ερευνώντας και μελετώντας τις διάφορες πτυχές του θέματος και συσχετίζοντάς τες με την ελάχιστη προσωπική εμπειρία μου, να παρουσιάσω την πιο κάτω εισήγηση, την οποία έχω χωρίσει σε τέσσερα βασικά μέρη. 

Αρχικά, στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η διακονία του κηρύγματος ως έργο και αποστολή του κληρικού, στο δεύτερο μέρος  τονίζεται ποιος είναι ο βασικός σκοπός και χαρακτήρας του, στο τρίτο η σχέση του με την λατρεία της Εκκλησίας και στο τέταρτο αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την σύνταξη και εκφώνησή του. Εκ των προτέρων ζητώ την κατανόησή σας για τυχόν λάθη και παραλείψεις, καθώς επίσης  και τη συμβολή σας, μέσω μιας εποικοδομητικής  συζήτησης στο πέρας της εισήγησης, για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Α. Το κήρυγμα ως έργο και αποστολή του κληρικού

Πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου  και πρώτος διάκονος του Λόγου του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που ως Θεός Λόγος και Φως αληθινό σαρκώθηκε, για να φωτίσει και να αγιάσει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω.1,9). Μέσα στην ακτινοβολία και τη λάμψη του ανέσπερου αυτού αληθινού φωτός κινείται κάθε προσπάθεια του οποιουδήποτε μετέπειτα εργάτη του ευαγγελίου, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να οδηγεί τον άνθρωπο προς Αυτόν τον Θεό Λόγο, «ἵνα μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω.8,12).

Το χριστιανικό κήρυγμα εγκαινιάστηκε από τη στιγμή που ο Κύριος  «ἤρξατο κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.4,17). Αυτή την ευχάριστη είδηση της έλευσης της βασιλείας του Θεού, που προϋποθέτει και έχει σαν συνέπεια την βαθιά πίστη και την αληθινή  μετάνοια, είχε σαν βάση και στόχο όλο το κηρυκτικό έργο του Σωτήρος Χριστού κατά την επίγεια δράση Του και που αποτελεί ταυτόχρονα πλήρωση όλων όσων υποσχέθηκε στον περιούσιο λαό του Ισραήλ.

Στη συνέχεια οι Απόστολοι, που αποτελέσαν τους πρώτους δέκτες αυτής της μεγάλης χαράς, πήραν την εντολή και την αποστολή από τον Αναστάντα Κύριο να γίνουν συνεχιστές του Σωτηρίου έργου Του. Μαζί με την χαροποιό και ειρηνοποιό ευλογία της Αναστάσεως Του, “ἐνετείλατο αὐτοῖς”(Ματθ.17,9)· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ.28,19-20). Η αποστολή αυτή των Αποστολών για το κήρυγμα, ξεκινά θα λέγαμε επίσημα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με την χαρισματική προς αυτούς δωρεά του Παναγίου Πνεύματος. Από εκείνη τη στιγμή ήταν φυσικό οι Απόστολοι, μέσα σ’ ένα τέτοιο αποκαλυπτικά θεϊκό περιβάλλον να έχουν ως κύρια φροντίδα  την εξαγγελία του “λόγου τῆς σωτηρίας”(Πράξ.13,26) και την προσφορά του ως τροφής πνευματικής και μάννα ἐξ οὐρανοῦ, σύμφωνα με όσα“εἶδον καί ἤκουσαν καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν” (Πράξ.4,20).

Η εντολή αυτή υπήρξε για τους Αποστόλους ιερή. Τούτο διαπιστώνουμε από το γεγονός της εκλογής των επτά διακόνων, όταν οι Απόστολοι θεώρησαν ότι το έργο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου ήταν πρωταρχικότερο από τη διακονία των τραπεζών, καθώς και από τη βεβαιότητα του Απ. Παύλου ότι, το βασικό έργο, για το οποίο τον είχε αποστείλει ο Χριστός στα έθνη, δεν ήταν το Βάπτισμα, αλλά ἡ διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως τονίζει ο ίδιος· «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ» (Α´Κορ. 1,17).

Είναι επομένως σαφές, ότι μόλις οι Απόστολοι έλαβαν τη χάρη της ιερωσύνης, έλαβαν ταυτόχρονα και την εντολή να γίνουν διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και, συνεπώς, ότι το κηρυκτικό έργο αποτελεί έργο και καθήκον όλων των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των κληρικών. Ο επίσκοπος, σύμφωνα με την Β´ ευχή της χειροτονίας του, συγκαταλέγεται στους αθλητές υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου και καλείται να είναι «ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς ἐν τῷ σκότει, παιδευτὴς ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστὴρ ἐν τῷ κόσμω». Για τον πρεσβύτερο δε, σε μια από τις ευχές της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του, ο αρχιερέας αιτείται και παρακαλεί με τα ακόλουθα λόγια τον άγιο Θεό: “Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος … ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου“.

Την ανάληψη της ευθύνης αυτής του κηρύγματος του ευαγγελίου από τον επίσκοπο και τον εκπρόσωπό του ιερέα, επιβάλλει πέρα από την αποστολική διαδοχή και η ανάγκη της εκκλησιαστικής τάξεως, αφ’ ενός για την εξασφάλιση της γνησιότητας του κηρύγματος, και αφετέρου της προστασίας του από την κατά καιρούς εμφάνιση ποικίλων αιρετικών και ετεροδιδασκάλων. Για τον λόγο αυτό οι θεοφόροι πατέρες μας κατά τη θέσπιση των ιερών κανόνων ξεκαθάρισαν ότι το κήρυγμα είναι αποκλειστικό  έργο των προεστώτων των Εκκλησιών, των επισκόπων δηλαδή και των πρεσβυτέρων, καθορίζοντας μάλιστα και αυστηρές ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονται αμελώντας το. Στον 19ον Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζεται ξεκάθαρα, ότι οι προεστώτες έχουν ευθύνη, «ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους». Ο ίδιος Κανόνας στη συνέχεια ξεκαθαρίζει, ότι η πιο πάνω ερμηνεία των Γραφών δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη και να στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθεί την ερμηνευτική παράδοση των θεοφόρων πατέρων και να βρίσκεται σε συμφωνία με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. 

Από τα πιο πάνω, πέρα από την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι η διδασκαλία και η διδαχή είναι έργο των κληρικών, είναι πιθανόν να μας δημιουργηθεί και η εύλογος απορία, αν το  κήρυγμα απαγορεύεται να γίνεται και από τους λαϊκούς, κάτι που, όπως παρατηρούμε, συμβαίνει συχνά. Οπωσδήποτε πριν απαντήσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να έχουμε την ανάγκη να εκφράζουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου και τη χαρά της Αναστάσεως σε κάθε μας στιγμή. Πέρα όμως από την καθημερινή μαρτυρία μας ως χριστιανοί μέσα στον κόσμο, το δημόσιο  επίσημο κήρυγμα δεν μπορεί να ξεφεύγει από την εποπτεία του ποιμένα της κάθε επαρχίας. Για τούτο, ως απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε, θα λέγαμε ότι η οποιαδήποτε από λαϊκούς διδασκαλία επιβάλλεται να γίνεται κατόπιν ευλογίας και αδείας του επισκόπου, αφού τα όσα θα πει και κηρύξει δεν θα είναι αφ΄ εαυτού, αλλά εκ μέρους της Εκκλησίας, αναπληρώνοντας θα λέγαμε τα υστερήματα των αμέσων υπευθύνων για το έργο αυτό κληρικών.

Κανένας ιεροκήρυκας, αδελφοί μου, όσο τέλειος και έμπειρος στη διακονία αυτή και αν είναι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ιερέα ως διδάσκαλο. Και αυτό διότι, όπως είδαμε, η ιερωσύνη συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο επίσκοπος και – κατ’ εντολή του – ο Πρεσβύτερος, διδάσκει το Ευαγγέλιο όχι ως ευφυέστερος και περισσότερο μορφωμένος από ένα λαϊκό διδάσκαλο του Ευαγγελίου, αλλά ως εκείνος που έλαβε κατά τη χειροτονία του τη χάρη της ιερουργίας του λόγου και της διδαχής, δηλαδή τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο μέσα από την εμπειρία του θυσιαστηρίου. Η ερμηνεία και ευαγγελική διδαχή από τον ιερέα κατά τη Θεία Λειτουργία δεν είναι μία απλή εκπαιδευτική δραστηριότητα (όπως αυτή του δασκάλου ή του θεολόγου καθηγητή, που διδάσκει το Ευαγγέλιο),  αλλά αποτελεί φανέρωση της χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και προέκταση του αγιαστικού της έργου. Η ευαγγελική διδαχή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είναι μυσταγωγική κατήχηση, είναι τμήμα του έργου της σωτηρίας που επιτελείται διά της ιερατικής τελετουργίας και όχι θεωρητικός καταρτισμός των πιστών και προσθήκη θρησκευτικών και ευσεβών γνώσεων. Από την άλλη, ο ποιμένας της κάθε ενορίας είναι αυτός που γνωρίζει προσωπικά  τα μέλη της, κατοικεί μαζί τους, ξέρει τις ανάγκες και τα προβλήματά τους και παρακολουθεί νυχθημερόν την πνευματική τους πορεία.

Με όσα είπαμε μέχρι στιγμής γίνεται ξεκάθαρο, ότι ο ιερέας δεν έχει το δικαίωμα να αμελεί τη διακονία του λόγου, όσο δύσκολη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, υπόθεση κι αν είναι. Ο ιερέας είναι ο μόνος που μπορεί να μεταδώσει ζωή και προφητικό πνεύμα από τη χάρη που του έχει δοθεί άνωθεν. Είναι ο μόνος, ο οποίος, αφού έχει αφομοιώσει το μήνυμα του Χριστού, μπορεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να το προσφέρει ζωντανό και σύγχρονο, αγιάζοντάς το και μεταμορφώνοντάς το μυστηριακά  διά του λόγου στον λαό του Θεού .

Β. Ο σκοπός και ο χαρακτήρας του κηρύγματος

Η Ορθόδοξη πίστη, αλλά και ολόκληρη η ζωή και η πορεία της Εκκλησίας μας, στηρίζονται και υπάρχουν, γιατί υπάρχει η Ανάσταση  του Σωτήρος Χριστού. Όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»(Α´ Κορ.15,12). Άρα, όπως καταλαβαίνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά«τὸ φαιδρὸν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα», το οποίο,«ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι τοῖς ἀποστόλοις»,  κήρυττανότι«ἐσκύλευται ὁ θάνατος,   ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός,  δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα έλεος». Το κήρυγμα του ιερέα, από όποιο θέμα και αν λάβει αφορμή, οποιαδήποτε και αν είναι η πορεία και η μορφή του, πρέπει να έχει απαραιτήτως μέσα του τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Ο ιερέας καλείται να κηρύξει ό,τι κήρυξε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τον λόγο του, αλλά κυρίως με τη ζωή του. Καλείται να μεταφέρει στον κόσμο την καλή είδηση, το ευαγγέλιο της σωτηρίας του. Μια καλή είδηση, όμως,  που προϋποθέτει άρνηση του κόσμου,  Σταυρό και θάνατο. Για τούτο και πάλιν ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι, «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α´Κορ.15,12),καθιστώντας μας έτσι προετοιμασμένους να δεχτούμε ότι, αν έτσι είναι το κήρυγμά μας, δεν θα είναι εύκολα αποδεχτό και πιστευτό, αφού πολλές φορές ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μέσα του μια λανθασμένη εικόνα για το τι είναι ο Θεός, ανάλογα με ό,τι τον βολεύει. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να κάνει τον κόσμο πιο όμορφο και να βοηθήσει τον άνθρωπο  με ηθικολογίες και αλλαγές στα κοινωνικά συστήματα, να περάσει μια πιο καλή ζωή πάνω σε αυτόν, αλλά να τον καθοδηγήσει να ζήσει σωστά πριν να πεθάνει, για να μην πεθάνει ποτέ. Να τον οδηγήσει να ενστερνιστεί την προσδοκία του μέλλοντος αιώνος και στην αναζήτησητης μέλλουσας πόλης, όπως ακριβώς το εκφράζει και πάλιν ο Απόστολος· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μέ­νουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν» (Ἑβρ.13,14).Με άλλα λόγια, τελικός σκοπός του κηρύγματος δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. Και αιώνια ζωή είναι η γνώση, η γεύση, η κοινωνία του ανθρώπου μαζί με Αυτόν Τον ίδιο τον αιώνιο Χριστό, όπως ο ίδιος το μαρτυρεί στην αρχιερατική Του προσευχή· «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ποιος είναι ο σκοπός του κηρύγματος και ότι αυτό πρέπει να είναι κυρίως Χριστολογικό. Ο Χριστός αποτελεί την βασική προϋπόθεση, το μέσο, και τον στόχο κάθε κηρύγματος. Ο Χριστός, όχι ως απλός σοφός  διδάσκαλος ή ως πρότυπο τέλειας και ανυπέρβλητης ηθικής ζωής, αλλά αυτός που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.Καλούμε τον άνθρωπο να συνδεθεί και να ενωθεί με τον Χριστό, μεταδίδοντάς του το μήνυμα ότι αυτή η σύνδεση, η σχέση, η κοινωνία  μαζί Του, δεν είναι ζήτημα νομικό, δεν είναι ζήτημα πειθαρχίας ή απειθαρχίας σε κάποιες προσταγές, αλλά είναι – πάνω απ’ όλα – ζήτημα ζωής. Για την Εκκλησία, η δημιουργία σχέσης με τον Θεό σημαίνει για τον άνθρωπο δυνατότητα να γίνει μέτοχος μιας ζωής δίχως λήξη. Μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης μπορεί να γίνει λόγος και κήρυγμα για τη Χριστιανική ηθική, της οποίας κέντρο και πρότυπο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του κληρονόμο της αιώνιας ζωής.

Η σχέση του ανθρώπου με το πρόσωπο του Χριστού είναι αποτέλεσμα της μετάνοιάς του. Η αγκαλιά του Χριστού ανοίγει, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μετανοιωμένος. Μόνο τότε είναι που δικαιούται να εισέλθει στο σπίτι του Θεού και είναι άξιος να μετέχει στο πασχαλινό τραπέζι της Θειας Ευχαριστίας. Για τούτο το κήρυγμα του ιερέα πρέπει να είναι κήρυγμα μετανοίας. Για να κηρύξει όμως μετάνοια, θα πρέπει ο ίδιος να ζει τη μετάνοια. Και η αίσθησή της βιώνεται όταν, από την μια ο ίδιος βλέπει να μειώνεται η ένταση της προσωπικής του αμαρτίας σε συγκεκριμένα πάθη, και από την άλλη όταν η καρδιά του μαλακώνει και ανοίγεται, ώστε να συγχωρέσει μέσα της τους άλλους. Ιερέας στενόκαρδος, με μνησικακία, δεν είναι άξιος, όχι μόνο να κηρύσσει, αλλά και να ιερουργεί και να μετέχει του Δείπνου, αφού ουσιαστικά είναι από μόνος του έξω από αυτήν την Θεία Κοινωνία, μοιάζοντας με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου.

Βασική πηγή και βοήθημα του ιερέα στη διακονία του λόγου, έτσι ώστε να μην εκτραπεί από το πιο πάνω θεολογικό και εκκλησιαστικό υπόβαθρο, είναι οπωσδήποτε τα συγγράμματα των θεοφόρων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο μυστήριο του Χριστού όσο κανείς άλλος και να βιώσουν τη μυστική ζωή του εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Βασισμένο στους πατέρες, το κήρυγμα μας γίνεται ταυτόχρονα και αγιογραφικό, αφού αυτοί, εμπνευσμένοι από την άνωθεν σοφία, ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα της Γραφής εκφράζοντας την εμπειρία της εν Χριστώ αποκαλύψεως. Έτσι  «ἑπόμενοι τοῖς θείοις  Πατράσι», δίνουμε στον λόγο μας την Ορθόδοξη  εγκυρότητα που διαφυλάχτηκε πιστά μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι το κήρυγμά μας δεν γίνεται πατερικό, όταν απλά μεταφέρουμε αυτούσιο ένα πατερικό λόγο ή όταν γεμίζουμε το κήρυγμα μας με παραθέσεις πατερικών γνωμών  και χωρίων ή ρήσεων,  αλλά όταν αντλούμε από τη διδασκαλία τους και διαποτιζόμαστε από το αληθινό πατερικό τους πνεύμα.

Η ζωή, τα θαύματα και το μαρτύριο των αγίων της Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα επίσης μια σημαντική πηγή για το κήρυγμα του ιερέα, δίνοντας του χαρακτήρα αγιολογικό. Και τούτο, διότι οι άγιοι είναι, όπως συχνά λέμε, το Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο  στην πράξη και αποτελούν τα πρότυπα ζωής, που καλούνται οι πιστοί να μιμηθούν, αφού ουσιαστικά στόχος και σκοπός της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο από την αγιότητα. Ο βίος και η τιμή ενός αγίου, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, στέλνει, χωρίς πολλές φορές επιπρόσθετα σχόλια, το μήνυμα ότι «ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Οι άγιοι αναφωνούν με την παρουσία τους, ότι ο άδης όντως επικράνθη, αφού ο θάνατός τους όχι μόνο δεν δημιουργεί πένθος και δάκρυα, αλλά χαρά και πανηγύρια. Έχοντας υπόψη αυτό, συνειδητοποιούμε ότι η παρουσίαση μέσα στο κήρυγμα της ζωής και των θαυμάτων ενός αγίου δεν γίνονται με σκοπό τη συγκίνηση και τον θαυμασμό απλά των πιστών, αλλά παρουσιάζονται ως σημεία στήριξης της πίστης και της ελπίδας της μελλούσης ζωής και Βασιλείας.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να ξεχνά ο ιερέας, είναι ότι ο λαός μας χρειάζεται κατήχηση, άρα και το κήρυγμά του πολλές φορές πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό, ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας, πριν προσέλθει κάποιος στο Βάπτισμα προηγείτο συστηματική κατήχηση, που διαρκούσε μάλιστα 3 χρόνια. Οι δε κατηχούμενοι, ανάλογα με το στάδιο της κατήχησης, αποκαλούνταν ακροώμενοι, κατηχούμενοι και φωτιζόμενοι. Έτσι για αυτούς το κήρυγμα μετά από το Βάπτισμα είχε συμπληρωματικό και υπομνηστικό χαρακτήρα. Μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, έχουμε μια ουσιαστική ανατροπή της σειράς αυτής, με αποτέλεσμα ο λαός μας να αγνοεί βασικά θέματα της πίστεως μας, τα οποία οπωσδήποτε θα πρέπει να μεταδώσει ο ιερέας στο ποίμνιό του. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να στηριχτεί το κήρυγμα σε οποιοδήποτε θέμα, αφού θα απουσιάζει  ουσιαστικά το βασικό  θεμέλιο. Τα βασικά όμως αυτά θέματα, λόγω της ευρύτητας τους, καλό θα ήταν να προσφέρονται στον λαό πέρα από το κήρυγμα και σε προκαθορισμένες απογευματινές συνάξεις, στις οποίες θα υπάρχει και περισσότερος χρόνος αλλά και η δυνατότητα διαλόγου.

Το κήρυγμα του ιερέα πρέπει ακόμη να είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις ανάλογες περιστάσεις και συνθήκες του σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι λόγος του Χριστού δεν είναι διαχρονικός. Όπως ο Χριστός είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας», έτσι και ο λόγος του «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ο ιεροκήρυκας όμως δεν θα πρέπει να ξεχνά, ότι το κήρυγμα αλλιώς γινόταν πριν χίλια χρόνια και αλλιώς πρέπει να γίνεται σήμερα, γιατί άλλα προβλήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε και αλλιώς σκέπτονταν σε σχέση, με τους τωρινούς. Το κήρυγμα πρέπει να είναι λόγος σωτηρίας σε άμεσο σύνδεσμο με τη σημερινή πραγματικότητα και σε στενή αναφορά προς τα καθημερινά φλέγοντα θέματα των ανθρώπων. Θα πρέπει να γίνεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στις μέρες μας, λόγος παρακλήσεως και  παρηγορίας,  που θα προκαλέσει την εν Χριστώ ειρήνη και την εν Αγίω Πνεύματι χαρά στις καρδίες των ανθρώπων. Ο ιερέας κηρύσσοντας, ως φορέας του λόγου του Θεού, καλείται να γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ» (Α´ Κορ. 9,22).

Επέλεξα να κλείσω την ενότητα αυτή για το σκοπό και τον  χαρακτήρα του κηρύγματος, με το να τονίσω ίσως το πιο ουσιαστικό από όλα τα χαρακτηριστικά του. Κάτι, που αν απουσιάζει, καθιστά τα λόγια του ιερέα να μοιάζουν ως«χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α´ Κορ. 13,2). Το κήρυγμα, για να έχει απήχηση, προϋποθέτει βαθιά πίστη και προσωπική εμπειρία της χριστιανικής αλήθειας και ζωής. Τα λεγόμενα του ιεροκήρυκα ιερέα πρέπει να είναι απαύγασμα της προσωπικής του μελέτης και γνώσεως και, κυρίως, καρπός του δικού του πνευματικού αγώνα. Αν λείπει αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας, το κήρυγμα δεν είναι πια λειτουργία του μυστικού σώματος του Χριστού, που ιερουργείται εν Αγίω Πνεύματι, ούτε ο ομιλητής στόμα Χριστού και όργανο του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλάβουμε τι εννοώ, ας φέρουμε λίγο στη σκέψη μας τους διάφορους λόγους των πολιτικών μας προσώπων που, ενώ είναι καλογραμμένοι και προσεγμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα από ειδικούς φιλόλογους και επικοινωνιολόγους, προκαλούν τις πλείστες φορές  τη δυσφορία και την αδιαφορία μας, αφού γνωρίζουμε πολύ καλά την ασυνέπεια των λόγων και των έργων αυτών, που τους εκφωνούν. «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ, καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», μας διαβεβαιώνει ο όσιος Νείλος ο Ασκητής. Αυτά πουαναδεικνύουν τους γνήσιους και ορθόδοξους ερμηνευτές των Γραφών και χαρακτηρίζουν τους θεολόγους και αληθινούς κήρυκες του ευαγγελικού μηνύματος είναι κυρίως η προσευχητική διάθεση, η καύση της καρδίας, ο θεϊκός έρωτας και ο θείος  φωτισμός για την ιερουργία του θεϊκού λόγου, στοιχεία που οδηγούν στη θεολογική καταξίωση. Μια καταξίωση, που διέρχεται μέσα από το χώρο της μυστικής εμπειρίας.

Γ. Το κήρυγμα ως αναπόσπαστο μέρος της λατρείας

Η όλη εκκλησιαστική προσπάθεια, αφού ως στόχο έχει τη σωτηρία των πιστών, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρέπει να οδηγεί και να κατευθύνει τον άνθρωπο στο μυστήριο της Σωτηρίας, στη Θεία Λειτουργία, αφού εκεί θα ενωθεί με Τον Χριστό σε αληθινή κοινωνία σαρκός και πνεύματος. Αυτόν λοιπόν τον σκοπό υπηρετεί και ο λόγος της, γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη παράδοση η Αγία Γραφή και η Λειτουργία θεσπίστηκαν για να συνυπάρχουν ενωμένες για πάντα. Η Αγία Γραφή αποτελεί την πηγή και τη βάση ολόκληρης της λειτουργικής και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Τα ιερά  αναγνώσματα, Ευαγγελικό και Αποστολικό, αποτελούν αδιάσπαστο τμήμα της ευχαριστιακής λειτουργίας. Δεν αποτελούν, όπως εσφαλμένα νομίζεται, εισαγωγή στο κυρίως Μυστήριο. Το «Μυστήριο του Λόγου» είναι αναπόσπαστο και αδιαίρετο από το «Μυστήριο της Ευχαριστίας». Χωρίς το πρώτο, το δεύτερο είναι ακατανόητο.

Ως λογική συνέπεια των παραπάνω, το κήρυγμα, που αποτελεί κυρίως ανάλυση του βιβλικού λόγου, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της ορθόδοξης λατρείας και δεν πρέπει να διαχωρίζεται απ’ αυτήν. Το κήρυγμα του λόγου του Θεού προσλαμβάνει τη θεολογική του σημασία και την αξία του στη συνάθροιση και την ορατή φανέρωση της ευχαριστιακής κοινωνίας. Ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, που  τρέφει και ζωογονεί την Εκκλησία ως κεφαλή της, προσφέρεται από την  Εκκλησία με δυο θα λέγαμε μορφές, προς αντίστοιχα δυο εισόδους του σαρκικού ανθρώπου. Ως Ευαγγέλιο, δια των αυτιών του, και ως Θεία Κοινωνία, δια του στόματός του. Αυτό ακριβώς παρουσιάζεται και στη Θεία Λειτουργία με τις αντίστοιχες δυο εισόδους της. Τη μικρή είσοδο του Ευαγγελίου και τη μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων.

Πραγματικά, δεν είναι δυνατό κάποιος να μετέχει στο ευχαριστιακό τμήμα της Θείας Λειτουργίας χωρίς να συμμετέχει στο κηρυγματικό της τμήμα. Στη Θεία Λειτουργία ο πιστός καθοδηγείται από το Βιβλίο της Ζωής καθ’ οδόν προς μια πλήρη επίγνωση της θείας αποκαλύψεως. Για τους Πατέρες, η ερμηνεία της Γραφής γίνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία,  γιατί αυτή τη δημιούργησε, αυτή τη διαφυλάσσει,  αυτή μόνη είναι που μπορεί εκφράσει το αληθινό της μήνυμα και τούτο μόνο εντός της λατρείας της. Γι’ αυτό τον λόγο  επαναλαμβάνουμε, ότι το κήρυγμα θα πρέπει να τελείται κανονικά μόνο από τον λειτουργό, αφού αποτελεί μυστήριο εντός του μυστηρίου. Είναι το μυστήριο  της μεταβολής του ανθρωπίνου λόγου της Γραφής σε Λόγο του Θεού, για να δοθεί στον λαό.

Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές, ότι και από θεολογικής, άλλα και από Εκκλησιολογικής απόψεως, το κήρυγμα αποτελεί και θα αποτελεί πάντοτε αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Πέραν τούτου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κήρυγμα πολλές φορές γίνεται με στόχο την κατήχηση του πιστού για τη λατρεία και από την λατρεία, αφού η θεία λατρεία είναι μια βασική πηγή για το κήρυγμα. Ο ιερέας δηλαδή αναπτύσσει στον λαό τα νοήματα των ιερών τελετών, μυστηρίων, λειτουργικών πράξεων και συμβολισμών, με σκοπό την ενσυνείδητη συμμετοχή σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα πολλά στοιχεία της λατρείας  αποτελούν βασικά εργαλεία για το κήρυγμα, αφού προσφέρουν θέμα, υλικό και εποπτεία. Έτσι, λατρεία και κήρυγμα συμπληρώνουν και ζωντανεύουν το ένα το άλλο. Εδώ είναι απαραίτητη η γνώση της ιστορίας της λατρείας, για είναι δυνατή η διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες και για την αποτροπή λανθασμένων και αυθαιρέτων ερμηνειών.

Μέσα στα ίδια πλαίσια της ένταξης του κηρύγματος στη θεία λατρεία, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το πόσο αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί με θέματα που προσφέρουν πλουσιοπάροχα οι λεγόμενες εκκλησιαστικές ή λειτουργικές τέχνες. Η θεολογική ερμηνεία των εικόνων, η επεξήγηση των ύμνων, η αρχιτεκτονική του ναού καθώς επίσης και η διακόσμησή του, είναι απίστευτο πόσο μπορούν να εμπνεύσουν τον ιερέα στη διακονία του κηρύγματος. Ενδεικτικά αναφέρω την επεξήγηση στον λαό της τοποθέτησης πίσω από την Αγία Τράπεζα του ασημένιου Σταυρού και των εξαπτέρυγων και όχι του Εσταυρωμένου Χριστού της Μεγάλης Παρασκευής, με την ανάλογη εσχατολογική ερμηνεία. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί κατανοούν, αφενός μεν την αλήθεια που εκφράζει κάθε είδος λειτουργικής τέχνης και ευπρέπειας,  και αφετέρου αποκτούν ένα υγιές κριτήριο για να μπορούν με ορθό τρόπο να αξιολογούν τα επιτεύγματα των ιερών τεχνών και να διακρίνουν το πνευματικά από το κοσμικά ωραίο.  Η σωστή όμως μύηση του λαού στα θέματα αυτά, προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και μύηση πρώτα του ιδίου του ιερέα, που αρχίζει μεν από την θεολογική του κατάρτιση, συμπληρώνεται όμως συστηματικά από το προσωπικό ενδιαφέρον και μεράκι.    

Δ. Βασικές αρχές για τη σύνταξη και εκφώνηση του κηρύγματος

Όσο καλή διάθεση και αν έχει  ο ιερέας για να υπηρετήσει τη διακονία του λόγου, θα πρέπει απαραιτήτως να έχει υπόψη του κάποιες βασικές αρχές, τόσο στην καταγραφή, όσο και στην εκφώνηση του κηρύγματος, που θα τον προστατέψουν από βασικά λάθη, απαράδεχτες αυθαιρεσίες ή παραλήψεις, στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν την προσπάθεια του στο αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πώς και μόνο η λέξη  κήρυγμα για πολλούς ανθρώπους, είτε εκκλησιάζονται, είτε όχι, έχει φορτιστεί αρνητικά, με αποτέλεσμα ο κηρυγματικός λόγος να απαξιώνεται. Για τον λόγο αυτό, αφουγκραζόμενοι αυτή την απαξίωση, θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτό συμβαίνει και, αναζητώντας τις αιτίες της, να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε στην ουσία τον ίδιο τον εαυτό μας, ούτως ώστε να κάνουμε ξανά τους ανθρώπους να νιώσουν το κήρυγμα ως μια βασική ψυχική ανάγκη και όχι ως μια απλή  ομιλία, που είναι αναγκασμένοι να ακούσουν την Κυριακή.

Κατ᾽αρχάς, θα πρέπει ο ιερέας να ασχολείται με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προετοιμασία του για την εκφώνηση του κηρύγματος. Το να αρκείται στην έμπνευση της στιγμής ή αφήνεται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος δείχνει, θα λέγαμε, οκνηρία, επιπολαιότητα και έλλειψη ουσιαστικής ευθύνης απέναντι στο έργο που του έχει εμπιστευτεί η Εκκλησία. Ο ιερέας, αφού μελετήσει διεξοδικά το θέμα, στο οποίο θα αναφερθεί, θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσει στην κατάστρωση του διαγράμματός του. Στα πρώτα χρόνια της διακονίας του θα πρέπει απαραιτήτως να προχωρεί και στην πλήρη σύνταξη και καταγραφή του κειμένου του κηρύγματος, το οποίο στη συνέχεια θα εκφωνήσει εκ του χειρογράφου. Αυτό πρέπει, όπως είπαμε, να συμβαίνει για ένα σχετικά άπειρο ιεροκήρυκα, ούτως ώστε να μπορεί να λαμβάνει πλήρη συνείδηση του περιεχομένου του κηρύγματος, της διαπραγματεύσεώς του, του μήκους του, της διατυπώσεως και της μορφής του. Το γραπτό κείμενο επίσης θα βοηθήσει τον νέο ιεροκήρυκα να αποκτήσει πείρα και να ξεπεράσει τη φυσιολογική ψυχολογική πίεση, που συνοδεύει την από στήθους απαγγελία. Οπωσδήποτε όμως τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η απεξάρτηση του ιεροκήρυκα από το γραπτό κείμενο, που προϋποθέτει αναγκαστική προσκόλληση σε αυτό, αφού έτσι μειώνεται η φυσικότητα του λόγου και η άμεση επαφή με το ακροατήριο. Η  δεοντολογία του κηρύγματος απαιτεί ζωντανό και φιλικό λόγο, κάτι που προσφέρει η άνευ χειρόγραφου εκφώνησή του, κατά την οποία ο ομιλητής κινείται πιο άνετα και δεν κολλά σε ένα ψυχρό ανάγνωσμα, που πολλές φορές αποκοιμίζει τον ακροατή. Πολύ βοηθητικό για τον ιεροκήρυκα, όταν κηρύσσει από στήθους, θα ήταν να έχει γραμμένο σε μια μικρή σημείωση το διάγραμμα της πορείας του κηρύγματος και να το κρατά διακριτικά στο χέρι, για να το συμβουλευτεί, αν χρειαστεί, την ώρα που θα εκφωνεί το κήρυγμα.

Η μορφή και η πορεία του κηρύγματος αποτελεί θα λέγαμε το ανθρώπινο όχημα και σκεύος, που θα μεταφέρει το θείο μήνυμα από τον Θεό στον άνθρωπο μέσω του ιερέα. Γι᾽αυτό πρέπει ο ιεροκήρυκας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη κάποιους ομιλητικούς κανόνες, που πηγάζουν από τη μακραίωνη εξειδίκευση της Εκκλησίας στο κηρυκτικό έργο. Αυτοί θα του χαρίσουν τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη διακίνηση του λόγου, απαλλάσσοντάς τον από πολλούς κινδύνους. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ, θέλω να αναφερθώ με συντομία στις τρείς βασικές μορφές κηρυγμάτων, την καλούμενη  κατωτέρα ομιλία, την ανωτέρα ομιλία και τον Λόγο, για τις οποίες γίνεται λόγος  στο μάθημα της Ομιλητικής, που διδάσκεται στις Θεολογικές Σχολές .

Η κατωτέρα ομιλία είναι το πιο απλό είδος κηρύγματος, έχει τις λιγότερες απαιτήσεις από τον συντάκτη της και μπορεί να την κατανοήσει ο κάθε ακροατής. Δεν είναι, θα λέγαμε, τίποτα άλλο, από την ερμηνεία της περικοπής και την ανάπτυξη των διδαγμάτων της. Στην περίπτωση μάλιστα, που αυτά είναι πολλά, ο ομιλητής περιορίζεται σε κάποια από αυτά και τα υπόλοιπα τα αφήνει για να αποτελέσουν την βάση μιας άλλης παρόμοιας ομιλίας. Το είδος αυτό του κηρύγματος είναι σαφώς το πρώτο είδος, με το οποίο θα επιχειρήσει να ασχοληθεί ο ιεροκήρυκας στα πρώτα του βήματα, αλλά είναι και το πρώτο είδος, με το οποίο θα πρέπει να γαλουχηθεί ο κόσμος, αφού όπως είπαμε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα είδος ξεναγήσεως στον Λόγο του Θεού. Χωρίς ο άνθρωπος να γνωρίζει τον Λόγο του Θεού είναι σφάλμα, θα λέγαμε, να μιλούμε σε αυτόν για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

Η ανωτέρα ομιλία είναι τελειότερο, μπορούμε να πούμε, είδος κηρύγματος, που ενώ είναι βασισμένο πάνω σε μια ευαγγελική η αποστολική περικοπή προσφέρει τη δυνατότητα ενός πιο ελεύθερου λόγου στον ιεροκήρυκα, γύρω από όμως ένα συγκεκριμένο μήνυμα και θέμα που είναι παρμένο από την περικοπή. Έτσι, ολόκληρη η ερμηνεία  της περικοπής βασίζεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο δίδαγμα που έχει εκ των προτέρων καθορίσει ο ομιλητής ότι θέλει οι ακροατές να εισπράξουν. Έτσι, η προσοχή του ακροατή δεν διασπάται και ο ομιλητής μπορεί να αναλύσει πιο διεξοδικά ένα θέμα, αφού όλος ο χρόνος μπορεί να διατεθεί για αυτό.

Τρίτη και τελευταία  μορφή κηρύγματος είναι ο Λόγος. Το κήρυγμα στη μορφή αυτή είναι πιο ελεύθερο και δεν είναι αναγκαίο να βασιστεί μόνο σε μια περικοπή από τις Γραφές, αλλά αποτελεί μια ομιλία, με βάση βέβαια ένα πάλι θέμα που επιλέγει και καθορίζει ο ομιλητής, με ένα όμως δικό του αποκλειστικά σχέδιο και τρόπο. Το είδος αυτό είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει πολλή κόπο και πολλές θεολογικές και πνευματικές γνώσεις  και δεξιοτεχνία,  που αποκτούνται με τις ανάλογες εμπειρίες. Στη μορφή του Λόγου είναι επίσης πολύ σημαντικό ο ομιλητής να έχει ώριμο εκκλησιαστικό και ποιμαντικό φρόνημα, το οποίο θα μεταδοθεί στον κόσμο μέσω του λόγου του. Θα ήταν πιστεύω περιττό να τονίσουμε πως, για να επιχειρήσει ο ιεροκήρυκας αυτό το είδος του Λόγου, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία, χρησιμοποιώντας τις δυο προηγούμενες μορφές κηρύγματος.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι, με βάση τις πιο πάνω μορφές κηρυγμάτων,  έχουν διαμορφωθεί και κυκλοφορούν πολλές εκδόσεις έτοιμων θα λέγαμε ομιλιών,  λόγω κυρίως της παγίωσης του συστήματος των αναγνωσμάτων της Κυριακής. Είναι μάλιστα σε πολλούς γνωστά τα λεγόμενα Κυριακοδρόμια, των οποίων βέβαια ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους ιεροκήρυκες, αλλά προορίζονταν για την κατ’ ιδία πνευματική μελέτη των ανθρώπων του λαού. Σιγά-σιγά τα Κυριακοδρόμια έπαυσαν να είναι λαϊκό ανάγνωσμα, ή έστω έμμεσο βοήθημα των ιεροκηρύκων, και απέβησαν πηγές, ίσως και μοναδικές, για τους αμελείς εργάτες του λόγου του Θεού. Στις μέρες μας μάλιστα στο διαδίκτυο δημοσιεύονται συστηματικά και εβδομαδιαία  πολλά έτοιμα κηρύγματα και ομιλίες, τα οποία  βάζουν θα λέγαμε τον ιερέα σε πειρασμό, να μην καταβάλει προσπάθεια για να φτιάξει κάτι δικό του. Αυτό πρέπει να πούμε ότι είναι απαράδεκτο και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τον ιερέα, ώστε να μην  αντιγράφει απλώς ένα έτοιμο κήρυγμα, γιατί έτσι  παύει να είναι προσωπική μαρτυρία δική του, παύει να είναι έκφραση του περισσεύματος της καρδιάς του, προσφορά της δικής του πνευματικής εμπειρίας και γνώσεως των Γραφών και των Πατέρων. Ο ιερέας  παύει να είναι, όπως τον θέλει η παράδοση της Εκκλησίας, ο προφήτης, που εξαγγέλλει τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει για να γίνει κατανοητός στους ανθρώπους, και καταντά φερέφωνο και μεγάφωνο λόγου ανθρωπίνου. Ως προς τα έτοιμα κηρύγματα, πρέπει  να γίνει συνείδηση στους εργάτες του λόγου του Θεού, ότι μπορούν να τα χρησιμοποιούν μόνο  ως έμμεσο βοήθημα, αλλά ποτέ δεν πρέπει να γίνονται άμεσες πηγές του κηρύγματος. Πρακτικά θα λέγαμε, ότι η σωστή πορεία είναι ο ιερέας, μελετώντας καλά την περικοπή με πολλή προσευχή, να βγάζει από μέσα του αυτό που η αγάπη του για το ποίμνιό του έχει να του προσφέρει. Ο λόγος του πρέπει να βγαίνει από την καρδιά του, αφού, όπως εύστοχα λέγεται συχνά, «ό,τι βγαίνει από την καρδιά μπαίνει στην καρδιά». Ο ιερέας, ως ποιμένας  καλός, γνωρίζει  τα πρόβατά του ονομαστικά και αυτά τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν τη φωνή του και δεν ακολουθούν κανένα άλλο εκτός από αυτόν. Έτσι πρέπει να είναι ο καλός ποιμένας σύμφωνα πάντα με τον λόγο του Κυρίου. Θα πρέπει η κάθε του ενέργεια, όπως και το κήρυγμα, να μην είναι απόρροια μιας τυπικής υποχρέωσης προς το ποίμνιό του, αλλά της γνήσιας πατρικής του αγάπης. Μιας αγάπης γεμάτης πνεύμα θυσίας, αφού «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»(Ἰω. 10,11).

Από αυτή τη θυσιαστική αγάπη του ιερέα προς τον λαό πρέπει να πηγάζει και το ύφος του κατά την  εκφώνηση του κηρύγματος. Πομπώδεις εκφράσεις, ρητορικές εξάρσεις, επιδείξεις γνώσεων και σοφίας, θεατρικές χειρονομίες και άλλα παρόμοια είναι τελείως απρεπή και ασυμβίβαστα με τον χαρακτήρα και σκοπό του κηρύγματος. Τα πιο πάνω είναι σίγουρο ότι αποτελούν μια βασική αιτία του γεγονότος, ότι το κήρυγμα δέχεται σήμερα απαξίωση. Ο ιερέας κηρύσσοντας, όπως είπαμε, συνεχίζει το έργο του Χριστού με ταπείνωση και σεμνότητα , χωρίς καμία επιτήδευση, χωρίς την προσδοκία εντυπωσιασμού και επαίνου, αλλά με φόβο Θεού για την αποστολή που του έχει ανατεθεί.

Η διάρκεια επίσης του κηρύγματος είναι κάτι, που πρέπει ο ιερέας να προσέξει ιδιαίτερα, εάν θέλει να είναι αποδεκτό και ωφέλιμο στον λαό. Στη Θεία Λειτουργία, την οποία ο κόσμος παρακολουθεί νηστικός, συνήθως όρθιος, και κουρασμένος ήδη από την Ακολουθία του Όρθρου, νομίζουμε ότι είναι αρκετά τα 10 λεπτά της ώρας περίπου. Είναι αφάνταστο πόσα πολλά και ωφέλιμα μπορεί να πει ο καλά προετοιμασμένος και θεολογικά συγκροτημένος ιεροκήρυκας σε τόσο λίγη ώρα. Βέβαια η ανάπτυξη του θέματος δεν θα είναι διεξοδική ούτε εξαντλητική και το κήρυγμα πρέπει να αφήνει τη δυνατότητα για αυτενέργεια των πιστών. Η «απόλυση» εξάλλου  της Θειας Λειτουργίας  δεν είναι το τέλος ενός τελετουργικού, στο οποίο ο πιστός οφείλει να μετέχει με μυστική απάθεια, αλλά η αρχή μιας αέναης κίνησης και δράσης για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Για να αντεπεξέλθει όμως ο ορθόδοξος χριστιανός σ᾽αυτή την ουσιαστική αποστολή είναι απαραίτητο να έχει πλήρη επίγνωση και να έχει κατανοήσει τέλεια το μήνυμα, που ο Θεός του έχει μεταδώσει μέσω της λατρείας.

Άφησα τελευταίο ένα φλέγον θέμα, που αποτελεί πολλές φορές αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους διακόνους του κηρύγματος, και αυτό είναι η επιλογή της καταλληλότερης στιγμής εντός της Θείας Λειτουργίας για να γίνεται αυτό. Η κανονική θέση του από θεολογική άποψη είναι οπωσδήποτε μετά το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου,  αφού το πρώτο τμήμα της Θείας Λειτουργίας ανήκει στη διδαχή και το δεύτερο στην Ευχαριστία. Επιπλέον, κατά την ώρα αυτή οι μεν εκκλησιαζόμενοι έχουν πρόσφατα ακούσει τα αναγνώσματα πάνω στα οποία συχνά γίνεται το κήρυγμα και έτσι μπορούν πιο εύκολα να το κατανοήσουν, ο δε λειτουργός μπορεί στη συνέχεια απερίσπαστος να προχωρήσει στην τέλεση του μυστηρίου. Η κύρια αιτία που πολλοί ιεροκήρυκες μεταθέτουν το κήρυγμα, είτε στην ώρα του κοινωνικού, είτε προ της απολύσεως, είναι η καθυστερημένη προσέλευση του κόσμου στη Θεία Λειτουργία. Σε αυτό βέβαια δεν τους αδικούμε, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι  που δεν εκκλησιάζονται τακτικά αλλά έρχονται περιστασιακά στον ναό, λόγω κάποιας μεγάλης γιορτής ή κάποιου μνημοσύνου, ωφελήθηκαν από κάποιο κήρυγμα που άκουσαν και ξεκίνησαν μια πιο πνευματική ζωή. Από την άλλη όμως θα λέγαμε πως, με το ίδιο σκεπτικό που μεταθέτουμε το κήρυγμα, θα πρέπει να μεταθέσουμε και τα αναγνώσματα στο τέλος της Λειτουργίας. Πέραν τούτου, οι δυο άλλες αυτές χρονικές επιλογές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Την ώρα του Κοινωνικού η προτεραιότητα βρίσκεται στην Ευχαριστία και όχι στη διδαχή και καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση και προετοιμασία των χριστιανών για την προσέλευσή τους στη Θεία Κοινωνία, ενώ, επί πλέον, τα μικρά παιδιά, που έρχονται να κοινωνήσουν, μαζεύονται κοντά στην αγία πόρτα και ο ιερέας φαίνεται ότι τους ταλαιπωρεί με την καθυστέρηση που προκαλεί το κήρυγμα. Από  την άλλη, την ώρα της απολύσεως ο κόσμος πλέον είναι κουρασμένος από την όλη Ακολουθία και ψυχολογικά ετοιμάζεται για να φύγει και κατεβαίνει από τα στασίδια, πολλοί  εορτάζοντες ή και οι τελούντες μνημόσυνα πιστοί σπεύδουν στην προετοιμασία της διανομής των κολλύβων, και έτσι δημιουργείται μια αρνητική ατμόσφαιρα, τόσο για το ιεροκήρυκα στην εκφώνηση του κηρύγματος, όσο και για τους πιστούς στο να το ακούσουν. Αν το κήρυγμα είναι καλό, και γίνεται συνεχής διαφώτιση του λαού ότι πρέπει απαρέγκλιτα να ευρίσκονται οι πιστοί στον ναό από την αρχή της Λειτουργίας, δεν χρειάζεται θα λέγαμε  να γίνει η μετάθεση αυτή και θα πρέπει να γίνεται κανονικά στην κανονική του ώρα, ακριβώς μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Για το θέμα αυτό της επιλογής  κατάλληλης χρονικής στιγμής, που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα, όπως και για τα υπόλοιπα πρακτικά ζητήματα που το αφορούν, καλό θα ήταν στη συνεχεία να δημιουργηθεί  μια εποικοδομητική συζήτηση, ούτως ώστε, τουλάχιστο τα όρια της δικής μας Μητροπόλεως, να μην παρουσιάζονται παραφωνίες.

Πανιερώτατε,  αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,

Από την πιο πάνω παρουσίαση του θέματος γίνεται σαφές το πόσο σπουδαίο είναι από την μια, αλλά και πόσο υπεύθυνο πρέπει να είναι από την άλλη το κήρυγμα του ιερέα. Η διδαχή δεν είναι κάτι το προαιρετικό στην αποστολή ενός κληρικού, αφού αυτή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πίστη προς τον Θεό, στην προσευχή και στην  ένωση μαζί Του. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος, «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν ὃν οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ.10,14). Αυτό όμως που μας διασφαλίζει την κατανόηση του λόγου του Θεού, έτσι ώστε κι εμείς με τη σειρά μας να τον μεταδώσουμε απλανή στον λαό του Θεού, είναι ο φωτισμός, όχι τόσο του νου μας, όσο ο φωτισμός της καρδίας μας από το φως της Θεογνωσίας. Ας θυμηθούμε, ότι στην ευχή που διαβάζουμε πριν το ευαγγελικό ανάγνωσμα, ευχόμαστε  με τα εξής λόγια: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν». Ο φωτισμός αυτός είναι που μας οδηγεί, όχι μόνο στο φρονεῖν αλλά και στοπράττειν  τον λόγο του Θεού .

Ο υπηρέτης του λόγου του Θεού, όταν κηρύσσει,  παρουσιάζεται συχνά από πολλούς θεολόγους να έχει κάποια αναλογία με την ίδια την  Παναγία. Γιατί, όπως αυτή δέχτηκε τον Θεό Λόγο και τον μορφοποίησε με την σάρκα και το αίμα της, έτσι και ο ιεροκήρυκας δέχεται τον λόγο του Θεού, το ευαγγέλιο, για να το μορφοποιήσει με την ύπαρξή του, ώστε να το παρουσιάσει ζωντανό στους ακροατές του. Αν αυτή η αναλογία γίνει αποδεκτή, γίνεται σαφές πως ο ποιμένας καλείται να προσπαθεί να μοιάσει το κατά δύναμη στην αγιότητα, την καθαρότητα, την ταπείνωση, την προσευχή και γενικά σε όλα τα χαρίσματα της Παναγίας μας. Θα πρέπει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και να κάνει το θέλημα του Θεού θέλημα δικό του. Θα πρέπει να έχει πάντοτε στον νου του τα εξής  λόγια του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προδιαγράφουν τον ορθό τρόπο κηρύγματος: « Οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμών. Οὔτε γὰρ ποτὲ ἐν λόγῳ κολακείας ἐγεννήθημεν, καθώς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν» (Α´ Θεσ. 4 ,2).

Κλείνω την εισήγησή μου, θυμίζοντας το γνωστό περιστατικό εκείνο από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που τον επισκέπτονταν στην έρημο κάθε χρόνο τρεις μοναχοί, και ενώ οι δύο συνομιλούσαν μαζί του, ο ένας παρέμενε σιωπηλός, βλέποντας μόνο τον Άγιο. Έτσι, μια φορά ο άγιος του είπε: «Αδελφέ, τόσες φορές εσύ, ούτε ερώτησες, ούτε είπες κάτι. Τότε γιατί έρχεσαι;» Και εκείνος απήντησε με τον πολυσήμαντο λόγο: «Μου αρκεί μόνο το ότι σε βλέπω, Πάτερ!»

Όποιος καταφέρει, αδελφοί μου, να κάνει  χαρά και απόλαυση πρώτα δική του, τον λόγο και το θέλημα του Θεού, και νιώσει αυτό τον θείο έρωτα προς Αυτόν, τότε, όχι μόνο πετυχαίνει τη μετάδοσή του δια του λόγου, αλλά όλη η ζωή και παρουσία του είναι ένα αληθινό κήρυγμα.

Σας ευχαριστώ.