Η Μόρφου ως Θεομόρφου – Δ΄ Περίοδος (10ος -12ος αι. μ.Χ.)

Δ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (10ος -12ος αι. μ.Χ.)

Μεσοβυζαντινή περίοδος

Από τον 10ο αιώνα μέχρι και τον 12ο, η Κύπρος, και η Θεομόρφου βεβαίως, διαμορφώνει οριστικά το ορθόδοξο βυζαντινό της πρόσωπο. Μετά την ήττα των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071 στη μάχη του Ματζικέρτ, η δυναστεία των Κομνηνών που βρισκόταν στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επιλέγει, για εκκλησιαστικούς και στρατιωτικούς λόγους, την Κύπρο για να αποτελέσει το προκεχωρημένο φυλάκιο της Ρωμιοσύνης στη Μέση Ανατολή. Αυτή την εποχή, τέλη του 11ου αιώνα, μεγάλος αριθμός προσφύγων από τα μέρη της Μικράς Ασίας, δηλαδή Καππαδοκίας, Κιλικίας, Πισιδίας, εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους και επιλέγουν να ζήσουν στην Κύπρο. Την ίδια περίοδο προσφυγοποιούνται πληθυσμοί από τη Συρία και όλως ιδιαιτέρως από την Παλαιστίνη, φέρνοντας στην Κύπρο τα τιμαλφή της πίστεως τους. Οι ως άνω πρόσφυγες είναι Ρωμιοί της καθ’ ημάς Ανατολής. Έτσι επιβεβαιώνεται και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κάποτε είχε υποστηρίξει ο Darrouzès, ότι δηλαδή η πνευματική ενδοχώρα της Κύπρου ευρίσκεται απέναντι, στην Παλαιστίνη, στην Αντιόχεια και στις νότιες περιοχές της Μικράς Ασίας. Έτσι, την περίοδο αυτή κτίζονται από τους Κομνηνούς τα περίφημα κάστρα και μοναστήρια του Πενταδακτύλου και του Τροόδους, αφού έπρεπε ο λαός να οχυρωθεί τόσο στρατιωτικά όσο και πνευματικά. Την ευλογημένη αυτή περίοδο, πλην του Αγίου Μάμαντος στην Μόρφου και της γειτονικής Μονής του Αγίου Γεωργίου του Οριάτη στην Κυρά, ανοικοδομούνται οι μονές Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου, Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στην Μαραθάσα, Αγίου Νικολάου της Στέγης στην Κακοπετριά, Παναγίας της Ασίνου και Παναγίας του Άρακος στην βόρεια Πιτσιλιά.

Οι μονές αυτές βρίσκονται στα όρια της Επισκοπής των Σόλων στην οποία, φυσικά, ανήκει και η Θεομόρφου. Από τον 12ο αιώνα, ο αυτοκράτορας δωρίζει στην Ιερά Σταυροπηγιακή και Βασιλική Μονή Κύκκου, το μεγάλο μετόχι του Ξεροπόταμου στην Πεντάγια. Οι γειτονικές αυτές μονές με την πνευματική τους ακτινοβολία και το ορθόδοξό τους φρόνημα, γαλουχούν για αιώνες τους ορθόδοξους κατοίκους της Επισκοπής των Σόλων.

Η Κύπρος παρέμεινε ως θέμα-επαρχία της Ρωμανίας μέχρι την αποστασία του αντάρτη πρίγκιπα Ισαακίου του Κομνηνού. Λίγα χρόνια αργότερα, το τυραννικό καθεστώς που εγκαινίασε και διετήρησε επί μία επταετία ο Ισαάκιος Κομνηνός, καταλύεται από τον Ριχάρδο τον Λεοντόθυμο εν έτει 1191, κατά την διάρκεια της Γ’ Σταυροφορίας. Ο Ριχάρδος απέτυχε να ελευθερώσει την αγία γη των Ιεροσολύμων. Ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος σχολιάζοντας την αποτυχία των σταυροφόρων, παρατήρησε εύστοχα και πικρά «ουδέ γαρ ηυδόκησε η πρόνοια κύνας εξεώσαι και λύκους αντεισάξαι». Η νησιωτική χώρα της Κύπρου «επράθη παρεγκλίνου διώκτου Φράγκοις, χρυσίου χιλιάδων λυτρών διακοσίων».